Ήταν ένα ακόμα από αυτά τα απογεύματα, που είχε έρθει να με βρει αμέσως μετά τη δουλειά μου. Είχε διασχίσει τη μισή πόλη, μόνο για να με δει. Και η Αθήνα δεν είναι εύκολη στο να τη διασχίσεις απόγευμα καθημερινής. Είχε πει πάλι ένα σωρό ψέματα, για δήθεν αγορά και βόλτα με φίλες και την αδερφή της, για να βρεθεί δίπλα μου. Εγώ από την άλλη δεν είχα τίποτα να της προσφέρω. Γέμιζα το κενό του απογεύματός μου, σκότωνα την ώρα μου, προτού γυρίσω στο πατρικό μου, με έναν καφέ, ένα γλυκό και, ίσως, μια ερωτική συνεύρεση μερικών λεπτών. Και ενώ κάθε φορά πίστευα πως το λίγο μου δεν θα την ικανοποιούσε, αυτή, ως δια μαγείας, επέστρεφε, επέστρεφε πάντα και με αναζητούσε πιο έντονα, πιο πολύ, με περισσότερη λαχτάρα και περισσό πάθος. Προχωρούσαμε και στο δήθεν παράπονό της χαζογελούσα. Είχα διαπιστώσει, πως αυτό το χαζό χαμόγελο ήταν η άμυνά μου, ήταν το «δεν ξέρω πώς να αντιδράσω», και αντί να σκύψω το κεφάλι ή να πω οτιδήποτε, απλά χαμογελούσα λοξά και ίσως αινιγματικά.
Επί της ουσίας, ξέρω, πως δεν είχε κανένα αίνιγμα ή τίποτα άλλο να κρύψει το χαμόγελό μου, ήταν απλά μορφασμός αμηχανίας. Δεν ήξερα, αν ήθελα να τη δω. Ή ορθότερα, και πάλι δεν ήξερα αν ήθελα να τη δω. Ομολογώ, πως δοκίμασα να το διακόψω κάποιες φορές, μα η επιμονή της με έκανε να αναθεωρήσω. Από το να έχω πληγώσει έναν άνθρωπο και να τον στεναχωρώ και να μου γκρινιάζει, απλά επέλεξα να συνεχίσω. Παραδέχομαι πως όταν αργούσε να μου τηλεφωνήσει, αναρωτιόμουν και λιγάκι με πείραζε, όμως από την άλλη, σχεδόν ποτέ, δεν απαντούσα στο τηλεφώνημά της, προφασιζόμενος, στον εαυτό μου κυρίως, δουλειά που δεν μπορούσα να διακόψω και αργούσα να απαντήσω στα μηνύματά της.
Όμως αυτή εκεί. Δε θυμάμαι στιγμές, που να έδωσα κάτι, για να την κάνω ευτυχισμένη, δεν θυμάμαι δώρα, εκδρομές, εξόδους, έστω λόγια μεγάλα, από τα οποία θα μπορούσε να πιαστεί, δε νομίζω ποτέ να της έδωσα κάτι. Αυτή όμως, λες και τρεφόταν από το τίποτά μου. Της αρκούσε να με κοιτάζει, να με ακούει και ας διαφωνούσε με κάποια από τα λόγια μου και να επιστρέφει. Έτσι και σήμερα. Περπατούσαμε στη γειτονιά, κατηφορίζοντας από την Κυψέλη, πλησιάζοντας στο πεδίο του Άρεως. Κάποιοι έτρεχαν, κάποιοι ήταν αγκαλιά, κάποιοι χάζευαν, κι εμείς μέσα σε αυτούς τους κάποιους ένα παράξενο ζευγάρι ανθρώπων, που δεν ακουμπούσαμε ο ένας τον άλλον, που, ίσως, ούτε καν κοιταζόμασταν, συζητούσαμε, μ’ έναν καφέ στο χέρι και ένα από τα γλυκά σοκολάτας, που ήξερε πως τόσο μου αρέσουν και πάντα μου έφερνε. Αντίθετα, αυτή μόλις που τα δοκίμαζε, δεν έτρωγε σοκολάτα, δεν νομίζω πως ήταν θέμα γεύσης, απλά προσπαθούσε πολύ να τρώει σωστά και δεν άφηνε στον εαυτό της περιθώρια για μικρές παρεκκλίσεις. Τρώγοντας λοιπόν το γλυκό μου και με γουλιές από το ζεστό ντεκαφεινέ καπουτσίνο μου, μιλούσαμε ή ορθότερα μιλούσα, σχεδόν αγόρευα δηλαδή! Είχαμε πιάσει ένα από τα θέματα που με «γαργαλάν» και με περίσσιο πάθος και τα μάτια ανοιχτά ονειρευόμουν, ζωγράφιζα με τα λόγια μου, έχτιζα μια εικόνα ειδυλλιακού μελλοντικού τοπίου.
Μετά πήγαμε στο γνωστό, αν και όχι τόσο τακτικό, δωμάτιο που νοίκιαζε εκεί κοντά, της ρίχτηκα κατευθείαν, παρά τη δυσκολία της ν΄ αφεθεί και να το απολαύσει, να αδειάσει το μυαλό της και να έρθει σε οργασμό, έδειχνε να το απολαμβάνει. Ο ιδρώτας έρεε από τα κορμιά μας, καθώς το ένα κολλούσε με πάθος πάνω στο άλλο… Ώρες μετά και ενώ είχε για τα καλά σουρουπώσει, βγήκαμε από το ντουζ, βάλαμε ένα ποτήρι δροσερό κρασί και επιτρέψαμε στους εαυτούς μας κι από ένα τσιγάρο. Στην έξοδο της πολυκατοικίας αποχαιρετιστήκαμε, έφυγε βιαστική αν και δεν το έδειχνε για το σπίτι και τον άντρα της, έφυγα ελαφρά ταραγμένος, σαν να γυρίζω σελίδα και να ξέρω, πως, πλέον, μου είναι απαραίτητη και θέλω να την ξαναδώ.
Ήταν μια υπέροχη μέρα της άνοιξης, μετά από πολύ καιρό χαμογελούσα, την είχα αποκαλέσει «κορίτσι μου» και μου το επισήμανε. Ήξερα, πως η επιμονή της μας αντάμειβε και τους δύο, χαρούμενος σαν πρωτοερωτευμένος, γνώριζα πως ήθελα πλέον να ήμαστε μαζί. Πήρα μια βαθιά, λυτρωτική ανάσα και ευτυχής από την «ανακάλυψή» μου, ξεκίνησα να διασχίζω το δρόμο…
Δεν ήρθε ποτέ στο νοσοκομείο να με δει. Άλλαξε κινητό και έχασα τα ίχνη της. Όταν μετά από τρεις μήνες πήγα σπίτι με ολική αναπηρία, όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα ποτέ να τη βρω.
Παναγιώτης Χουζούρης
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος!Έξυπνο τέλος κι απρόσμενο. Η ζωή είναι γεμάτη ανατροπές!
Ανατροπές που μας ξεσηκώνουν και ανατροπές που μας διαλύουν, αλλά Άννα ξέρουμε πως αυτή είναι η ομορφιά της (ζωής)
Πανέμορφο κείμενο, βαθιά ποιητικό ….και με γνώση