Την έλεγαν Νενέ και ήταν από μικρή το τσακλοκούδουνο της γειτονιάς. Πού την έχανες πού την έβρισκες μπροστά στον καθρέφτη να παίρνει πόζες και να σιέται και να λυγιέται με τις βούρτσες της μάνας της για μικρόφωνο…
Όλο νάζι και κοκεταρία να φοράει και τα ψηλοτάκουνα που ΄ταν δυο φορές μεγαλύτερα από το μπόι της και κάτι τριανταφυλλί φουστάνια όλο φραμπαλάδες στο τελείωμα και όλο τραγούδια και χορούς, σα νεράκι έβγαινε η φωνή από το στόμα της κελαρυστή, σκέτο αηδόνι, σαν εκείνα που άκουγε η γιαγιά της η Σμυρνιά τα βράδια στο κηπάκι του σπιτιού της στη Μικρασία, πριν τα διαλύσει όλα το εχθρικό μαχαίρι και φέρει στην Ελλάδα τη γιαγιά πρσφυγοπούλα μαζί και τη σμυρνέικη ψυχή και την κουλτούρα της…
Κι η Νενέ που είχε κληρονομίσει τη γοητεία της γιαγιάς, ονειρευόταν από μικρή να δίνει παραστάσεις σε μεγάλα θέατρα και να γυρίζει τον κόσμο τραγουδώντας…
Το ΄βλεπαν οι γείτονες πως ήταν τσαχπίνικο κι έλεγαν κουνώντας μισοστωικά μισοχαιρέκακα το κεφάλι… όλο τραγούδια και χαρές είναι τούτο το μικρό… μα τι θα κάνει… θεατρίνα θα γίνει;; κι έφτυναν κρυφά τρεις φορές τον κόρφο τους κι απομάκραιναν στα γρήγορα τα μικρά παιδιά από το κοριτσάκι μη τυχόν και τους κολήσει το μίασμα της θεατρίνας κι έχουν μετά άλλα τραβήγματα αυτές με τα δικά τους παιδιά…
Ήξερε η Νενέ πως ήταν γραφτό της να γίνει κάτι ξεχωριστό από μικρή και δεν την ένοιαζε που δεν την έκαναν παρέα τ΄ άλλα παιδιά της γειτονιάς… είχε παρηγοριά εκείνη το τραγούδι της κι όταν βαριόταν πια να τραγουδά αργά το βράδυ, κλεινόταν με τις ώρες στο μικρό της δωμάτιο και ρουφούσε βιβλία μέχρι τα ξημερώματα… βιβλία γεμάτα πρίγκιπες αποφασιστικούς και γοητευτικούς και βασιλοπούλες θλιμμένες, κλεισμένες στα δωμάτια τους να μελαγχολούν με τις ώρες και να περιμένουν το βασιλόπουλο κι αυτό να μην λέει να έρθει να τις σώσει από το δράκο του παραμυθιού… ή βιβλία με παιδιά ήρωες, που έμπλεκαν σε δύσκολες καταστάσεις αλλά ο χαρακτήρας τους τα βοηθούσε πάντα να ξεμπλέκουν και να δικαιώνονται στο τέλος. Κι εκείνη αντάμα με τους ήρωες των παραμυθιών, πότε χαιρόταν και πότε έκλαιγε μαζί τους κρυφά κάτω από τα παιδικά παπλώματα, ξενυχτώντας συχνά μέχρι το πρωί και που μυαλό την άλλη μέρα να παρακολουθήσει το σχολείο και τα βαρετά μαθήματα μέσα στους τέσσερις τοίχους της τάξης που την έπνιγαν..
Κι ορκιζόταν κρυφά στον εαυτό της, πως κάποτε θα πήγαινε σ’ όλα αυτά τα μακρινά κι εξωτικά μέρη που διάβαζε στα παραμύθια και στα μυθιστορήματα, να δει από κοντά τους ήρωες των αγαπημένων της βιβλίων…
Μια μέρα θα ΄ταν κάπου στα δεκαεφτά, πέρασε από τη γειτονιά η ντουντούκα φωνάζοντας για το καινούργιο θέατρο που έφτανε στη πόλη με τους εκπληκτικούς τάδε και τάδε ηθοποιούς και να μη χάσει κανείς την παράσταση… σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη χτύπησε η επιθυμία να δει από κοντά το θίασο και να γνωρίσει αυτούς που θα τη ζωντάνευαν… πέταξε δικαιολογία πρόχειρη στη μάνα της πως πάει μέχρι το μπακάλικο και σε δέκα λεπτά ήταν στην πίσω πόρτα του θεάτρου και παρακάλαγε να μπει μέσα να γνωρίσει τους θεατρίνους.
Ο θυρωρός που ήξερε το ψώνιο της, την άφησε, αφού την έβαλε να του υποσχεθεί πως θα τραγουδήσει ένα βράδυ μονάχα γι’ αυτόν πάνω στη μικρή επαρχιώτικη σκηνή.
Δυναμική και αυτοκαταστροφική, όπως όλοι οι αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους άνθρωποι και ξέροντας πως ποτέ δε θα σπαταλούσε χρόνο ν’ ασχοληθεί με τη μετριότητα του θυρωρού, του το υποσχέθηκε στα γρήγορα κι εκείνος έκανε πέρα και την άφησε να μπει.
Τράβηξε κατ’ ευθείαν για τα παρασκήνια και πήγε να βρει τη πρωταγωνίστρια. Αφού της έδωσε συγχαρητήρια, της είπε πως ήθελε κι εκείνη να γίνει ηθοποιός κι αν μπορούσαν φεύγοντας να την πάρουν μαζί τους στην Αθήνα σε δυο μέρες που θα έφευγε ο θίασος.
Να έρθεις, της είπε η θεατρίνα, μα δεν επιστρέφουμε ακόμα στην Αθήνα. Θα πάμε πρώτα προς τη Λάρισα και τα γύρω χωριά, θα φτάσουμε μέχρι Θεσσαλονίκη κι εκεί στη Μακεδονία θα περάσουμε όλο το καλοκαίρι κι ύστερα σαν αρχίζει να χειμωνιάζει, θα τραβήξουμε κατά τη πρωτεύουσα… μα σ’ αφήνουνε οι δικοί σου να έρθεις μαζί μας; Είσαι μικρή ακόμα, της είπε σκεφτικά η ηθοποιός κι εκείνη ξεφούρνισε πρόχειρα το ψέμα πως θα τα κανονίσει με τους γονείς της και να μην ανησυχούν! Μεθαύριο θα είναι μαζί τους στο μπουλούκι να σπουδάσει από πρώτο χέρι το θέατρο και να βρεθεί πάνω στη σκηνή να παίζει ρόλους και να τραγουδά έτσι που τόσο αγαπούσε από μικρή να κάνει…
Γύρισε στο σπίτι κι ετοίμασε κρυφά τη βαλίτσα της… ούτε που προσπάθησε να βρει μια δικαιολογία για τους δικούς της, μόνο άφησε ένα λιγόλογο γράμμα στη μάνα της που ήξερε πως θα πικραθεί με το φευγιό της, προσπαθώντας να εξηγήσει τους λόγους που το πάθος της την αναγκάζει να ακολουθήσει το διαβατάρικο θίασο χωρίς να περιμένει βέβαια από την απλοϊκή γυναίκα να καταλάβει και κλείνοντας την επιστολή με την υπόσχεση πως μια μέρα θα γίνει μεγάλη θεατρίνα και θα καλέσει τη μάνα της να την καμαρώνει σε όλες τις σκηνές της Πρωτεύουσας…
Δυο μέρες μετά, βρέθηκε στο πίσω μέρος του λεωφορείου κρατώντας σφιχτά στα χέρια της τη μικρή βαλίτσα με φόβο μα και μ’ ενθουσιασμό για τ’ όνειρο που μόλις άρχιζε να παίρνει φτερά…
Και πράγματι δυο μεγάλα φτερά φύτρωναν στις πλάτες της σα να τα ΄νιωθε κιόλας, ικανά να τη πάνε μέχρι την άκρη του κόσμου πάνω σ’ ένα παλκοσένικο…
Σ’ ένα τέτοιο παλκοσένικο, άφησε πολλά χρόνια μετά και την τελευταία της πνοή, μεγάλη θεατρίνα πια, χορτασμένη από τα φώτα και το χειροκρότημα του κόσμου που τη λάτρεψε και την ακολουθούσε στις παραστάσεις σε όλο το κόσμο, σε μεγάλα θέατρα και σκηνές κι η Νενέ το μικρό κορίτσι που στριφογύρναγε αδέξια τη χτένα στα παιδικά της χεράκια μπροστά στον καθρέφτη, άφησε ανεξίτηλο το αχνάρι της στον κόσμο της τέχνης με το ταλέντο και το ταπεραμέντο της, μα πιο πολύ με το άσβεστο πάθος για τη ζωή που έσφυζε μέσα στην ψυχή της και την καλούσε από παιδί ν’ ακολουθεί το δρόμο του ονείρου και του παραμυθιού με κάθε τίμημα…
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
3/3/2020