Κριτική προσέγγιση στο ποιητικό βιβλίο «ΤΗΣ ΗΛΕΙΟΠΕΤΡΑΣ», εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, Αθήνα 2020 της ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ομιλία Κώστα Καρούσου,
Προέδρου Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Εκλεκτοί φίλοι-ες, σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
“Με όσα γεννηθήκαμε”, ανταμώσαμε και γαλβανίστηκε η ψυχή μας στη ζωή “με αυτά πορευόμαστε” και στην εισαγωγή παραθέτει ακόμη ένα τρίστιχο “Στη μάνα μου Τασία // με τη δοσμένη ράχη της // στις ανηφόρες μου”. Εκπληκτικό και συνάμα διαχρονικό, όταν -η ποιήτρια- εκστατικά ηλειοδεμένη με τη “ράχη”, την αντοχή, και τη διαπόρευση της μάνας, συνεχίζει, χαράζοντας και ραυδώνοντας το δικό της μονοπάτι. Η συγκίνηση στεγάζεται στην ενδοεπικοινωνία των ψυχών, στη ψυχή του Ήλιου και της Ηλείας, και στη ψυχή της πέτρας, που αρμοδένονται “στο λιομεσούρανο //
…στο σταυροδρόμι του προσκυνητή //…στο ριζιμιό του βραχολίθαρου //… κι ετραγούδα με τα χειρουβίμ // σύψυχο τροπάρι” σελ, 41. Από τη “ράχη” της μάνας λοιπόν, “εκεί που αετοζυγιάζει ο αετός το φτερό του”, “στο Μπαλκόνι του Θεού” και σαν πρωτοφτέρουγη πέρδικα ποίησης “ως αργός διαβάτης βλογημένος” στην “αειπάρθενη μητέρα” της ποίησης, ουρανοδρομεί και απαγκιάζει, ευσεβής σκυταλοδρόμος, το δικό της εδώ Ηλειακό άνθος, το δικό της Ηλειοπόρεμα στη ζωή.
Γράφει στο προλόγισμα του βιβλίου ο φιλόλογος Γιώργος Ευθυμίου “…γίνεται μία από τις εννιά της σύγχρονης εποχής, στην “Ελικώνεια” πλαγιά, όπου βρέθηκε -εκεί- για μια επίκληση της θείας συνδρομής… αποδεικνύει περίτρανα το μέγεθος της πνευματικής της δαψίλειας,… της γενέθλιας γης, των ωραίων λογισμών και πανανθρώπινων αξιών και ιδανικών”.
Η ποιήτρια Καλλιόπη Δημητροπούλου -προσεγγίζει την Ηλειακή γη- μέσα σ΄ένα φλόγιστρο εμπνευστικής λατρείας και καταξίωσης. Η αυθεντική ποίησή της, τανίζεται με μυθολογικά ευρήματα και ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά, φωτός, φύσης, προσώπων, με φθόγγους μνήμης και λεύτερα πετάγματα ποιητικής λάβας, με πολλές ορθρινές δροσοσταλίδες αγάπης. Γράφει σελ. 15, “Με τι σπουδή άγγιζε την πέτρα ο πλαστουργός // τη θώπευε γυμνή σπηλιά // στα έγκατά της τραύματα // τη σμίλευε στη φωτιά των προγόνων της //… με τη σύναξη των ανέμων στο Ιόνιο // μας κερνά το ηλιόζυμο κρασί της Ολυμπίας // …ανακλαδίσαμε στους ίσκιους σου // στη θράκα σου ο στρόβιλος της φωτιάς μας”. Ο ζωοποιός άνεμος -εδώ- της γενέθλιας γης, γαλαζώνει όσο ποτέ το ουράνιο ποτήρι της μέθης και της αφιερωματικής σπονδής, στο παμμέγιστο θαύμα της φύσης, που αναγεννάται και συνυπάρχει στην αρχέγονη γειτνίαση και θαλπωρή του Ιονίου, με το κρασένιο πιθάρι της Ολυμπίας κι ο φτεροκόπος του Ιονίου συναξαρίζεται στα θερινά θέλγητρα της Ολυμπίας, κι ο δικός της λόγος, με ταπεινό βλέμμα στη “ράχη” και στο προαιώνιο χάδι των Ολυμπίων, να γίνεται “θράκα” και πορφυρός αυλός ποιητικής ανασεμιάς και μελλοντικής ελπίδας, σε άρρηκτη σχέση και συνάφεια της Ηλειόπετρας, με την Ελληνική γη της ιστορίας, των μύθων, της παράδοσης και του επέκεινα. Δεν πρέπει να δούμε -μόνο- εκλεκτοί φίλοι, σαν τάμα την Ηλειόπετρα, ή σαν ζωηφόρο θυμίαμα στη γενέτειρα, ή σαν νεραϊδοπλάνεμα στην επερχόμενη βλάστηση της ποίησης, ή σαν δάκρυ Ηλειόπετρας στα περασμένα, ή σαν κρινόανθη άνθιση της ψυχής στα μελλούμενα, αλλά σαν κονταροχτύπημα του λόγου, στην αείρροη γέννα των ανθρωπίνων και σαν αείζωο τραγούδι που ανασταίνει και ξανασταίνει τον άνθρωπο στη ζωή και τον σμίγει και τον μυρώνει με την αιώνια ύπαρξη της Ηλειόπετρας. Ας δούμε μερικά ηλιοσταξίματα στίχων, που στίλβωσαν το αιώνιο κάλλος της γενέτειρας κι αναρριπίζουν το χρόνο και τις ρυτίδες της ιστορικής γης.
Γράφει σελ. 16, “για τις μανάδες και τις γιαγιάδες μας”. “Κουβαλάνε τη σοφία της χλωροφύλλης στο μέτωπο // … με το λιοκάρπι και τη μαύρη σταφίδα // πλεγμένη στο γαμήλιο δαχτυλίδι”, όταν το βίωμα και η σοφία γίνεται μετωπικό και διακριτό σημάδι πολυκαιρισμένου μόχτου, που συγκροτεί την ασπίδα προστασία της οικογένειας. Γράφει σελ. 22. “Μιλώ με τη σιωπή να σπάει τοίχους // …στο χειροφίλημα του τόπου μου //…φρεσκοπλυμένα χρόνια στο αμπέλι”. Ποιητική- ψυχική και εικαστική πανδαισία, παντρέματος μνήμης και σιωπής, χρόνια που ξεβγάλθηκαν στο χώμα και στο χρόνο του τρύγου. Γράφει σελ. 25, “Σήμανε στο σήμαντρο ο μόχτος τ’ αλωνιού // η σπιρτάδα της ρίγανης στο στόμα //… αποκοιμήθηκε στον δρόσο της // η κεχριμπαρένια Μίνθη”. Η γεύση της ζωής γίνεται γλωσσάρι του σήμαντρου, φιλημένο μέτωπο και προσευχή της φαμίλιας, σα ρίγανη και μορφοποιημένο αποκούμπι, που ξεδιψάει τον αποκαμωμένο ξωμάχο. Η ποίηση που διείσδυσε στον κόρφο της μέρας και στον κόρφο του μεροκάματου. Γράφει σελ, 32-33, “μεράκλωσε το ροδαλί το χρώμα // … ποδένεται της ρωμιοσύνης ο λυγμός //… εκεί στην αμπελώδη χλωρακιά // στης κληματόβεργας τα μύρα // Στων αλωνιών το ευθύγραμμο κορμί // χορεύει ο Διόνυσος, μεθά ο Βάκχος // κι ευφραίνεται ολάκερη η Ελλάδα”. Σου θυμίζει τραγούδι δημοτικοποιημένης προσφώνησης προς τη φύση, που αγκαλιάζει τον ανθρώπινο λυγμό και ξεθολώνει το νου, και οι θεοί τραγουδοχορεύουν, κι όλη η Ελλάδα αλωνίζει,τρυγάει και στεφανώνει τον τρυγητή λόγο ή τον άγιο τρυγητή της ρωμιοσύνης. Εδώ η ποίηση συνακολουθεί το ρεύμα της προαιώνιας κατάνυξης των Ελλήνων, που αντρειώνεται στο θαύμα της φύσης, στο κέρασμα και στη συμποσιακή συνεύρεση των οικογενειών ως τις μέρες μας.
Γράφει σελ. 42, “Σαν αρχαίο κοχύλι του χρόνου // στον ερειπιώνα της πόλης // ακόμα ανασαίνουν τα τείχη, η αγορά // στο αρχαίο θέατρο // μυρώνει την πέτρα το φλουσκούνι // μύριες βροχές κροταλίζουν // τα ρημάγματα της Ιστορίας”.
Ο χρόνος, η πόλη, το απερχόμενο κάλλος, οι βρυχυθμοί της Ιστορίας και τα σπαράγματα κι ο απόηχος αναλαμπών και δόξας, βυζαίνουν σήμερα κι αναγομώνουν τη μνήμη, ελπίζοντας να ξανασαρκωθεί, η γη της Ηλειόπετρας στο αρχαίο θέατρο. Γράφει σελ. 45, ” Σα νά ‘μουν αιώνιος ναυαγός // στης Γαύδου το νότιο σέλας // ο Βαν Γκογκ στα Κουφονήσια / στης Σκόπελου την ίριδα // Σα να μύριζα, παραθεριστής // μέντα και κρίταμο // στου κυρ-Αλέξανδρου το αγιονήσι // να βίγλιζα τους αγκαθαρούς ασπάλαθους // στο ωραίο Σούνιο του Σεφέρη”.
Η Ηλειόπετρα ταξιδεύει νοερά σε Ιόνιο και Αιγαίο, σε μια πανερωτική λύτρωση, ηλιόγερτης προσθαλάσσωσης, όπου φύτρωσε ο Ελληνικός λόγος. Προσδίδει κύρος, ομοιότητα, αδελφοποίηση, ιστορικό προσκύνημα, λογοτεχνική συνέχεια, ταυτότητα λόγου και ψυχής. Οικουμενοποιείται η γη της Ολυμπίας και διανθρωπίζεται το πνεύμα της άθλησης και της προσφοράς, αρμέγοντας φως και κάνοντας θυσία “το λιόγερμα, στο χρώμα της πορφύρας”.
Ακέραιος λόγος, που ζωπυρώνεται στην αυθεντικότητα της φύσης και στα πρόσωπα στυλοβατών και ιερουργών της τέχνης και του πολιτισμού. Έτσι η Ηλειόπετρα είναι παιδί και γεννήτορας ταυτόχρονα της ζωής, κι όπως, “όπου γη και πατρίς” έτσι όπου Ηλειόπετρα, κι ο δικός μου τόπος. Να γιατί ο Παλαμάς έλεγε πως, “η αληθινή ποίηση, δεν είναι, παρά ποίηση χωρίς πατρίδα… Μια κραυγή, μια λέξη από το στόμα του ανθρώπου, κι ας είναι η ίδια πάντα, μπορεί να εκφράσει-ανάλογα με την περίσταση, απεριόριστες αποχρώσεις συναισθήματος”, κι ο Ελύτης “Η γλώσσα δεν αποτελεί απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, είναι και φορέας ηθικών αξιών και εργαλείο Μαγείας”. Έτσι στίχοι όπως, σελ. 36, “Στις μυστικές αρτηρίες του τόπου // άγριο ποτάμι σκούζει”, ή σελ. 44, “κοχλάζει από χρόνια το δάκρυ // στο πήλινο σταμνί της //… η φτώχεια αξεδίψαστη στο λιώσιμο της φτέρνας” ή σελ. 54, “Φορά την τρικυμία του Πελασγού στα μάτια // [ ο Ερύμανθος ] ασάλευτος ντύνεται το χιόνι” κλπ.
Παίρνει ο στίχος τη μοσχοβολιά της ζωής, της φύσης και της ψυχής κι αποκτά μια χρόνια δυναμική λυρικής ενσωμάτωσης με διαφορετικά συναισθήματα, σε ανόμοιο χρόνο και χώρο, κι ανεβαίνει ψηλότερα ο δείχτης της ευανάγνωστης ποίησης κι ανταμώνει τις παρυφές μιας νέας πολιτείας.
Ας δούμε ακόμη ενδεικτικά στίχους από το “Η πύλη του Ιονίου” σελ. 35, “Κυλλήνη του τιρκουάζ // και του θέρους // με τις πειρατικές φελούκες // στην πάχνη του κατακλυσμού σου // σέρνεις στους βυθούς σου // της Ιστορίας τα καράβια // …Στο μεσοκάμπι του μόχτου // τσακίζει ο γλάρος το φτερό // κι απαλοσβήνει // της σταρένιας θάλασσας το δάκρυ”.
Επιμένει η ποιήτρια, με πλάγιους ήχους φωτεινής- ποιητικής αναδόμησης, ότι η γειτνίαση του χώρου δεν έχει όρια εδαφικά και ιστορικά, κι όπως η φύση ανθίζει παντού ομοιότροπα και σαν ηλιογέννητη αχτίδα διαπερνά το χρόνο και εξωμοιώνει καταστάσεις και παντρεύει τη διαφορετικότητα, στο αέναο καμίνι του λόγου, της τέχνης και της ιστορίας, έτσι και η Ηλειόπετρα, σαν μακραίωνη μούσα πιστοποιεί την αθανασία του λόγου σ΄ όλη “την απλωσιά της νύχτας ή της μέρας”, όπου “λαμπαδιάζει ο κουρνιαχτός”, η “Αθίγγανη ψυχή” κι ο πονεμένος αμανές της, μ΄αφορμή το ποίημα “Της γύφτισσας” του Ηλείου ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου και πολλών άλλων, που τραγουδοποιούν το βίωμα, την ανάβρα του κορμιού, τη διαβατάρικη ζωή, την “αναγκεμένη” κατάσταση και της βιοπάλης το μόχθο. Η Ηλειόπετρα γεφυρώνει ξανά, ψυχές, χώρους, ποιητές, πλανώδειες πορείες, εποχές, και τρικυμισμένες αλήθειες της ιστορίας.
Δεν θα μπορούσε τ΄ακροτσίνορό της, να μη δει τον μουσικό αντίλαλο στον βάρδο Τάκη Κωνσταντακόπουλο -και σε άλλους- το ξαναβλάστεμα της οργωμένης γης στα νια πρόσωπα της Ηλείας “τ’αερικό μαντήλι” του χρόνου, στις μουσικές περπατησιές των γάμων και των εορτών, στις αλαφροπάτητες γειτονιές που ποτίζουν το δέντρο της μουσικής, από τις σειρήνες των αρχαίων ως τα δημοτικά ακούσματα του ΄21, ως τα προικιά των νεότερων μουσικών και βάρδων. Η εντοπιότητα εδώ πήρε πάλι διαστάσεις ασύνορης αγάπης. Υποδέχεται το παρόν με το πρίσμα της αγίας Οδύνης σελ. 72, “με μια συγκατάβαση στην αποβάθρα της ζωής // … ο αγεωμέτρητος πόνος // είναι μια συρραφή οδύνης” σε ό,τι χάνεται “στο διάσελο με καλπασμό”, είναι ο χρόνος που σπλαχνίζεται την πόρεψή σου, είναι το πατρικό σκίρτημα της σοφίας και της καλοσύνης, που σπονδυλώνει το ποιητικό μετερίζι της ποιήτριας Καλλιόπης Δημητροπούλου, που ριζώνει τα βουρκωμένα λόγια στο απέθαντο σκαλί της Ηλειόπετρας. “Ο Ερημίτης πόνος” γίνεται το σπλάχνο του στίχου, ένας διορατικός μοχλός επαναφοράς στην πραγματικότητα, σύμβολο εσωτερικής ειρήνης, ένα τόλμημα λυρικής εξακτίνωσης, ένα πηγαίο στοιχείο ευρηματικότητας, ένα πρόσθετο αρμάτωμα και αγκυροβόλιο ποιητικής και αισθητικής δεξιοτεχνίας. Ένα προσκύνημα του λόγου στο αείφωτο κάλλος των αρχαίων, ένα στοιχείο ποιητικής πληρότητας και αυτάρκειας.
Η ποιήτρια Καλλιόπη Δημητροπούλου, συντρέχει στην πέτρα της υπομονής, ακροβατώντας μεταξύ ακριβολογίας, πηγαιότητας συναισθήματος, λεκτικής ισορροπίας, εικαστικής αφομοίωσης της ζωής, περιεκτικότητας στίχου και αφτιασίδωτης αγάπης για τη γενέτειρα και πολύ πάθος εξομολόγησης. Η γη της Ηλειόπετρας -είναι βέβαιο- ότι μέστωσε σοβαρά και τελεσίδικα το μεγάλο άλμα της, στο ευρύ πεδίο της αρετής, κι όπως “ο πατέρας είχε ένα σπίτι // μ’ ορειχάλκινο μάνταλο στο στέρνο”, έτσι κι η ποιήτρια εδώ “μπρούτσινη στον πυρετό του θέρους”, στους καλαμιώνες της Ηλειόπετρας, εκεί, στίλβωσε και την ”πέτρα” της ποίησής της.
Φιλτάτη Λίτσα Δημητροπούλου, καλοτάξιδες της Ηλειόπετράς σου, η αγάπη, κι η καλοσύνη σου, η αφοσίωσή σου στο πανανθρώπινο κάλλος της, κι οι στίχοι σου που φωτίζουν τις ψυχές των νεότερων.
Κώστας Καρούσος
Πρόεδρος Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Λογοτέχνης-Εικαστικός.
Πύργος Ηλείας, Πάρκο Ξυστρή, 3&4 Ιουλίου 2021.