Δεν φταίω εγώ που μπλέκω, σας το ορκίζομαι. Το ταξί περίμενε να μας πάει στο σταθμό του τραίνου κι από κει στο αεροπλάνο. Και γω τότε την είδα. Μια τσάντα αγοράς, με χοντρό χαρτί. Στημένη όρθια. Κοίταξα φευγαλέα από πάνω. Υπήρχε ένα περιτύλιγμα που δεν αποκάλυπτε το περιεχόμενο. Πήρα την τσάντα χωρίς να σκεφτώ και έτρεξα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου.
«Τη βρήκα στην έξοδο. Είναι κάποιου πελάτη σας. Υποθέτω πως σύντομα θα την αναζητήσει».
«Δεν μπορούμε να την κρατήσουμε, κύριε. Είναι θέμα ασφάλειας. Εντολή διεύθυνσης».
Το ταξί έξω κορνάριζε και είχα μπλέξει με ένα σύστημα κανονισμών ανόητο κι ανεπρόκοπο. Έπρεπε να φύγω, μα οι κοινωνικές επιταγές μού έλεγαν πως κάτι πρέπει να γίνει με το δέμα. Η βροχή μαινόταν έξω και ο ταξιτζής διεμήνυσε πως σε ένα λεπτό αποχωρεί. Ή θα άφηνα το δέμα κάπου τυχαία ή θα το πέταγα στα σκουπίδια σαν ανύπαρκτο. Μεταξύ των δύο αποφάσισα να το πάρω μαζί μου. Και θάψαχνα μια λύση μετά. Λες και ήταν κάτι απλό. Βρισκόμασταν στο Βέλγιο.
«Δεν μπορεί», μονολογούσα. «Η εποχή μάς λύνει όλα τα πρακτικά προβλήματα. Ζούμε στον πολιτισμό του αποτελέσματος». Οι 2-3 συνταξιδιώτες μου από τη δουλειά, δεν έδωσαν σημασία. Άλλωστε τι σήμαινε ένα ακόμα δέμα στα χέρια κάποιου;
Στο περιτύλιγμα δεν αναφερόταν καμιά φίρμα. Σίγουρα από την αφηρημένη ζωγραφιά να μπορούσε να βγάλει κάποιος άκρη. Και κει έλπιζα. Μα τώρα έμπαινε ενδεχομένως και το πρόβλημα της αλλαγής χώρας. Λαγοκοιμόμουνα πετώντας, φέρνοντας στο μυαλό τις λεπτομέρειες της δουλειάς που μ’ είχε φέρει εδώ. Και κει ανάμεσα στα όνειρα πρόβαλε το μοιραίο δέμα. Που ήταν πάνω από το κεφάλι μου, στα ντουλαπάκια.
Οι αναταράξεις χάλασαν τον ύπνο μου. Μόλις ηρέμησαν σηκώθηκα όρθιος και με μια προσπάθεια διαρκείας έκοψα σιγά σιγά το τύλιγμα, ξετρύπησα να ένα ματάκι για να δω το περιεχόμενο. Κάτι πολύ στιλπνό ένιωθα στα χέρια μου, αλλά στα μάτια μου είχα το εμπόδιο ενός ακόμα επιπέδου δυσκολίας, σαν πίστας playstation. Κάτι σαν σκληρό πλαστικό τύλιγε το προϊόν τελικά. Που το πρώτο του μυστικό ήταν η ικανότητα να με τυραννά. Με ανακούφιση διαπίστωσα πως δεν το μαρκάρισε ο ανιχνευτής ουσιών του αεροδρομίου, σαν κάτι επικίνδυνο. Μόνο που ο υπάλληλος το παρατηρούσε επί ώρα, στρίβοντας το χοντρό κεφάλι του δεξιά αριστερά για να δει πώς στέκεται το παράδοξο αυτό πράγμα κατακόρυφα. “Oh, upside-down”, τον άκουσα να αναφωνεί με ανακούφιση και να πατάει το κουμπάκι της προώθησης του δέματος, για να το παραλάβω.
Και τώρα φτάσαμε. Μας περίμενε η κοπέλα του συνταξιδιώτη μου, του Πέτρου. Ήθελα να φτάσω σπίτι, να σχίσω τις συσκευασίες και επιτέλους να δω το περιεχόμενο του σατανικού δέματος που μου έφερε η περίεργη μοίρα μου.
Γέμισα το σπίτι χαρτιά. Το τελικό περίκλεισμα ήταν όχι μόνο σκληρό πλαστικό, αλλά και αδιαφανές. Πήρα ένα μαχαίρι και άρχισα να το σχίζω με μανία, σαν μαξιλάρι που φύλαγε τις οικονομίες των ανθρώπων στην κρίση. Και ω του θαύματος. Ένα ζευγάρι γυναικεία μποτάκια πρόβαλαν μπροστά μου. Στριφτό γείσο πάνω, απίστευτα ψηλό τακούνι 12ποντο, σουβλερό και μυτερό και το πιο εντυπωσιακό όλων, το χρώμα. Ήταν γυαλιστερό δέρμα, σαν στιλβωμένο γνήσιο τίγρης, σαν κάποιος να το κρυσταλλοποίησε.
«Ποια μπορεί να φοράει τέτοια τακούνια;» σκέφτηκα. Ήταν ακριβά και ασυνήθιστα. Είχαν κάτι το θεατρικό και έδειχναν πανάκριβα, όπως έμαθα αργότερα, από φίλο κατασκευαστή παπουτσιών.
«Μήπως είναι παπούτσια του καμπαρέ;»
«Όχι, του καμπαρέ είναι χαμηλού κόστους, εντυπωσιακά με στρας και δερματάκια, αλλά ψεύτικα σε υλικά. Παπούτσια εντύπωσης. Αναλώσιμα. Όπως και οι ψηλές λουστρίν μπότες του στριπτίζ. Τούτα δω είναι ραμμένα στο χέρι, πανάκριβα και παρ’ όλο το θεοπάλαβο ντιζάιν είναι κάτι έντεχνο. Και πανάκριβο. Σαφώς πρόκειται για παραγγελία».
«Πώς να το πιστέψω, αφού κάποιος τα ξέχασε έτσι απλά στο παρτέρι ενός ξενοδοχείου υπό βροχήν;»
Τα φωτογράφησα και την άλλη μέρα έκανα την πρώτη ανάρτηση στο διαδίκτυο. Κρέμασα τα παπούτσια μου σε επώνυμους ιστότοπους, για εύκολη πρόσβαση από μηχανές αναζήτησης. Μάλιστα έκανα και έρευνα για την επισκεψιμότητα σε θέματα ερωτικού παπουτσιού στο Βέλγιο, μιας και η Ευρώπη εξειδικεύεται στα περίεργα αμφισβητώντας την κλασσική οικογένεια. Ο παγκόσμιος ψηφιακός εγκέφαλος με βοήθησε πολύ. Τα βρήκα όλα, αλλά πρώτο συμπέρασμα πως τίποτα δεν μοιάζει με τα παπούτσια μου. Κι έπειτα πώς ήξερα ότι έχουν σχέση αγοράς με το Βέλγιο; Εδώ όλος ο κόσμος βράζει στο ίδιο μαγγανοπήγαδο. Δεν πήρα τελικά χρήσιμη πληροφορία από το τεράστιο ψηφιακό μυαλό.
Και τώρα; Έβαλα τα παπούτσια σε μια ψηλή ντουλάπα, μες το τελικό διάφανο κάλυμμά τους μόνο και προσπάθησα να τα ξεχάσω. Ωστόσο, μόλις έβρισκαν άδεια τη σκηνή του μυαλού μου, εφορμούσαν.
«Κάνε κάτι. Κάνε κάτι για μας. Ακόμα και τα άψυχα τυραννιούνται αν δεν καταταγούν σε κάποιο ράφι της λογικής. Στοιχειώνουν». Είχα μπλέξει, λοιπόν. Με ένα απροσδιόριστο γρίφο, δυσεπίλυτο ή χειρότερα ανεπίλυτο.
«Ναι, ξέρω. Ξέρω τι πρέπει να σας κάνω. Δεν είστε παρά πράγματα. Θα σας πετάξω κάπου, που δεν έχει γυρισμό και θα ησυχάσω. Αυτή θα είναι μια σωστή κατάταξη λογικής». Και το είπα μεγαλόφωνα.
«Μα με ποιον μιλώ; Με αντικείμενα; Εγώ, σοβαρός άνθρωπος; Ή μήπως δεν είμαι; Κι αν δεν μπορώ να τα ξεχάσω; Κι αν επιστρέφει το άγνωστο κάθε λίγο; Ποιος διάολος ήταν αυτός που τα ξέχασε; Ή μήπως τα παράτησε;»
Όπως κι αν είχε, εκείνος γλίτωσε και εγώ τα χρεώθηκα. Χώρια η επαφή με το ανεξήγητο. Ποιος θα πλήρωνε τόσα για κάτι που ούτε έργο τέχνης είναι, ούτε άμεσα χρηστικό; Δεν είναι μαζικό προϊόν, μήπως είναι συλλεκτικό; Βάσει ποιών ιδιοτήτων; Το ντιζάιν; Τα μόνα δεδομένα μου ήταν η πιθανή βελγική προέλευση, το γεγονός ότι ήταν χειροποίητα, όλα τα υλικά ιδιαίτερα και τελικά πανάκριβα παπούτσια. Και ο αγοραστής τους -ποιας άραγε εθνικότητας;- πολύ απρόσεκτος.
Δεν μίλησα για το ζήτημα στους φίλους μου. Κάτι μούλεγε ότι είναι προσωπική μου υπόθεση. Ατομικός μπελάς που κρυμμένος στη ντουλάπα, θα υπέκυπτε στη δύναμη της καθημερινότητας και της ρουτίνας, που αλώνει πνευματικά όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.
«Αυτό ήταν. Βρήκα μια σχέση μαζί τους. Εγώ κι αυτά, σε ισορροπία», σκεφτόμουν.
Πέρασε λίγος καιρός, ένας δυο μήνες, με το διάολο της περιέργειας κλειδωμένο στο μπουκάλι του, την ντουλάπα των παπουτσιών, εν προκειμένω. Κάποιες φορές ξεχνιόμουν τόσο, που την άνοιγα για κάποιο άλλο σκοπό και τότε τα ξανάβλεπα. Ακολουθούσε διαταραχή της ρουτίνας, σκέψεις επί σκέψεων και επειδή ζω μόνος, εμμονές. Έμπαιναν στον ύπνο μου, ανακατεύονταν με τα άρρητα λόγια μου. Τότε γινόμουνα πιο κοινωνικός για να ξεχνώ κι έτσι άλλαζα σκέψεις. Το να κρατάς και να παλεύεις με ένα μυστικό δεν είναι λίγο. Δοκιμάζει τα όρια του χαρακτήρα σου.
Ένιωθα ευτυχής με την απόλαυση του αστού, που ήμουν επισκέπτης στο κέντρο της Αθήνας, στα φωτισμένα μαγαζιά, τις πελώριες βιτρίνες και τις επιθυμίες. Ακόμα και το πρόβλημα των χρημάτων στην κρίση ξεπερνιόταν, αφού οι πιστωτικές κάρτες των ανθρώπων ανά τρεις, θάφταναν το μισόκιλο. Στο μύθο της πρωτεύουσας είχα ανακατέψει πέρα από επώνυμα μπαράκια, και ειδικές αγορές από μεταχειρισμένα βιβλία, μικροπράγματα σπιτιού, παλιά περίτεχνα μπιμπελό, έως κάποιες προσεγγίσιμες αντίκες. Είχα ανακαλύψει μια μέθοδο από παλιά για να αντέχω τα μυστικά. Έτσι, καυχώμαι πως δεν μου έχει ξεφύγει κανένα. Τα αφηγείσαι σε ανθρώπους άγνωστους, που δεν έχουν καμιά σχέση μαζί σου. Ζυγιάζεις τις αντιδράσεις τους, σου λένε τη γνώμη τους και έτσι σε βοηθούν να τα χειριστείς. Εξιστορώντας, λοιπόν, όλα περί των παπουτσιών σε κάποιο άγνωστο φίλο του μπαρ στην Αθήνα, έδειξε πολύ ενδιαφέρον.
«Έχεις καμιά φωτογραφία;» έκανε.
Έβγαλα από το πορτοφόλι την επίμαχη. Την περιεργάστηκε επίμονα, αν και γω πίστευα πως ήταν υπερβολικός για κάτι άγνωστο.
«Εγώ αυτά τα παπούτσια, κάπου τάχω δει. Και μάλιστα πρόσφατα».
Τι ήταν τώρα αυτό; Φαντασία, υπερβολή, διάθεση συμπάθειας; Μούδωσε περίπου τα στοιχεία, το δρόμο δηλαδή. Τον κέρασα ένα ποτό, ο μπάρμαν μάς κέρασε όλους του πάγκου και έφυγα ευτυχής παίρνοντας το δρόμο πάνω κάτω. Η βραδιά ήταν των παπουτσιών. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα νυκτερινής πορείας και τα εντόπισα. Ο φίλος ήταν εξαιρετικά παρατηρητικός. Ναι, εδώ ήταν… Αλλά…
Πρώτα-πρώτα η βιτρίνα ήταν κακοφωτισμένη και δεύτερον κάποιος δαίμονας της οπτικής είχε βάλει άλλα παπούτσια μπροστά τους, έτσι που φαίνονταν μόνο το μισό τους. Ναι, αλλά σίγουρα ήταν αυτά. Αγόρασα φακό από κάποιο περίπτερο εικοσιτετράωρης βάρδιας, επέστρεψα και τα έφεξα. Ήταν και τα δυο κοντά κοντά. Απόλυτα ίδια με τα δικά μου. Τώρα; Τι νάκανα; Ληστεία; Να περιμένω να ξημερώσει εδώ; Πάνω στην ώρα και ο νόμος.
«Τι ακριβώς κάνετε εδώ, κύριε;» Πετάχτηκα από τη διάσταση της ονειρικής χαύνωσης στην ξερή πραγματικότητα.
«Διαλέγω, κύριε πολισμάνε. Για την κοπέλα μου δώρο».
«Ελπίζω με πληρωμή», έκανε ειρωνικά το όργανο. «Παρακαλώ απομακρυνθείτε τώρα, πριν σας τραβάω στο Τμήμα μου για εξακρίβωση ή μπείτε στον πειρασμό για ληστεία».
«Ε, όχι και ληστεία για παπούτσια», απάντησα φεύγοντας.
Νάτο, λοιπόν, το νεύμα της τύχης. Το μυστήριο πήγαινε στη λύση του. Κοιμήθηκα ανάλαφρος, με αισιόδοξα όνειρα. «Ναι, το πρωί. Το πρωί θα λύνονταν όλα». Δεν ξύπνησα όμως πρωί. Φαίνεται έπεσα σε ευτυχισμένο λήθαργο κι όταν τελικά ξύπνησα ήταν απομεσήμερο και τα μαγαζιά δεν θα ξανάνοιγαν, ως την επομένη.
«Ανάθεμα τα ωράριά τους», έβριζα. Σκέφτηκα τη ληστεία, γελώντας. Μα όσο η ώρα περνούσε, ανακάλυψα πως μου είναι αδύνατον να περιμένω ως την άλλη μέρα, κι έτσι τηλεφώνησα στη Θεσσαλονίκη, στον ξάδελφο Στράτο, που ήταν κάποτε ποινικός. Φτάνοντας στο μαγαζί έκανα μια θλιβερή διαπίστωση. Πάνω στα δικτυωτά στόρια κι απ’ το λουκέτο του καταστήματος, κρεμόταν μια μικρή πινακιδίτσα. Πώς δεν την είδα το περασμένο βράδυ; «ΚΛΕΙΣΤΟΝ, ΛΟΓΩ ΚΡΙΣΗΣ». Νέο αστροπελέκι. Το μαγαζί δεν θα άνοιγε ποτέ πια και γω τα παπούτσια που είχα εντοπίσει με τόσο κόπο θα τα έχανα.
Όταν η κίνηση έκοψε, μετά τις 11 το βράδυ, έβαλα σε ενέργεια το σχέδιό μου. Δοκίμασα πρώτα το συναγερμό, όπως μου υπέδειξε ο Στράτος. Δεν ήταν δυνατόν να δούλευε. Όλο κι όλο δυο τρεις λάμπες οικονομικές έφεγγαν. Να γιατί δεν έβλεπα και το προηγούμενο βράδυ. Πολλά πράγματα πήγαιναν στραβά, ομάδην. Πήρα το μικρό κοπτικό με διαμάντι για τζάμι και χάραξα έναν κύκλο, όσο καθένα παπούτσι. Ύστερα με ένα βεντουζάκι έφερα το τζάμι έξω. Πέρασα ένα μακρύ καλάμι με άγκιστρο από το τζάμι και άρχισα να ψαρεύω τα παπούτσια. Φυσικά και δεν θα τα έκλεβα. Είχα ετοιμάσει εκατόν πενήντα ευρώ σε μασούρι, και τα έριξα στο πάτωμα για πληρωμή, τυλιγμένα σε χαρτάκι με το μαντάτο, «με συγχωρείτε για τη ζημιά, ήθελα τα παπούτσια επειγόντως, λόγω αναχώρησης. 50 ευρώ εσωκλείω για το τζάμι». Έκανα περίπου το χρέος μου, λοιπόν, για να έχω ήσυχη συνείδηση. Το παπούτσι αγκιστρωμένο ερχόταν τώρα αργά, αργά προς το μέρος μου. Αλλά… «Μπα; Λες να μην ήταν αυτό εδώ, χθες; Ή τα είχα πιει, για τα καλά;» Το κεπέγκι. Το άτιμο το κεπέγκι. Ναι, χθες δεν ήταν. Αφού εγώ θυμόμουνα μόνο τζάμια. Τώρα τι γίνεται; Χρειαζόμουν τροχό, ρεύμα, θόρυβο.
Στο πρώτο περίπτερο μου είπαν πως τέτοια ώρα διαθέτουν μόνο λίμα νυχιών, για μεγαλύτερες μόνο στις φυλακές. Βρήκα μια σιδερένια σκύλα και επέστρεψα με μανία στο μαγαζί. Προσπάθησα να στρίψω τα σίδερα και να σπάσω τις συνδέσεις. Άδικος κόπος. Και επιζήμιος μιας και κατάληξα με χειροπέδες σε περιπολικό του χθεσινού αστυνομικού.
«Και τόλεγα εγώ πως θα ξανάρθεις», μου σφύριξε με κακία. Εξιστόρησα τα πάθη μου, απόδειξα ότι έριξα χρήματα στο μαγαζί αφού πήγαν και τα …ψάρεψαν. Ύστερα ξύπνησε τον ιδιοκτήτη και ήρθε στο τμήμα. Ο άνθρωπος συγκινήθηκε.
«Έχω λίγες μέρες που τόκλεισα. Δεν πήγαινε άλλο. Κρίση. Τα παπούτσια σάς τα χαρίζω, ευτυχώς η ζημιά στο τζάμι δεν είναι μεγάλη, κλείνει. Θα σας επιστρέψω τα λεφτά σας». Ύστερα παρακάλεσε τους αστυνομικούς και με άφησαν ελεύθερο. Γίναμε φίλοι. Ταλαιπωρημένος. Τα παπούτσια ήταν ίδια με τα δικά μου μόνο κατά το μισό. Στο ότι έβλεπα δηλαδή. Ήταν ελαφράς κατασκευής, για νεαρές κοπέλες. Καμιά σχέση με τα επίμαχα.
Γυρνώντας Θεσσαλονίκη βρήκα απανωτές κλήσεις από το ξενοδοχείο του Βελγίου. Είχα αφήσει το νούμερο σε μια καμαριέρα, τελευταία κίνηση πριν φύγω, με ένα μικρό φιλοδώρημα. Κάποιος τηλεφώνησε και ζήτησε τα παπούτσια. Δεν τον διαφώτισαν. Η κυρία όμως έμαθε τα στοιχεία που άφησε. Ήταν ο προϊστάμενός μου. Αφηρημένος από κούνιας, σατραπικός και άδικος. Απόμακρος και εριστικός. Ανεξήγητος. Με τις γυναίκες ακόμα πιο εχθρικός. Πρόβλημα της ζωής μας. Η καμαριέρα έψαξε και ανακάλυψε ότι η κατασκευή των παπουτσιών είχε δοθεί παραγγελία σε κρυφό οίκο των Βρυξελλών, που ειδικευόταν σε ερωτικές ιδιαιτερότητες, στην περίπτωση φετιχιστές, λάτρεις του δέρματος. Ώστε έτσι, ε;
Νίκος Τακόλας
Έξυπνο και πρωτότυπο. Το απόλαυσα!
Με κράτησε ως το τέλος σε αγωνία για την εξέλιξη. Πολύ δυνατό!
Ενδιαφέρουσα ιδέα και πλοκή!