Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του στη θάλασσα. Αυτή διέγραψε καμπυλωτά την άδοξη πορεία της, πριν συναντήσει το βαθύ νερό. Εκείνος, ακουμπισμένος στην κουπαστή, ατένιζε τον τεράστιο όγκο του βουνού μπροστά του και αγνόησε το επικριτικό βλέμμα της. Εκείνη ήταν που διέθετε την οικολογική συνείδηση. Εκείνη ήταν που επέμενε και για το ξερονήσι. Συμμάζευε τις τσάντες και τα τσαντούδια της ήρεμη, λες και δεν είχαν κάνει μόλις τούμπα τη ζωή τους. Η σερβάντα της γιαγιάς της, δεμένη στο ανοιχτό πορτμπαγκάζ, μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, ταξίδεψε οχτακόσια χιλιόμετρα δρόμο, μπήκε στο πλοίο της γραμμής και τώρα πήγαινε για αποβίβαση στην Καμαριώτισσα.
Οκτώβρης μήνας, ψυχή στο λιμάνι. Τρεις νταλίκες και πέντε αυτοκίνητα. Κανείς δεν τους περίμενε. Άνθρωπο δεν ήξεραν στο νησί. Κάτι καλοκαίρια πριν, είχαν έρθει τυχαία για λίγες μέρες και Εκείνη ενθουσιάστηκε. Δεν χόρταινε τα βαθιά νερά, την απανταχού σκιά του Σάους, το βούρλισμα στο μάτι των ντόπιων. «Εδώ πρέπει να έρθουμε να ζήσουμε», είπε στο τέλος. Εκείνος, ερωτευμένος με τα μπούνια τότε, της το υποσχέθηκε στα πολύ σοβαρά. Και ήταν άνθρωπος που κράταγε τις υποσχέσεις του.
Πήραν τον παραλιακό δρόμο και σε ένα τέταρτο είχαν φτάσει. Η πλατεία που κάθε βράδυ γλεντούσαν με τη «χαμουτζίδικη» παρέα τους, στεκόταν τώρα σιωπηλή και μόνο κάνα δυο τραπεζάκια ήταν στρωμένα κάτω από τα πλατάνια. Στρίψανε για τις Βάθρες, περάσανε από το γνωστό γεφυράκι και στο τέλος του δρόμου διέκριναν το σπίτι. Η ιδιοκτήτρια, μια τύπισσα που έβγαζε τους χειμώνες της στου Γκύζη, τους το νοίκιασε για ψίχουλα. «Εντάξει, ξέρω, δεν έχει καλή θέρμανση, αλλά η αυλή θα σας αποζημιώσει την άνοιξη. Δυο βήματα από το ποταμάκι…» είπε κοιτώντας περισσότερο την κοπέλα. Εκείνος τράβηξε το χειρόφρενο. Η χαρά που είδε στα μάτια της δεν του επέτρεψε να κάνει την ερώτηση που ώρες τώρα τον βασάνιζε. Μήπως κάναμε μαλακία;
Χάιδεψε με το χέρι της τη ζεστή άμμο. Ένα χαμόγελο είχε κολλήσει στα χείλη της. Παρά το προχωρημένο του Οκτώβρη, οι λιακάδες καλά κρατούσαν και Εκείνη επέμενε να προλάβουν μια τελευταία βουτιά στα «κρύσταλλα της Σαμοθράκης». Εκείνος ακολούθησε. Δεν είχε καμία όρεξη για θάλασσα. Είχε να οργανώσει τις επόμενες μέρες. Να στήσει τη δουλειά. Δεν έβγαλε καν τα ρούχα του. Εκείνη τα είχε πετάξει με το που έφτασαν. Εν μέσω τσιρίδων, μπήκε και βγήκε από το παγωμένο νερό και, τώρα, εντελώς γυμνή απολάμβανε το χάδι του ήλιου.
«Γιατί σκάλωσες, ρε μωρό; Κοίτα που είμαστε, κοίταααα!» και με την κίνηση που έκανε, τα ράστα της τον πιτσίλισαν κατάμουτρα. «Να ρε συ…ξέρεις…σκέφτομαι μήπως…κι αν δεν μας κάτσει η φάση;» είπε γεμίζοντας και αδειάζοντας μηχανικά τη χούφτα του με άμμο. «Ήδη μου λείπει το Κουκάκι…» Ήξερε ότι ακουγόταν σαν μικρό παιδί, αλλά μαζί της δεν μπορούσε αλλιώς. Από τότε που τον έβγαλε από εκείνη τη σκατοκατάσταση με το αλκοόλ, απέκτησε άλλες διαστάσεις μέσα του. «Κι αν δεν μας κάτσει, δεν μας έκατσε! Κλάιν. Θα γυρίσουμε στο Κουκάκι σου. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι τώρα. Λίμαξα».
«Καλώς τα ομορφόπαιδα!» τους υποδέχτηκε παλιακά ο νεαρός, που φαινόταν να μην έχει δει πελάτη μέρες τώρα. «Καλά μυρίζομαι Αθήνα;» ρώτησε με ένα στραβό γελάκι. «Αχ, ναι! Από πού το κατάλαβες;» ενθουσιάστηκε Εκείνη, κυρίως με το γεγονός ότι ο ανοιχτομάτης νέος ήταν και κούκλος. «Ε, δεν ήθελε και πολύ. Οι ντόπιοι βουτάνε εδώ μόνο τον Ιούνιο. Έχω κάνει και κάτι χρονάκια στην πρωτεύουσα», συμπλήρωσε στρώνοντας το μαλλί. «Τέλεια! Θα μας τα πεις όλα! Είμαστε καινούριοι εδώ. Πριν τρεις μέρες φτάσαμε. Ήρθαμε για να μείνουμε» και ξεκίνησε να μαζεύει τα ράστα της σε μια ατημέλητη κοτσίδα. «Να μείνετε εδώ; Πλάκα μου κάνετε!» και ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του πέρα μακριά στη θάλασσα.
Κόντευε τώρα Δεκέμβρης και το κρύο ήταν τσουχτερό. Εκείνος, εδώ και μέρες, διεκπεραίωνε διάφορες προετοιμασίες για τον χειμώνα. Έκοβε και αποθήκευε ξύλα για τις δύο σόμπες της μονοκατοικίας, περνούσε με μονωτικές ταινίες τις πόρτες και τα παράθυρα, σκέπαζε με πλαστικά τα λουλούδια της αυλής. Όταν πρωτόφτασαν, είχε βρει τις ορτανσίες ξανθισμένες και ήταν περίεργος να δει τα χρώματά τους την άνοιξη. Ορτανσίες είχε και η μάνα του στην Καλλιθέα.
Εκείνη είχε διαμορφώσει το πίσω δωμάτιο σε ατελιέ και σπάνια έβγαινε πλέον από εκεί. Είχε περάσει με βερνίκι τη σερβάντα – αυτή ήταν και η μοναδική συμβολή της στο νοικοκύρεμα του σπιτιού – την είχε τοποθετήσει κάτω από το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή και έβαλε τακτικά επάνω όλες τις θαλασσινές ακουαρέλες της.
Δέκα χρόνια είχαν περάσει απ’ όταν τελείωσε την Καλών Τεχνών, αλλά κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για τα έργα της. Θα μπορούσε βέβαια να σπρώξει λίγο το ενδιαφέρον με ένα μέρος από τα επιδόματα των γονιών της, αλλά δεν είχε απελπιστεί ακόμη τόσο. Σε Εκείνον άρεσαν οι ζωγραφιές της. Παντού μπλε. Δεν καταλάβαινε από τέχνη, ο ιδιαίτερος όμως τρόπος που αυτή αναπαριστούσε τα κύματα, συναντούσε κάτι μέσα του. Είχαν γνωριστεί όταν Εκείνη ήταν τελειόφοιτη και, μια κρύα απριλιάτικη μέρα, αντί για τη σχολή της, κατέληξε στο ποδηλατάδικο του πατέρα του, με γρατσουνιές σε όλη τη δεξιά της πλευρά. Το μαγαζί ήταν επί της Δαβάκη και εκεί, επί χρόνια, Εκείνος γινόταν εξπέρ σε μια τέχνη που τελικά θα ασκούσε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Είχε ήδη βρει το κατάλληλο μαγαζί στη Χώρα.
Εκείνο το πρωί, παραδόξως, είχε σηκωθεί πρώτη και είχε φτιάξει τον καφέ. Ο καιρός έξω από το παράθυρο ήταν μαλακός. Κάτι σύννεφα στο βάθος μόνο. Είχε αποφασίσει να πάρει το αυτοκίνητο για να πάει στους Κήπους και να δουλέψει με τα μαύρα λιθάρια. «Δεν θα έχει ψυχή εκεί, ξέρεις» της είπε φυσώντας στην κούπα του. «Εγώ θα πεταχτώ με τον Σωτήρη στη Χώρα. Nα δω πώς πάει το βάψιμο στο μαγαζί, ναι;». Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους, απαντώντας έτσι και στα δύο, ήδη χαμένη στις σκέψεις της για τα εργαλεία που θα έπαιρνε μαζί.
Δύο ώρες αργότερα, βρισκόταν καθισμένη οκλαδόν, δίπλα στο νερό, επάνω σε κάτι κουρελούδες που είχε ξετρυπώσει στο πατάρι του σπιτιού. Είχε στερεώσει αυτοσχέδια το τελάρο της και σχεδίαζε κάτι απροσδιόριστο σε σκούρες αποχρώσεις. Ο ουρανός κρεμόταν μολυβένιος από πάνω της. Λίγα μέτρα παραπέρα, ένας ντόπιος μαστόρευε τη βάρκα του. Δεν της άρεσε αυτό που ζωγράφιζε, αλλά συνέχιζε για να δει πού θα την έβγαζε. Ποτέ δεν της άρεσε κάτι απόλυτα. Όλο κάτι έβρισκε να την «χαλάσει». Αφορμή για να φύγει, να εγκαταλείψει, όπως εγκαταλείφθηκε. Σε νταντάδες, θείες, φίλους. Κρίμα που τον κουβάλησε κι Εκείνον ως εδώ. Πράγματι είχαν κάνει μαλακία. Θα δούλευε στα τοπία που ήθελε και μετά θα σκαρφιζόταν καμιά μικρή τραγωδία προκειμένου να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Δεν είδε τα κατάμαυρα σύννεφα που κάλπαζαν σαν άλογα από τη θάλασσα προς την ακτή. Την είχαν συνεπάρει τα καινούρια χρώματα. «Ει, κοπιλιά!» της φώναξε ο ψαράς «μάζεφτα και πάενε, έρχιτ’ κατιγίδα!» Του κούνησε το χέρι χωρίς να σηκώσει κεφάλι και συνέχισε. Η βροχή έπιασε απότομα και με δύναμη. Τότε μόνο άρχισε να μαζεύει άρον άρον τα πράγματά της. Όταν έφτασε στο αυτοκίνητο, άστραφτε πια πάνω από το κεφάλι της. Μπήκε μέσα, έβαλε μπρος, αλλά, το Φϊατάκι νεκρό. Ξανά και ξανά. Τίποτα. Το νερό έπεφτε με τρομερή δύναμη και γύρω είχαν σχηματιστεί μικρές λίμνες. Άνοιξε μηχανικά το κινητό, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη ήξερε. Στους Κήπους δεν είχε σήμα.
«Πορτοκαλί για ποδηλατάδικο;» αναρωτήθηκε Εκείνος ξύνοντας το ολοκαίνουριο σοφιστικέ μουσάκι του. Χρόνια στη νύχτα, δεν είχε ιδέα από μαγαζιά που έβλεπαν το φως του ήλιου. Μακάρι να ήταν Εκείνη εδώ, θα ήξερε σίγουρα. «Καλά… άσε να το δούμε και…» πρόσθεσε, χωρίς να μπορεί να κρύψει ότι δεν ήταν καλός στις διαπραγματεύσεις. Βγήκε έξω να ανάψει τσιγάρο και τότε κατάλαβε τι ήταν αυτή η βουή που άκουγε τόση ώρα. Έριχνε καρέκλες. Κοίταξε το κινητό, μήπως βρει καμιά αναπάντητη, αλλά δεν. Σίγουρα Εκείνη θα είχε επιστρέψει με τέτοιον καιρό. «Ρε Σώτο, να δανειστώ λίγο τη σακαράκα σου να πεταχτώ λίγο σπίτι;» ρώτησε καθώς έσβηνε τη γόπα του σ’ ένα αυτοσχέδιο τασάκι.
Το νερό ήταν πλέον παντού. Έπεφτε ακόμη και από τα ψηλά βράχια κατευθείαν επάνω στο αυτοκίνητο, κάνοντας έναν απόκοσμο θόρυβο. Είχε αρχίσει να νιώθει εγκλωβισμένη εκεί μέσα. Να βγει όμως, να πάει πού; Κι αν αρχίσει καμιά κατολίσθηση; Αυτή η σκέψη ήταν που την οδήγησε στην κρίση. Ο αέρας λιγόστεψε και την έλουσε κρύος ιδρώτας. Όταν ο παλμός της καρδιάς της έφτασε να είναι το μόνο που μπορούσε να ακούσει, ακούμπησε το κεφάλι της στο τιμόνι και άρχισε να παίρνει μικρές, κοφτές ανάσες, όπως της είχε υποδείξει κάποτε ο γιατρός της.
Έμεινε για ώρα σκυμμένη εκεί, δεν ήξερε πόση. Δεν είδε το αυτοκίνητο να πλησιάζει. Μόνο όταν άκουσε παρατεταμένη κόρνα, συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει βοήθεια. Άρπαξε κινητό και κλειδιά και πετάχτηκε από το αυτοκίνητο. Χωρίς καμία κάλυψη άρχισε να τρέχει μέσα στον ορυμαγδό, προς τη μεριά του ανθρώπου με το σκούρο αδιάβροχο, που έτρεχε και αυτός προς τη μεριά της.
Στεγνή και ζεστή τώρα, χουχούλιαζε τυλιγμένη σε μια κουβέρτα μπροστά στο κατακαπνισμένο τζάκι του σωτήρα της. Ο παλιακός σερβιτόρος της Παχιάς Άμμου, αυτός με τα χρονάκια στην πρωτεύουσα, ήταν που την εντόπισε και την μάζεψε σπίτι του. Γυρίζοντας από την ταβέρνα, κορνάρισε στον κυρ Ηλία που ερχόταν από απέναντι, για να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα. Αυτός αμέσως του είπε για την παλαβή στους Κήπους. Πλησιάζοντας σπίτι του, είδε τον επικείμενο χαλασμό και πήγε να τσεκάρει. Τώρα, της σέρβιρε ζεστό τσάι και πήγε να καθίσει κοντά της. «Ήταν μεγάλη αποκοτιά από μέρους σου. Εδώ ο καιρός δεν είναι παίξε-γέλασε». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της σε μια ένθερμη κατάφαση, καθώς ρουφούσε λαίμαργα το μυρωδάτο ρόφημα. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της για να απολαύσει τη θαλπωρή. Θυμήθηκε τη μάνα της, τις σπάνιες φορές που την κανάκευε σε κάνα αστείο κρυολόγημα, που Εκείνη είχε την εξυπνάδα να παρατραβά προκειμένου να κερδίσει κάνα χάδι. Όταν τα άνοιξε πάλι, τον κοίταξε πλάγια και είπε «Ναι, αλλά έτσι σε συνάντησα ξανά». Γνώριζε φυσικά ότι αυτός ήταν ένας δρόμος χωρίς γυρισμό.
Επέστρεψε σπίτι και η αγωνία του θέριεψε μόλις βρήκε το δωμάτιο της σερβάντας συγυρισμένο, άθικτο. Δοκίμασε να την καλέσει άλλη μία φορά. Η κλήση σας προωθείται. Αφού γυρόφερε λίγο, άρπαξε το κινητό να καλέσει την αστυνομία. Πριν καν απαντήσει κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής, άγνωστο πώς, ένιωσε ότι ήταν ήδη πολύ αργά.
Η χημεία μεταξύ τους ήταν αδιαμφισβήτητη, από το πρώτο άγγιγμα. Το κάπως παράταιρο ζευγάρι έκανε έρωτα ακούραστα, ξανά και ξανά. Είχαν βρει αυτό που έψαχναν. Έξοδο. Ο νεαρός είχε βαρεθεί το σερβιτοριλίκι και «η φραγκάτη γκόμενα, από την πρώτη κιόλα φορά, έμοιαζε να χρειάζεται το φρεσκαρισματάκι της». Εκείνη, είχε βαρεθεί να σώζει. Θα αφηνόταν μια φορά να σωθεί. Τα ξημερώματα, ανάμεσα σε ξέχειλα τασάκια, χάδια και κάτι λίγα λόγια, είχαν πάρει την απόφαση.
Εκείνος γύρισε κατάκοπος από την πρωινή αναζήτηση. Η καρδιά του χοροπήδησε μόλις το κλειδί δεν βρήκε αντίσταση. Έτρεξε στην κουζίνα. Τίποτα. Μέχρι το ατελιέ. Ψυχή. Η εικόνα που έμελλε να μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό του, ξεθόλωσε σιγά σιγά μπροστά του. Όλα τα συρτάρια ανοιχτά και πράγματα πεταμένα παντού. Έλειπαν και οι ακουαρέλες. Στιγμή δεν σκέφτηκε τη διάρρηξη. Είχε καταλάβει ήδη από το προηγούμενο βράδυ. Αλλά και πάλι. Κάθισε με αργές κινήσεις στο πάτωμα για να μη δει τον εαυτό του να καταρρέει.
Εκείνη δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μία φορά πίσω καθώς το πλοίο ξεμάκραινε. Δεν θα το ρίσκαρε. Είχε κάνει τόσο δρόμο.
Εκείνος γύρισε από την αυλή κρατώντας το μικρό τσεκούρι που λυσσαλέα είχε ψάξει στην αποθήκη. Το πρώτο χτύπημα ήταν αβέβαιο. Το δεύτερο πιο δυνατό, με θυμό. Μέσα σε λίγα λεπτά η σερβάντα είχε γίνει χίλια κομμάτια. Κουβάλησε μέχρι και το τελευταίο ροκανίδι της στο κέντρο της αυλής και άναψε φωτιά. Κάθισε επάνω στη σπασμένη τσιμεντογωνία και δεν σηκώθηκε μέχρι που το πολυκαιρισμένο έπιπλο έγινε αποκαΐδια. Μια σκέψη έμεινε να παλινδρομεί μέσα του. Τι μήνα ανθίζουν οι ορτανσίες;
ΓΑΛΗΝΗ ΕΦΡΑΙΜΙΔΟΥ
Τι μήνα ανθίζουν οι ορτανσιες; υπέροχο
Κάθε φορά που το διαβάζω, κάνω εικόνες με άλλα χρώματα. Υπέροχο!
Πολύ ωραία ιστορία! Και δυνατές περιγραφές!
Έλενα Παπαδάκη
Όμορφη ιστορία.
Υπέροχο! Τρομερές εικόνες και περιγραφές!
Πολύ ωραία ιστορία, μπραβο!
Πολύ καλό. Ενδιαφέρουσα πλοκή, σωστή δομή και δυνατές εικόνες!
Μπράβο!!!! Ομορφη ιστορία με δυνατές εικόνες
Πολύ καλό. Ομορφα ζωγραφισμένες εικόνες. Εκείνη όμως …
Μπράβο!!!!! Ομορφη ιστορία!!!
Πολύ καλό. Με άψογες περιγραφές.
Δυνατά συναισθήματα.
Σε συνεπαίρνει μέχρι το τέλος .
Μια ιστορία που ρέει ευχάριστα και αποτυπώνει τους σύγχρονους ανθρώπους και τις σχέσεις τους.
Εύγε!
Αχ, αυτή η σερβαντα!
Ωραίο!