«Και πώς θα περιέγραφες αυτόν τον τόπο;»
Η ερώτηση έφυγε ελαφριά σαν πούπουλο, την ένιωσα γλυκιά στα χείλη μου. Αυτός κοιτούσε προς τον ορίζοντα, εκεί οπού ο ήλιος έπαιζε σαν μικρό παιδάκι και προσπαθούσε να κρυφτεί παιχνιδιάρικα, μέχρι να έρθει η αδελφή του η νύχτα με το φεγγάρι της, για να φωτίσει τα απολύτως απαραίτητα αυτού του τόπου.
Στηριζόμενος στα κάγκελα της προκυμαίας, έμεινε να παρατηρεί τον χώρο γύρω του: τον κόσμο που περπατούσε στα δρομάκια, τις φωνές που έπεφταν από παντού πάνω στα αυτιά μας, τα φώτα της παραλιακής που τώρα άρχισαν να ανάβουν για να υποδεχτούν τον ερχομό της νύχτας. Εισέπνεε βαθειά. Θαρρείς πως ήθελε να ρουφήξει όλη την ουσία της θάλασσας, που είχε ποτίσει τον αέρα με την αλμύρα της, και να γεμίσει τα πνευμόνια του με αυτή.
«Γραφικό», απάντησε ύστερα από λίγη ώρα, και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
Γραφικό. Η λέξη αντηχούσε μέσα μου, δυνατή και ηλεκτρίζουσα. Ένιωθα τον αντίκτυπό της στα σωθικά μου που είχαν καταληφθεί από ένα ζεστό συναίσθημα. Μια λέξη δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει ικανοποιητικά το θέαμα που βιώναμε, και όμως, αυτή η λέξη έλεγε τόσα πολλά.
Το ελληνικό στοιχείο ήταν διάσπαρτο σε κάθε πτυχή αυτού του τόπου. Επιφανειακά, το μέρος έμοιαζε με κάθε άλλο ελληνικό παραθαλάσσιο χωριό. Ο καύσωνας του μεσημεριού έφευγε, για να δώσει θέση στον γλυκό απογευματινό καιρό. Το χωριό ζωντάνευε. Η πανέμορφη ακτογραμμή με τα καταγάλανα νερά έσφυζε από λουόμενους. Στο πλάι, τσιπουράδικα σέρβιραν φρεσκοψημένα ψάρια και γέμιζαν με πλούσια αρώματα τους δρόμους, με τον γλυκάνισο και τις κουτσομούρες να μας σπάνε τις μύτες.
Όμως, δεν ήταν αυτές οι εικόνες που έδιναν στον τόπο την γραφικότητά του, αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ. Σε αυτόν τον τόπο, ο χρόνος κυλά αργά, σαν παχύρρευστη μελάσσα. Για τους ανθρώπους της, όλα κυλάνε διαφορετικά. Μπορούσες να το δεις στον τρόπο με τον οποίο καθόντουσαν στον παραδοσιακό καφενέ του χωριού, στα μικρά μεταλλικά τραπεζάκια βαμμένα ανοιχτό γαλάζιο και τις ψάθινες καρέκλες τους, πίνοντας τον απογευματινό τους καφέ, απολαμβάνοντας κάθε γουλιά. Στις κουβέντες τους, που ήταν αργά αρθρωμένες και λακωνικές, μα και κάθε φράση θύμιζε έργο τέχνης, απλή, μα και γεμάτη ουσία και βάθος. Στον τρόπο που κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, με αγάπη και εγκαρδιότητα, με κάθε χειρονομία να καταδεικνύει την γνησιότητα της φιλίας τους.
Τι είναι τελικά αυτός ο τόπος, έμεινα να αναρωτούμαι. Θα ’λεγα πως είναι γραφικός. Αλλά δεν είναι μονάχα γραφικός, αλλά και ευλογημένος. Ευλογημένος από τους ανθρώπους που ζουν εδώ και έχουν κατασκευάσει τα δικά τους ρολόγια, αλλιώτικα από αυτά της πόλης. Εδώ πέρα, το καλοκαίρι πάντα κρατάει λίγο περισσότερο.
Η μαγεία με είχε συνεπάρει. Τώρα το φεγγάρι φώτιζε το πρόσωπο μου, και εγώ ονειροπολούσα, ονειρευόμουν ωροδείκτες που γύριζαν πίσω τον χρόνο και με οδηγούσαν σε χρόνια γλυκά, μέχρι που κάποια στιγμή ξανάρχισαν την συνηθισμένη τους περιστροφή, αλλά αυτήν την φορά κινούσαν αργά και νωχελικά, ίσως επειδή είχαν πλημμυριστεί από νοσταλγία.
Κατάφερα να αρθρώσω μια τελευταία φράση, πριν χαθώ τελείως.
«Ο τόπος αυτός είναι ανθρώπινος», είπα. Με κοίταξε, εμφανώς ονειροπαρμένος, και συγκανάτευσε σιωπηλά με ένα νεύμα επιδοκιμασίας. Αρχίσαμε να περπατάμε, μακριά από την ζωή του κέντρου του χωριού, κατευθυνόμενοι προς τα σκοτάδια.
Και έτσι, χαθήκαμε στα βάθη της νύχτας, αναζητώντας κι άλλους ανθρώπινους τόπους, με οδηγό ξέφρενα ρολόγια που μας ταξίδευαν στο παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, για να ζήσουμε κάθε στιγμή ετούτου του εφήμερου βίου, σαν να ’ναι η ζωή καφές, και εμείς να απολαμβάνουμε κάθε γουλιά.
Αλέξανδρος Αγραφιώτης
Όμορφο γράψιμο!
Καταπληκτικό!
Πανέμορφο
αξιόλογη προσπάθεια, με ωραίες εικόνες