Τα παιδικά της καλοκαίρια είχαν μια έντονη μυρωδιά καπνού ποτισμένα από τις αναμνήσεις στα χωριά γύρω από τη μικρή πόλη που μεγάλωνε. Από μωρό παιδί, την έσερνε η γιαγιά, κρεμασμένη σχεδόν πίσω από τα φουστάνια της από χωριό σε χωριό για να δει τους συγγενείς της και να βοηθήσει κι αυτή στο μάζεμα και κυρίως στο «ράψιμο» του καπνού… Ήταν μια τελετουργία ΄κείνες οι ώρες όπου μαζεμένες όλες οι γυναίκες της οικογένειας, αλλά και καμιά γειτόνισσα καμιά φορά, στοίβαζαν σωρούς από φύλλα καπνού στη μέση της χωριάτικης αυλής κι ύστερα με κάτι τεράστιες μαύρες βελόνες, άρχιζαν όλες μαζί, γελώντας, τραγουδώντας και κουτσομπολεύοντας να «αρμαθιάζουν», όπως συνήθιζαν να λένε τη διαδικασία αυτή, ένα ένα τα μεγάλα καπνόφυλλα. Άλλα καταπράσινα κι άλλα λίγο πιο καφετιά, τα φύλλα του καπνού πέρναγαν ένα ένα μέσα από τις βελόνες και σιγά σιγά σπρώχνονταν πίσω, σε κάτι καφέ τριχιές που ήταν περασμένες στην άκρη της βελόνας και γίνονταν μεγάλες αρμάθες, για να κρεμαστούν ξανά στο χωράφι και να ξεραθούν σταδιακά κι ύστερα να πωληθούν στα γύρω μεγάλα εργοστάσια της περιοχής και να γίνουν χιλιάδες πακέτα τσιγάρα. Ένας μικρός κρίκος ήταν, όλη αυτή η τελετουργία στην οικονομία της περιοχής, που ζούσε τότε σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή του καπνού…
Όλη η διαδικασία του φυτέματος, της ωρίμανσης, της συλλογής και του αρμαθιάσματος αλλά και της αποξήρανσης του καπνού, γινόταν με φυσικά μέσα και με χειρωνακτικές διαδικασίες, τα πρώτα εκείνα χρόνια που όλη σχεδόν η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, ζούσε από τα καπνά. Πικρή και δύσκολη ήταν η επιβίωση των ανθρώπων αυτών, που στα χωράφια τους φύτρωνε ο καπνός, γι΄ αυτό και η γεύση του ψωμιού που τρώγανε τα μεσημέρια οι γυναίκες του χωριού, έπαιρνε μια ελαφρά πικρίλα, καθώς συχνά το άφηναν πάνω σε μεγάλα φύλλα καπνού, μέχρι να ΄ρθει η ώρα της μεσημεριανής σχόλης κι εκεί πάνω το σερβίριζαν ύστερα…
Φτωχοί άνθρωποι, ήταν όλοι τούτοι εδώ οι συγγενείς τους, μα φιλόξενοι και χαμογελαστοί, και πόσο πλούσια ήταν πάντα τα μεσημεριάτικα εκείνα γεύματά τους. Τυριά που έπλεαν μέσα στην άλμη τους, ντομάτες που η γεύση τους έμοιαζε με κρέας, έτσι κατακόκκινες και ζουμερές καθώς ωρίμαζαν, κάτω από τον καυτό καμπίσιο ήλιο, του ελληνικού καλοκαιριού, μοσχομύριστα τεράστια ζυμωτά ψωμιά που δε μούχλιαζαν, ακόμα και μέρες μετά, σαν τα έπαιρνες στο σπίτι, μελάτα όλο γλύκα αυγά, ελιές, κατακόκκινα γλυκά καρπούζια, που και που κάνας άτυχος χωριάτικος κόκκορας, όλο λίπος απ’ τα αθώα σπόρια και καλαμπόκια που ταΐζονταν τότε τα πουλερικά, ή και κομμάτια λαχταριστό ψητό αρνί, του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά, γέμιζαν τότε απλόχερα τα μεγάλα κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα που απλώνονταν κάτω από τα δέντρα των σπιτιών μέσα στο λιοπύρι της Ελληνικής επαρχίας.
Κανένας δεν ήταν παρείσακτος σε τούτα εδώ τα φιλόξενα τραπέζια… τα φτωχικά αγαθά, μοιράζονταν απλόχερα σε όλους τους παριστάμενους συνδαιτυμόνες, αρκεί να είχαν δώσει έστω ένα μικρό χεράκι βοήθειας στις πρότερες ομαδικές αγροτικές δουλειές… που σκληρές και δύσκολες έτσι καθώς ήταν, απαιτούσαν τη συμβολή πολλών ανθρώπων, που έπρεπε για να τα βγάλουν πέρα στις δύσκολες αυτές συνθήκες διαβίωσης, να μάθουν να λειτουργούν σε συλλογικότητες… σε πλήρη αντιπαράθεση με τον ατομικισμό που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα στην εποχή μας.
Όπως και να ΄χει, σαν τέλειωνε τούτο το πλουσιοπάροχο μεσημεριανό τραπέζι, οι χωριάτες αποκαμωμένοι, καθώς οι περισσότεροι ήταν ξύπνιοι από τα χαράματα, κοντά στις πέντε το πρωί, για να προλάβουν να μαζέψουν τα καπνά πριν ανέβει ο τιμωρός ήλιος ψηλά και κάνει τούτη τη χειρωνακτική εργασία, ακόμα πιο δύσκολη, άπλωναν κουρελούδες από ΄δω κι από ΄κει στις γωνιές της αυλής κι έπαιρναν τον μεσημεριανό τους υπνάκο… Τούτη εδώ η στιγμή ήταν ιερή… κανένας δεν χαλούσε τη μεσημεριανή αυτή σιέστα, παρά για πολύ σοβαρό λόγο… κι έτσι μια απόλυτη ησυχία απλωνόταν ‘κείνη την Άγια ώρα σχεδόν σ’ όλο το χωριό, που την έσπαγε μονάχα που και που το τιτίβισμα κανενός πουλιού ή το τερέτισμα κανενός αλήτικου τζιτζικιού πάνω στα δέντρα της αυλής.
Τότε έρχονταν η δική της ώρα… μόλις ένιωθε πως όλοι οι μεγάλοι είχαν αποκοιμηθεί, σηκωνόταν από την κουρελού που την έβαζε με το ζόρι η γιαγιά να ξαπλώσει κι αυτή να ξεκουραστεί μια στάλα και στα νύχια των ποδιών για να μην ξυπνήσει κανείς και την πάρουν είδηση, άρχιζε τις περιπλανήσεις της… τι βόλτες και τι θαύματα ανοίγονταν τότε μπροστά στα εκστασιασμένα παιδικά της μάτια, που έβρισκαν χίλια ερεθίσματα καθώς προχωρούσαν άφοβα, γιατί τότε η εγκληματικότητα ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη για τους ήσυχους ευλογημένους με τον δικό τους, λίγο πρωτόγονο τρόπο, αυτούς τόπους, ανάμεσα στα λουλουδιασμένα μονοπάτια του χωριού… νερά, πηγές, πουλιά και λουλούδια όλων των ειδών, όλα τα μυστήρια της φύσης, έφτιαχναν ένα μοναδικό πολύχρωμο καλειδοσκόπιο που δε χόρταινε να το θαυμάζει…
Συχνά έφτανε και λίγο πιο μακριά, μέχρι τα ποταμάκια του χωριού, που κρυμμένα κάτω από τεράστια πλατάνια, της χάριζαν άπειρη δροσιά, εκείνες τις σκληρές καυτές μεσημεριανές ώρες που στον υπόλοιπο τόπο, το καλοκαιρινό λιοπύρι ήταν ανελέητο.. και πόσα άλλα μυστήρια δε κρύβονταν εκεί και την περίμεναν να τα ανακαλύψει…. έντομα με διάφανα φτερά, πεταλούδες με μύρια χρώματα και ένα σωρό παράξενα φυτά γύρω από τα ποτάμια του χωριού και πανέμορφες κουφάλες δέντρων, αιωνόβιες που θαρρούσες πως θα ξεπετάγονταν νεράιδες από μέσα τους ξαφνικά….
Έβγαζε τότε τα παπούτσια και χωρίς να φοβάται τα νερόφιδα που, κατά πως της είχε πει η μάνα της, που όλο και κάτι της μάθαινε καθώς ονειρευόταν να τη δει δασκάλα μια μέρα και ήθελε διαρκώς να εμπλουτίζει τις γνώσεις της, τριγύριζαν καμιά φορά στα δροσερά νερά ύπουλα κάτω από τα πόδια σου, έμπαινε μέσα στο ρηχό ποτάμι και συνέχιζε τη μεσημεριανή βόλτα μέσα σ’ αυτό να δει μέχρι που έφτανε το υγρό αυτό μονοπάτι που έμοιαζε σαν ένας μυστικός δρόμος που οδηγούσε ποιος ξέρει σε ποια απέραντη θάλασσα. Και με τη φαντασία της την έπλαθε ακόμα μεγαλύτερη αυτή τη θάλασσα απ΄όσο την έβλεπε από την παραλία, κάθε φορά που πήγαιναν για μπάνιο με τους δικούς της.
Κάποια χρόνια αργότερα, φοιτήτρια πια, θα έβλεπε στη Σαμοθράκη κι από κοντά το ποταμό Φονιά να σμίγει με τη θάλασσα στο Δέλτα του, σ’ ένα εντυπωσιακό μείγμα γλυκού και αλμυρού νερού, φύκια και κοχύλια, κρινάκια και θαλασσοπούλια, ανάμεικτα με πουλιά του δάσους και χέρσα φυτά της γης…
Έτσι περιπλανιόταν αρκετή ώρα κάθε φορά που την έβγαζε ο δρόμος στα πανέμορφα χωριά της υπαίθρου γύρω από τη πόλη και καμιά φορά ξεμάκραινε αρκετά και ξεχνούσε πως μπορεί και να είχαν ξυπνήσει τα σόγια και να την έψαχναν πίσω της. Κι όπου έβρισκε καμιά σκιά από δροσερό πλατάνι δίπλα στα ποταμάκια κάθονταν να ξεκουραστεί, μαζεύοντας ότι έκανε εντύπωση στα αχόρταγα για ζωή και περιπλάνηση παιδικά μάτια της. Μια περίεργη πέτρα ή το σπασμένο φτερό μιας πεταλούδας, που το έβαζε ύστερα σα γυρνούσε στο δωμάτιό της, μέσα στις σελίδες κανενός βιβλίου και μπορεί να το ανακάλυπτε και χρόνια μετά ξεχασμένο εκεί, το καύκαλο από κανένα σαλιγκάρι που το έβαφε ύστερα σε διάφορα χρώματα ή απλώς το γυάλιζε και το κράταγε μαζί με όλους τους θησαυρούς που μάζευε, συνήθεια που κράτησε και μεγαλώνοντας, διάφορα φύλλα από τα δέντρα ή φλοιούς που κόλλαγε μετά όμορφες εικόνες επάνω τους και τις έκανε μικρά κάδρα ότι κέντριζε το βλέμμα και τη φαντασία της…
Κάποτε προς το απόγευμα πια, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής στο χωριό ξέροντας πως μάλλον θα υποστεί το σχετικό μάλωμα που είχε ξεμακρύνει για μια ακόμα φορά από την ασφάλεια της αυλής αλλά δεν την ένοιαζε, πανευτυχής καθώς ήταν και γεμάτη νέα ερεθίσματα και εμπειρίες από τη μοναχική της βόλτα.
Συνήθως στην επιστροφή, για καλή της τύχη, τους έβρισκε και πάλι όλους ξύπνιους και ιδιαίτερα απασχολημένους με το αρμάθιασμα που κράταγε μέχρι που έπεφτε το φως της μέρας αλλά και μετά καμιά φορά και με τις υπόλοιπες δουλειές του νοικοκυριού για να θυμηθούν να τη μαλώσουν που είχε εξαφανιστεί κι έτσι τα μικρά μεσημεριανά ξεπορτίσματά της είχαν αίσιο τέλος. Άκουγε ένα «πού γύρναγες;» και αποφεύγοντας να δώσει λεπτομερείς εξηγήσεις, στρωνόταν κι αυτή να βοηθήσει στο πέρασμα των πράσινων φύλλων κρατώντας τις τεράστιες βελόνες στα παιδικά της χέρια και απολαμβάνοντας την όλη διαδικασία, μέχρι που βράδιαζε πια.
Αργά το απόβραδο ή την επόμενη μέρα καμιά φορά μετά και από αρκετές μέρες, έπαιρνε κρατώντας το χέρι της γιαγιάς της, το δρόμο της επιστροφής για τη πόλη και πάλι, που έβραζε μέσα στην αφόρητη ζέστη του ζεστού Ελληνικού καλοκαιριού και δίχως τη παρηγοριά της θάλασσας να λυτρώνει λίγο τα τσιμέντα της αντιπαροχής που είχαν ήδη αρχίσει να μεταμορφώνουν το μικρό χωριό σε κακομούτσουνη πολιτεία, με τα χέρια και τις τσέπες γεμάτα πεντανόστιμα χωριάτικα πεσκέσια. Ζυμωτά ψωμιά, ντομάτες, φρέσκα χωριάτικα αυγά, καρύδια χλωρά και ξερά και καμιά φορά το πιο σπάνιο τσαλαφούτι που χαιρόταν ιδιαιτέρως όποτε το γευόταν σ’ αυτές τις επισκέψεις ή όποτε τους το κερνούσαν σε μικρά πακετάκια για το πατρικό.
Κάπως έτσι πέρναγαν πολλά σαββατοκύριακα των παιδικών της χρόνων τα καλοκαίρια, όταν δε τσαλαβουτούσε στις υπέροχες θάλασσες του Μύτηκα και της Λευκάδας, και θα στιγματίζονταν από τη βαριά μυρωδιά του καπνού, μυρωδιά του αγροτικού, καμιά φορά με ζημία και χωρίς ανταμοιβή, μόχθου, ανάλογα τις ιδιοτροπίες του καιρού και της φύσης, μόχθος γνωστός σε όλους τους απλούς ανθρώπους που αγωνίζονται για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια στις περισσότερες μικρές γωνιές της πατρίδας αυτής που από τα αρχαία χρόνια, ταλανίζει τα παιδιά της, συχνά περιφρονεί τους κόπους τους και τα διώχνει σαν άσπλαχνη μητριά μακριά της.
Άλλες φορές πάλι τα καλοκαίρια της μύριζαν γλυκάνισο και πεύκο, θυμάρι και ρίγανη του βουνού, κανέλα και μοσχοκάρυδο, κάθε που ανέβαινε συνοδεύοντας τις εξορμήσεις της οικογένειας στα κοντινά ορεινά χωριά γύρω από τη μικρή πόλη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
29/ 7 /2020