Ήταν άγρια αυτή η καλοκαιρινή νύκτα, η τελευταία της νύκτα στο παλιό σπίτι, αδιανόητα άγρια. Εδώ και ώρες είχε ξεσπάσει μια ασυνήθιστα οργισμένη θύελλα που αρνιόταν να σταματήσει. «Ευτυχώς που τα παράθυρα είναι ασφαλισμένα», σκέφτηκε η γυναίκα. Ωστόσο, δεν ένιωθε ασφαλής. Ένα αδιόρατο φάντασμα φόβου είχε κολλήσει σαν τσίχλα στο μυαλό της και τρομακτικές σκέψεις ξεφύτρωναν και αναμασιόντουσαν ακάλεστες. Η ατμόσφαιρα είχε μια απόκοσμη μυρωδιά, ο άνεμος σφύριζε σαν τη νανόχεντρη οχιά, αστραπόβροντα βούλιαζαν τον ουρανό και η αστραφτερή απειλή τους ανυπομονούσε να κάψει την πλημμυρισμένη γη. «Πώς θα γίνει η μετακόμιση αύριο με τέτοιο καιρό;» σκεφτόταν ανήσυχη. «Και πώς θα ταξιδέψει η ξαδέλφη μου από την Πάρο για να πάρει το σερβίτσιο; Να δεις που δεν θα έρθει», προμάντεψε με απόγνωση.
Να ήταν τότε που ένιωσε ότι δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή; Στην αρχή νόμιζε ότι είχε αποκοιμηθεί και ότι ο εφιάλτης συνέβαινε στο όνειρό της. Όμως όχι, ήταν ξύπνια και πνιγόταν στ’ αλήθεια. Αγωνιζόταν να αναπνεύσει, κάτι πελώριο και αιχμηρό είχε κολλήσει στο λαιμό της και τον έφραζε. Σηκώθηκε πανικόβλητη από το κρεβάτι, ένιωθε τον λαιμό και το στόμα της στουμπωμένα από γυαλιά & καρφιά, δεν ανέπνεε, πνιγόταν. Κατάφερε να πιει νερό, δεν κατέβαιναν. Τρόμαξε, έξω ακόμα φουρτουνιασμένο σκοτάδι, ήταν μόνη, ο πανικός την ρούφηξε, πήγε στο κινητό να στείλει SMS στους δικούς της: «Πεθαίνω από ασφυξία, πνίγομαι, δεν μπορώ να ανασάνω. Σας αγαπώ, αντίο».
Ξαφνικά, τα αιχμηρά αντικείμενα υποχώρησαν, ένιωσε ένα άνοιγμα ενώ άρχισε να βήχει, μπήκε λίγος αέρας, σώθηκε. Της πήρε ώρα να συνέλθει. Το σώμα της είχε αρχίσει να κάνει σπασμούς και κρύωνε, τουρτούριζε μες στο κατακαλόκαιρο. Σύρθηκε διπλωμένη στα δύο μέχρι την κουζίνα, έβρασε νερό να πιει, σκέτο νερό, να προλάβει να ζεσταθεί πριν μεταμορφωθεί σε νεκρή παγοκολόνα. Έξω καύσωνας, μέσα της γιγαντιαίοι πάγοι να την τρυπάνε.
Όταν ξύπνησε το πρωί, δεν το πίστευε ότι ήταν ζωντανή. Χρειάστηκε κάμποση ώρα να το συνειδητοποιήσει. Σηκώθηκε κατάκοπη από το κρεβάτι, σύρθηκε μέχρι το σαλόνι και λούφαξε στον καναπέ. Δεν μπορούσε να μιλήσει όμως. Καθόλου, κανένας ήχος, καμία λέξη. Δεν είχε καταλάβει τίποτα, αδύνατον να σκεφτεί, τουλάχιστον ανέπνεε. Πεινούσε τώρα, μα ποιος να της δώσει φαγητό;
Φαίνεται ότι το σώμα της, ερείπιο από την αγωνία, ξανακοιμήθηκε ενώ ο νους της, ακούραστος, γέννησε μυριάδες σκέψεις που προσάραξαν άσκεφτα σε περασμένες ολισθηρές εποχές, σε χρόνια ομιχλώδη.
Πολλά καλοκαίρια πριν, στο πατρικό της σπίτι. Η μαμά της χαμένη στον κήπο να σκαλίζει τις βερικοκιές, να ποτίζει το γιασεμί, να χαϊδεύει τις μαργαρίτες της. Αυτές τις άσπρες, τις καλοκαιρινές. Πόσο μισούσε αυτό το γιασεμί! Πόσο ζήλευε αυτές τις μαργαρίτες! Θυμάται, κοριτσάκι του δημοτικού ήταν, να μαδάει τις μαργαρίτες, κρυφά, με λύσσα. Παρόλο που ήξερε, πάντα ήξερε, ότι το τελευταίο πέταλο θα την σκαμπίλιζε με αναίδεια:
«Όχι, δεν σε αγαπάει».
«Πάλι; Γιατί Θεέ μου, γιατί; Πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν αν η μαμά μου με αγαπούσε όπως αγαπάει τις μαργαρίτες της!» σκεφτόταν, βυθισμένη σε απεγνωσμένη θλίψη.
Τα καλοκαιρινά απομεσήμερα που η μαμά ξεκουραζόταν, εκείνη έβρισκε καταφύγιο στον λουλουδιασμένο κήπο. Ξεπόρτιζε κρυφά, ικανοποιημένη που κατάφερνε να κάνει το δικό της. Κάθε μεσημέρι η ίδια μονότονη μα ζωογόνος ρουτίνα. Στα πέντε σκαλοπάτια ταξίδευε στην ελευθερία. Από φοβισμένο κοριτσάκι γινόταν θαρραλέα κόρη. Το άλλοθι έτοιμο, για την κακιά ώρα που το βαρύ της αμάρτημα θα αποκαλυπτόταν, οπότε θα ακολουθούσε ταπεινωτική τιμωρία: «Μη φωνάζεις μαμά, δεν χαζεύω, ήρθα εδώ να τελειώσω το εργόχειρό μου, στο φως του ήλιου κεντάω πιο γρήγορα.»
Εκεί, ολομόναχη στον κήπο μέσα στην ντάλα του καλοκαιριού, ένιωθε ασφαλής. Δεν την παραβίαζε κανένα βλέμμα, δεν την ρεζίλευε καμιά τσιριχτή φωνή, ένιωθε σχεδόν άνθρωπος. Εκεί μπορούσε να κλάψει γοερά, να τρέξουν επιτέλους τα παγωμένα δάκρυα, να πάρει αναπνοή, να ξελαφρώσει τη θλίψη και την απελπισία της, να βγάλει ήχο. «Έχω λοιπόν φωνή και ας είναι φωνή απόγνωσης» σκεφτόταν πνιγμένη μέσα στα αναφιλητά της. Και συγχρόνως με τη σκέψη της προνοούσε στην πιθανότητα μιας ξαφνικής μητρικής ετυμηγορίας: «Τρυπήθηκα με τη βελόνα μαμά και πόνεσα, γι’ αυτό κλαίω. Έχεις δίκιο, εγώ φταίω, καλά να πάθω, έτσι απρόσεκτη που είμαι», ενώ την ίδια στιγμή τα δακρυσμένα μάτια της στέγνωναν μέσα στις μαργαρίτες ώσπου να νιώσει και αυτή μυρωδάτο λουλούδι, ζωντανό. Με τη φαντασία της μεταμορφωνόταν σε πλάσμα φυτικό, επιθυμητό, γινόταν μαργαρίτα, η πιο όμορφη του κήπου, ήταν η αγαπημένη μαργαρίτα της μαμάς της που την κοιτούσε με λατρεία.
Αυτό το τρυφερό μητρικό βλέμμα που τόσο λαχταρούσε δεν χάιδεψε ποτέ την ύπαρξή της, το κορίτσι δεν υπήρξε άξιο υποκείμενο μητρικής αγάπης. Πάντα ένα ανάξιο αντικείμενο ανάγκης ένιωθε, ένα άδειο σκεύος, ένα τίποτα γεμάτο ελλείμματα και πελώριες, δυσανάλογες οφειλές. Έτσι την έβλεπε η μαμά της, έτσι την αισθανόταν, έτσι της φερόταν. Σαν το μερικό της αντικείμενο, ένα άψυχο πράγμα που έπρεπε οπωσδήποτε να καταστρέφει εξακολουθητικά, με κάθε τρόπο. Θυμάται ότι η μαμά της ζωντάνευε κάθε φορά που την πέθαινε.
«Πως σε πέθαινε; Τι εννοείς;»
«Μη μιλάς, σεβάσου τη στιγμή, θα καταλάβεις σε λίγο».
Έτσι κύλησε η ζωή του κοριτσιού. Χωρίς ανθρώπινη ταυτότητα, εγκαταλελειμμένη στις σκοτεινές ματιές του μητρικού καταβροχθιστικού βλέμματος. «Μαμά, δεν είμαι παράσιτο, άνθρωπος είμαι», ψιθύριζε στην εικόνα της μαμάς της όταν ξάπλωνε το βράδυ στο κρεβάτι της. Πάνω σε μουλιασμένο μαξιλάρι αποκοιμιόταν, εκεί δεν φοβόταν να αφήσει ελεύθερα τα δάκρυά της, ήξερε ότι η νύκτα θα τα στέγνωνε εντελώς.
Όμως, ήθελε δεν ήθελε, τα απλά μαθηματικά επιβεβαίωναν στη μαμά της, κουτή δεν ήταν, ότι αφού το πλάσμα είχε γεννηθεί από την κοιλιά της, ανήκε στο ανθρώπινο είδος. Εδώ δυσκόλευαν τα πράγματα. Η μαμά αγανακτούσε με το αποτέλεσμα. Έπρεπε λοιπόν να φροντίσει να την ξεφορτωθεί, να την παντρέψει γρήγορα ονειρευόταν, να μην την βλέπει στο σπίτι της, στον κήπο της. Της μαγάριζε το χώρο, έλεγε, η παρουσία του κοριτσιού την έπνιγε.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε, έγινε κοπέλα, και νάτην, φέτος τελείωσε το Λύκειο, αποφοίτησε από το Γαλλικό Σχολείο. Ήθελε, ποθούσε διακαώς να πάει στο Πανεπιστήμιο, να γίνει Ψυχολόγος ονειρευόταν, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
«Μπαμπά, μπορείς ν’ αφήσεις τα μισόλογα και να μου απαντήσεις; Πότε θα γραφτώ στο φροντιστήριο που συμφωνήσαμε;»
«Δεν ξέρω, ό,τι πει η μάνα σου».
Απομεσήμερο καλοκαιρινό ήταν όταν η μάνα, της έδειξε, περιχαρέστατη, ένα σερβίτσιο φαγητού ακριβό, διακοσμημένο με ρίγα από ασήμι 950ο. «Το αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας, με δόσεις, για την προίκα σου. Γιατί στραβομουτσουνιάζεις; Πρέπει να παντρευτείς τώρα, είναι ώρα», της ανακοίνωσε κοφτά.
Και τώρα, τι να κάνει τώρα; «Φάτα τώρα, θες δεν θες, αμίλητο ζώον – βαπτισμένο άνθρωπος για τον κόσμο – ηλίθιο αντικείμενο της ανάγκης! Κατάπιε τα μαντάτα αμέσως, αμάσητα, δεν σε παίρνει αλλιώς». Ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στο στομάχι και βούτηξε στο χάος, στα άπατα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας που έπνιξε τα όνειρά της και τον κάλπικο νεοσσό της ελπίδας της.
Το γαμήλιο σερβίτσιο με την ασημένια ρίγα ήταν λοιπόν ο πρωταγωνιστής του βιωμένου πνιγμού της γυναίκας στο τώρα, το αίτιο και η αφορμή της φονικής απόπειρας. Να η προίκα να και η πρόκα που της έφραξαν το λαιμό. Στο όνειρο και στη ζωή.
Ένοχοι σιωπής και οι δύο για χρόνια πολλά. Ένοχοι σιωπής από τότε που αγοράστηκε, με δόσεις, από τη μάνα της, χωρίς τη δική της θέληση. Η λέξη προίκα την φρίκαρε, πόσο μάλλον η υλοποίησή της. «Τι κορίτσι είσαι εσύ, πως έχεις γίνει έτσι; Πες και ένα ευχαριστώ στο θεό που η μάνα σου νοιάζεται για σένα» ξεφώνιζε η γιαγιά της. «Τι κατεβασμένα μούτρα είναι αυτά, δεν ντρέπεσαι; Να νοικοκυρευτείς με ένα καλό πλούσιο παιδί θέλει η καψερή η μάνα σου». Από παιδί, το στόμα των αυτιών της ήθελε να κάνει εμετό την αηδία και την ταπείνωση.
Ένοχη σιωπής και η βουβή ντροπή της. Κατακόκκινη μέσα στην απελπισία της. Αμίλητη στο εδώλιο του κατηγορουμένου, να προσεύχεται για ένα θαύμα να την αθωώσει από το ποινικό αδίκημα που την καταδίκασαν. Ερήμην.
Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε στο καινούργιο σπίτι, στο γλυκό όνειρό της είδε ότι ξερίζωσε με μανία όλα τα λουλούδια του κήπου, ότι κατέστρεψε όλα τα παρτέρια που με τόση αγάπη φρόντιζε η μάνα της. Στραγγάλισε μια μια τις μαργαρίτες, ποδοπάτησε τις πασχαλιές και τους πανσέδες, διέλυσε τις τριανταφυλιές. Τις πετσόκοψε μεθοδικά, με υπομονή και μαεστρία, πρώτα αυτές με τα άσπρα τριαντάφυλλα που ήταν φυτεμένες στην είσοδο του κήπου, μετά τις κόκκινες και τέλος τις εκατόμφυλες, που βασίλευαν στο κεντρικό παρτέρι, το υπερυψωμένο, φτιαγμένο υπομονετικά από τα μητρικά χέρια με πλεκτά κλαδιά. Είχε φουσκώσει σαν παγώνι τότε η μητρική αρχή, η καυχησιολογία της ως μοναδικής χρυσοχέρας ήταν το ζωτικό συστατικό της καθημερινότητάς της. Ήταν Αυτή που ήξερε τα πάντα, Αυτή που μαγείρευε τέλεια, Αυτή που έραβε και έπλεκε μοναδικά· πως τα κατάφερνε τόσο τέλεια η θρασυστομία της και έπειθε πάντα τους αφελείς; «Άκου, επιτέλους, την αλήθεια μάνα: Μισώ την έπαρσή σου που έχει ξεπεράσει κάθε όριο· είναι απάνθρωπη βία, ακούς; Τόσος κομπασμός, τόση ιδιοτέλεια και εγωκεντρισμός είναι αμαρτίες σοβαρές που ξυλώνουν πόντο πόντο την παιδική αυτοπεποίθηση, από την πρώτη κιόλας αναπνοή. Κόψε τις δηθενιές και τους θεατρινισμούς αμέσως, μ’ ακούς; Αλλιώς θα σε κάνω ρεζίλι στην εκκλησία». Αχ, πόσο όμορφα, πόσο σοφά, πόσο άφοβα μιλούσε στα όνειρα!
Δεν θυμάται το γιατί και το πώς, ούτε το πότε θυμάται. Ήρθε όμως η στιγμή που ο γάμος με «το καλό παιδί» διαλύθηκε και το σερβίτσιο της προίκας κρύφτηκε στην αποθήκη, μαζί με την απωθημένη απόγνωση του μίσους. Στρίμωξε όλα τα κομμάτια του, χώρεσαν. Και έμειναν εκεί. Αραχνιασμένα, σκονισμένα, δεν τα πείραζε, την έκαιγαν, φωτιά η ταπείνωση. Όσο φούντωνε η φλόγα τόσο την πάγωνε. Ακινησία. Ανεβασμένη στην κορυφή της απελπισίας να σκοντάφτει συνεχώς στους φλογισμένους πάγους που την ξέσκισαν.
Τώρα γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να σηκώσει κεφάλι στη μάνα της; Γιατί υπάκουε σιωπηλά στις απαγορεύσεις, στις επιβολές, στους εκβιασμούς και τους εκφοβισμούς της;
«Αμ, τόσο εύκολα ξεκολλάνε οι ταυτίσεις; Τα πρέπει και οι οφειλές στους γεννήτορες; Οφείλεις!! Νομίζεις ότι εσύ εξαιρείσαι; Όχι, οφείλεις σαν καλή κόρη να αντιγράψεις το πατρόν και να φορέσεις όλες τις σκανδαλώδεις συμπεριφορές τους. Προτιμάς βελούδινο ρούχο εξόδου ή φτηνό εσώρουχο; Τι αντέχεις ευκολότερα;»
Ήταν αυτή που δεν έφταιγε, όμως ήταν αυτή που όφειλε να φταίει. Πάντα. Παντού. Πόσο αδιάκριτες είναι οι ενοχές! Και πόσο αλλόκοτη η χυδαιότητά τους! Ιδιαίτερα όταν σκέφτεται ότι μέσα της πάντα αρνιόταν να είναι η τυφλή επανάληψη του ανόητου παρελθόντος, απεχθανόταν τη σκλαβιά των οπισθοδρομικών, σκουριασμένων αντιλήψεων με την ποντικίσια μυρωδιά των παλαιοπωλείων. Κι όμως, η αναίρεσή τους την τρόμαζε, ήταν απαγορευτική. Γεμάτη διαστροφικό δηλητήριο η διατροφή της, μαύρο γάλα, σκληρό ψωμί, είχε συνηθίσει. «Φάε την μπουκιά σου» κραύγαζε με περιφρόνηση η γιαγιά της. «Πως τολμάς και την πετάς στα σκουπίδια, ούτε ιερό ούτε όσιο πια, Θε μου σχώρα την, που θα μας κάψεις εξαιτίας της». Την κοίταζε με απορία το παιδάκι, κορίτσι-πράμα ήταν, τι να καταλάβει; Πώς να ερμηνεύσει τον παραλογισμό;
Μέσα στο φετινό καλοκαίρι, η γυναίκα είχε τολμήσει να ανεβάσει στο σπίτι δύο πιάτα με την ασημένια ρίγα από την αποθήκη. Τα είχε εκεί, γυμνά στην κουζίνα της, να αλληλοκοιτάζονται. Άλλοτε ψύχραιμα, κάποιες στιγμές με χλιαρή αδιαφορία, ενίοτε με διαθέσεις φονικές. Η απόγνωση της ζωής της απεικονισμένη στο γαμήλιο σερβίτσιο. Και η δική του καθρεφτισμένη στο ασυνείδητό της.
Αυτή και η ασημένια ρίγα να βλεμματίζονται. Ήθελε να της μιλήσει, να εκφράσει την αλήθεια της η ασημένια ρίγα, ήξερε ότι η γυναίκα θα την πίστευε. Καταλυτικός, συνειρμικός, μπερδεμένος, ανακατεμένος ο διάλογός τους:
«Όφειλε να είναι ιερός ο θεσμός. Δεν ήταν. Καμία στιγμή δεν ήταν. Η ιερότητα προϋποθέτει σεβασμό. Δεν υπήρχε. Λατρεία στην ύλη υπήρχε. Και στο Φαίνεσθαι. Φαρισαϊσμός, Φανατισμός, Φαφλατισμός. Και άγιος ο θεός, ποιος θεός; Άφαντος στην ουσία του και στην παρουσία του» άρχισε το σερβίτσιο.
«Το χρήμα ήταν γι’ αυτούς πιο βασικό από την αγάπη. Εσύ ήσουν πολύτιμο, διέθετες ασήμι. Η ασημένια ρίγα σου στα αναρίθμητα πιατοειδή και άχρηστα τσουμπλέκια. Επέμενε με πείσμα η μητέρα μου. Επιβολή, απαίτηση, εκβιασμός παντού. Πόσο σιχαινόμουν τον εαυτό μου που ήμουν ανίκανη να αντιδράσω! Η προϋπόθεση για να με παντρέψει, τέτοια άχρηστη που έλεγε ότι ήμουν, ήταν να διαθέτω προίκα, να είναι όλα όπως πρέπει, καθωσπρέπει. Να μην έχει να λέει ο κόσμος. Πάντα ο κόσμος, πρώτα ο κόσμος, μόνο ο κόσμος. Ο ψεύτικος, ο διαβολικά πλασμένος. Αυτός που αγοράζει συνειδήσεις σε τιμή ευκαιρίας και πλουτίζει εξαπατώντας τις. Χαμένος στην ανυπαρξία ο εαυτός μου. Πεινούσα για μια στάλα ουσία, μια στάλα αλήθεια, μια στάλα ενότητα. Λογοκρισία, απαγορευμένος ο διάλογος και η επιθυμία» συνέχισε η γυναίκα.
«Δεν τη θέλω μάνα αυτή την πελώρια σουπιέρα, άχρηστη είναι και πιάνει χώρο, τι να την κάνω;».
«Αχάριστη, εγώ που θυσιάζομαι για σένα και σου αγοράζω μια τόσο φινετσάτη σουπιέρα· δεν βλέπεις ότι έχει ασήμι ακόμα και στο καπάκι; ». Το αξιόποινο σερβιρισμένο σαν αξιέπαινο. Άντε τώρα να αποδείξει την παγίδα και να την πιστέψουν. «Ευτυχώς που εσύ σερβίτσιο με πίστεψες, μόνο εσύ, πολλά χρόνια μετά. Κανείς δεν με είχε πιστέψει μέχρι τότε».
Πόσο την είχε βασανίσει η καυχησιολογία των ανόητων, που προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να κρύψουν την αναξιότητά τους! Και τα καταφέρνουν, και πείθουν, και γίνονται απόλυτα πιστευτοί. Μάλιστα, απόλυτα. Πελώρια η επιδεξιότητα της ραδιουργίας, την ρούφηξε, την καταβρόχθισε. Η ανευθυνότητα να χαριεντίζεται επιδέξια και η υπευθυνότητα που επωμίζεται τις ευθύνες ολονών, να καλείται συνεχώς σε απολογία. Επειδή δεν περιαυτολογεί, δεν κορδώνεται ξιπαζόμενη.
« Μα θα δουν τι έχω κάνει, πως έχω φερθεί, τι έχω καταφέρει, γιατί να το πω;» ισχυριζόταν ο φόβος.
« Όχι, δεν το βλέπουν, δεν θέλουν να το δουν, δεν μπορούν. Πρέπει να το ακούσουν, οφείλεις να το πεις. Από το άλεκτο ξεκινάει η διαστροφή και άντε να την μαζέψεις μετά καθώς κατρακυλάει με ταχύτητα στην κατηφόρα του παράλογου» ισχυριζόταν το θάρρος.
Χρεωμένη μέχρι το λαιμό λοιπόν η ασημένια ρίγα που αγοράστηκε με δόσεις! Να επιθυμεί να ξεχρεωθεί απαιτώντας από τους απογόνους τη μιαρή εξόφληση. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος η ταύτιση με την επιθυμία της μητέρας που ήταν η επιθυμία της μητέρας της και σόι το βασίλειο του αόρατου τυράννου.
Γνωρίζει καλά τώρα ότι το ανεξημέρωτο θυμικό της μάνας της την τάισε κι αυτήν, κανείς δεν ξεφεύγει, αφού το βρέφος ρουφάει με όλες του τις αισθήσεις το ασυνείδητο της τροφού του. Και διατρέφεται με όλο το απωθημένο, άλεκτο άγχος της και το ενστερνίζεται, και το αγκαλιάζει. Συγχρόνως όμως το απεχθάνεται, έτσι το κλείνει σε φυλακές σκοτεινές με τσιμεντένιες πόρτες για να μην το νιώθει. Μας καταπίνει αμασητί η καλοπροαίρετη μητέρα που, μέσα της, ασυνείδητα, μισεί τη σχέση της με τη δική της μητέρα. «Αυτό το μίσος αν δεν επιλυθεί με λόγια που αποκαθιστούν την αλήθεια, θα ζει μέσα στο κάθε παιδί ως έλλειψη ή ως χρέος επισημαίνει η γαλλίδα Ψυχαναλύτρια-Παιδίατρος Francoise Dolto. Η γυναίκα διαβάζει, δακρύζει, ξαναδιαβάζει και κλαίει γοερά.
«Να διακόψεις την καταραμένη αλυσσίδα της επανάληψης, θα σε βοηθήσω, είμαι δίπλα σου» της ψιθυρίζει το σερβίτσιο. «Μίλα σε μένα άνετα, εκφράσου, σε ακούω με προσοχή, σε πιστεύω, σε νιώθω, εμπιστέψου με, μην φοβάσαι, εγώ τηρώ τις υποσχέσεις μου, δεν θα σε προδώσω».
«Φτωχό μου πορσελάνινο σερβίτσιο με την ασημένια ρίγα! Αγορασμένο με δόσεις από τη μάνα μου. Πόσες απωθημένες αλήθειες, πόσες πικρές αναμνήσεις κουβαλάς. Και πόσες ομοιότητες έχεις με την άπνοη φωνή μου. «Τάϊσέ με, φρόντισέ με, γέμισέ με αλλιώς», μου ψιθύριζες κρυφά. Δεν καταλάβαινα, δεν είχα ανοικτά αυτιά να σε ακούσω, καθαρό νου να διακρίνω. Μας καταβρόχθισε το μίσος, η παρερμηνεία, τα ψέμματα. Θεέ μου, πόσες αγκαθωτές συμπεριφορές έχω αναγκαστεί να χωνέψω. Ανάλογα με την ασέλγεια που έχει απορροφήσει η ασημένια ρίγα σου. Πόσο λυπάμαι!»
Απαγορευμένος και ο εμετός, ανώφελος ήταν, θα ακολουθούσε πιο απάνθρωπος βιασμός. Εμετός καλοσερβιρισμένος, γαρνιρισμένος με πλούσιες σάλτσες. «Τόσα λεφτά κόστισε η φιέστα, ποια είσαι εσύ που τολμάς να την ξεράσεις; Μη μιλάς, δεν με νοιάζει αν υποφέρεις, με νοιάζει να υποταχθείς, να μην μιλήσεις με νοιάζει. Έχουμε καθαρό κούτελο εμείς, η οικογένεια μας πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αυτό που θέλουμε εμείς θα γίνει, ποια είσαι εσύ, σε προσπερνάμε. Όταν πεθάνεις όμως θα έρθουμε στην κηδεία σου». «Αλοίμονο, το ξέρω, που αλλού θα έχετε την ευκαιρία να μοστράρετε χωρίς την παραμικρή ενοχή το ψεύτικο δάκρυ σας;». «Σωστά, αλλά τότε θα χρειαστεί η σουπιέρα με την ασημένια ρίγα, πού θα σερβίρουμε στον κόσμο την παραδοσιακή ψαρόσουπα στο νεκρόδειπνό σου; Τι, γιατί να τηρήσουμε τις παραδόσεις αφού δεν σε αγαπούσαμε; Όπως πάντα, δεν ξέρεις τι λες, εμείς οφείλουμε να σε τιμήσουμε στο θάνατό σου σαν καλοί άνθρωποι του θεού». Τοις μετρητοίς η κακοήθεια, αυτή δεν καταδεχόταν δόσεις.
Εξόντωση ψυχική, πληγή ξέχειλη από πύον και αίμα. «Βρωμοθήλυκο, εσύ φταις, καλά να πάθεις» κρώζει ακόμα σαν γεράκι μέσα της ο μητρικός απόηχος. Η δύναμη του οικείου, για πόσο ακόμα; Lacrimosa θέλει να ακούσει τώρα, «να απαλύνει τους θρηνώδεις θεατρινισμούς που ηχορύπαιναν τη ζωή μου» τολμάει να ψιθυρίσει στον εαυτό της και μια γλυκειά επίγευση δέους απλώνεται δειλά στο πρόσωπό της.
Ιερή η στιγμή στο τώρα! Και αδιανόητη, ο νους της δεν την είχε φανταστεί. Τεράστιο σύμβολο το σερβίτσιο του γάμου. Για κείνην, τα παιδιά της, όλη την οικογένεια, του πριν και του μετά. Ανισοσκελές το τρίγωνο του τότε, μπασταρδεμένη η κορυφή του, εκεί που θα έπρεπε να κυβερνούν μόνο οι δύο γεννήτορες, φάντης μπαστούνης ο οιδιποδειακός γόρδιος δεσμός με τους περίπλοκους κόμπους. Ανύπαρκτη η σύνδεση, το πνεύμα του φύλου αγέννητο, καλοσερβιρισμένη η αιμομιξία, βαθιά στα κύτταρα η εγγραφή της.
Χρόνια πολλά ο ίδιος εφιάλτης τάραζε τον ύπνο της: «Οι θηλυκοί πρόγονοι των δύο οικογενειών, με λευκά γάντια και χαιρέκακη μούρη να σερβίρουν επιβολές, απαγορεύσεις, εκβιασμούς και δεισιδαιμονίες σε ασημένιους δίσκους ενώ στην άλλη άκρη της ευρύχωρης σάλας ευειδή αρσενικά να στέκουν αμίλητα θωπεύοντας φιλήδονα τα καλοφροντισμένα μουστάκια τους». Ακριβώς όπως ήταν όλες οι ανδρικές φιγούρες στην ταραγμένη ζωή της. Άφαντες στην ουσία τους και στην παρουσία τους.
Αν η μητέρα της είχε παντρευτεί άνδρα τολμηρό το οιδιπόδειο των γιαγιάδων της δεν θα περνούσε στα παιδιά της. Ένα οιδιπόδειο παθολογικό στην έσχατη μορφή του. Γεμάτο συγκρούσεις, αδικίες, κρυμμένους φόβους, ζήλια και φθονερό μίσος. Ένα οιδιπόδειο άνοστο, ξυνισμένο, μαγειρεμένο στο μαγκάλι, σερβιρισμένο σε κατοχικά πιάτα βρώμικα, πολυχρησιμοποιημένα. Ένα λιγδιασμένο κατοχικό πιάτο ο εαυτός της, τσαλακωμένο, ένα άψυχο αντικείμενο που εξυπηρετούσε την ανάγκη τους υπήρξε – πόσα δάκρυα έχυσε η γυναίκα για να φτάσει στο υπήρξε!
Δεν καταλάβαιναν οι γονείς της αλλά και δεν θέλησαν ποτέ να αφουγκραστούν την παγωμένη καρδιά τους. Δεν κατάφεραν έτσι να σπάσουν τα δεσμά της κληρονομιάς τους. Μίσησαν – χωρίς να το παραδέχονται – τη δική τους μητέρα που τους μισούσε – χωρίς να το παραδέχεται – χόρτασαν, το καταφχαριστήθηκαν. Παραγεμισμένοι με απωθημένο μίσος πέθαναν και οι δύο. Καλά παιδιά, άξιοι απόγονοι των προγόνων τους!
«Γεμάτος ανυποψίαστα θύματα ανυποψίαστων θυμάτων ο πλανήτης μας», σκεφτόταν, χρόνια αργότερα, η γυναίκα! «Η μαύρη κατάρα της επανάληψης ντυμένη με λαμπερό κατάλευκο νυφικό να θριαμβεύει και να χειροκροτείται με πάθος».
Προς το τέλος του καλοκαιριού, στο μισοΰπνι της αυγής εμφανίστηκε η ασημένια ρίγα ντυμένη στα χρυσά και της σφύριξε, όσο πιο χαριτωμένα μπορούσε, το μυστικό:
«Ξέρεις ότι δεν έχεις πενθήσει τη μητέρα σου; Γι’ αυτό η αναταραχή, οι αναποδιές και οι αναμπουμπούλες; Η απωθημένη της ενέργεια στο ασυνείδητο είναι ακόμα ζωντανή και περιφέρεται και επαναλαμβάνεται και δημιουργεί, γι’ αυτό υποφέρετε όλοι και εκείνη μαζί. Έλα, θα σε βοηθήσω, θα είμαι μαζί σου στη διαδικασία του πένθους. Κλάψε».
«Μα πώς να κλάψω για κάποια που δεν μου λείπει; Που ο θάνατός της με γέμισε ελευθερία; Αφού εσύ ξέρεις ότι η μητέρα μου ήταν ο μεγάλος εχθρός μου, δεν ήταν ποτέ δίπλα μου, πάντα απέναντί μου, να με πολεμάει ανελέητα. Έπεφτα και κτυπούσα και πονούσα σαν παιδί; Με έβριζε ειρωνικά σαν να ήμουν ανάξια. Έπαιρνα καλούς βαθμούς; Ξυνισμένους μορφασμούς εισέπραττα αντί για μπράβο. Γεννούσα; «Να πονέσεις για να καταλάβεις ότι γεννάς», επαναλάμβανε. Πάντα με την επίκριση στο στόμα, δεν τη θυμάμαι ποτέ αλλιώς. Ποτέ όμως. Τι να κάνω; Καθοδήγησέ με, εσύ, που έχεις νιώσει την πίκρα και το αδιέξοδό μου, που με ακολουθείς και με αφουγκράζεσαι από την εποχή που ήμουν κοριτσάκι».
Και όμως, η ηρωίδα μας έκλαψε! Και όμως, η διαδικασία του πένθους ήταν πλήρης. Θα παραμείνει όμως αποκλειστικά προσωπική, είπε. Δεν ωφελεί να την μιλήσει, φοβάται ότι δεν θα γίνει κατανοητή, φοβάται ότι πάλι δεν θα την πιστέψουν. Υποστηρίζει όμως με βεβαιότητα ότι η χρυσή εποχή είναι προ των πυλών – τότε που η σοφία των βρεφών θα είναι πλέον λαϊκό βίωμα και θα δώσει νόημα και ουσία στη ζωή!
Από κείνη τη χρυσή ανατολή, η φοβισμένη καθωσπρέπει κόρη της ιστορίας μας μεταμορφώνεται σε γυναίκα τολμηρή που σπάει με θέληση και θάρρος το γαμήλιο μίσος των ανικανοποίητων προγόνων της. Το ανέκφραστο, αμίλητο, πηκτό, απαγορευμένο μίσος που το έκρυβαν επιδέξια – αλλά όχι αναίμακτα – σε ακριβά σερβίτσια, σε προίκες, σε φιέστες, σε μισαλλοδοξίες και σε συγκρούσεις.
Επιτέλους, πένθησε τη μητέρα της με αφορμή το σερβίτσιο! Απίστευτο είναι και όμως αληθεύει! Πένθησε τη μητέρα της επειδή άγγιξε την αλήθεια με ένα γραμμάριο κατανοούσας αγάπης. «Μέσω της απελευθερωμένης αγάπης δουλεύεται το μίσος, μουρμουρίζει». Πένθησε τη μητέρα της, πέθανε επιτέλους, δεν βγαίνουν αναθυμιάσεις από τον τάφο της, ξεκουράστηκε, ανάπαυσε την ταλαιπωρημένη της ψυχή μαζί με την ανήλικη υπόστασή της. Ελεύθερη πλέον η γυναίκα μπορούσε τώρα να απελευθερώσει αυτούς που αγαπάει, να τερματίσει την ασυνείδητη μιαρή κληρονομιά. Γιατί κατέχει πλέον ένα σερβίτσιο θηλυκό, αβάτευτο από την οιδιπόδεια νεύρωση. Η ασημένια ρίγα του λάμπει τώρα σαν λευκόχρυσος που συμβολίζει το Ωραίο, το Αληθινό και το Αρμονικό.
Το γαμήλιο σερβίτσιο της καθωσπρέπει κόρης έφαγε τα μισητά ψωμιά του, έσκασε από την πολυφαγία της άγνοιας και πάει, χάθηκε, έγινε καπνός. Τώρα πια είναι ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι! Γιάννη Πάριο και Alain Barrier μουρμουρίζει τώρα χαμογελώντας. Και καταλαβαίνει, μετά τόσα χρόνια, ότι είχε ερωτευτεί τη γαλλική γλώσσα της ευγένειας γιατί δεν άντεχε τη μητρική της αναίδειας. Tu t’en vas, καινούργια έχτισα φωλιά, γεμάτη αγάπη… Tu t’en vas… Τώρα πια…
Τώρα πια μιλάει καθαρά, επιτέλους μιλάει χωρίς φόβο! Τώρα η φωνή της δεν έχει πανικό, δεν την νοιάζει αν θα την πιστέψουν. Η αλήθεια ρέει μέσα της τώρα, αποθρομβώθηκε η κυκλοφορία της. Τώρα πια ερμηνεύτηκε το τότε στο τώρα, έγινε η αναπαράσταση. Σώθηκαν! Ένα φρέσκο μοντέλο φωτεινής ζωής αναδύεται από τα βάθη μιας απελευθερωμένης μαγείας!
Σκέφτηκε να τελειώσει με έναν επικήδειο λόγο. Μπα, βαριόταν, δεν είχε νόημα. Μετά σκέφτηκε να ανάψει τα πολύχρωμα φανάρια της βεράντας. Ούτε αυτό, απορρίπτεται ασυζητητί η ιδέα. Ούτε κεριά, ούτε λιβάνια, τέρμα οι σαχλαμάρες, οι επικήδειοι, τα μνημόσυνα, τα κόλλυβα! Και τα αντίδωρα! Ο δίσκος της μνήμης της είναι νοσταλγικά γεμάτος με την ιερή ζωγραφιά της μητέρας της που ποτίζει χαρούμενη τις μαργαρίτες της! Τα επινίκια της θηλυκότητας στον κήπο με τις μαργαρίτες!
Τα δεσμά του ψυχισμού λύθηκαν και ένα κύμα μοσχομυριστής λυτρωτικής ενέργειας χαϊδεύει απαλά την ύπαρξη που σηκώθηκε από τα χώματα. Απογειώνεται ανάλαφρα στην ελευθερία και να, η γυναίκα, βαδίζει τώρα βιαστικά να την προυπαντήσει! Κάνει μια σύντομη στάση στην πρώτη διασταύρωση, κάθεται να ξαποστάσει από το λαχάνιασμα. Τότε το νεογέννητο βρέφος της δικής της φωνής παρουσιάζεται διάφωτο, αγκαλιάζει με το βελούδινο βλέμμα του τον καινούργιο κόσμο και δηλώνει τρυφερά:
«Λουλούδια θα σας μοιράσω. Η τεράστια σουπιέρα με την ασημένια ρίγα ξεσκεπάστηκε και μετουσιώθηκε σε άγιο σκεύος προσφοράς! Φεύγω, βιάζομαι, θέλω να ψάξω να βρω ακριβό χώμα με πλούσιο λίπασμα για να την γεμίσω. Μέσα της θα φυτέψω μαργαρίτες. Αυτές που λάτρευε η μητέρα μου. Που μετακόμισε στον προθάλαμο των αγγέλων και αναπνέει τη σπάνια ευωδιά που αναδίδουν οι άσπρες, οι καλοκαιρινές, οι μεγάλες, οι δικές μας αγαπημένες φρεσκοποτισμένες μας μαργαρίτες».
Η Αγάπη, απελευθερωμένη, προσγειώνεται με τα μεγαλοπρεπή φτερά της στην Πόλη του Φωτός. Στέκεται με κατάνυξη στα Ηλύσια Πεδία, τον τελικό προορισμό της ψυχής των ενάρετων, και ξαναπλέκει με αόρατη χρυσοκλωστή τις πραγματικές αμύθητες φανταστικές ιστορίες των απλών ανθρώπων.
«Ουδείς εκών κακός! Aux Champs Elysées avec le coeur ouvert!» θροΐζουν μελωδικά οι αόρατες ανταύγειες της Αλήθειας Της!
Το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Με ταξειδευσε . Είναι τόσο γνώριμο και ζωντανό που νομίζεις ότι γίνεσαι ένα με τον αφηγητή. Συνέισε να γράφεισ.