Ήταν πρωί… Ο γενναιόδωρος ήλιος είχε μόλις ανατείλει -τι ειρωνική αυτή η ανατολή- και οι χρυσές αχτίδες του περνούσαν με αυτοπεποίθηση μέσα απ’ τα σανίδια της φτωχικής καλύβας. Μια από αυτές, η πιο συναισθηματική μάλλον, θέλησε να ρίξει φως χρυσαφένιο σε κείνο το στοργικό άγγιγμα.. Νεαρή και γέρικη παλάμη είχαν σμίξει και χόρευαν στα αργόσυρτα βήματα της πρώτης. Λόγια γλυκά πετούσαν από πάνω τους, προσθέτοντας γλυκύτητα περίσσεια.
Οι λέξεις έπαυσαν με σεβασμό σε ένα ρόγχο χιλιοβασανισμένο. «Κόρη μου, πάψε να μου ζητάς συγγνώμη… Ο γονιός ποτέ του δεν θα κρατήσει κακία, να το ξέρεις. Σήκω τώρα και πήγαινε σε κείνη την πράσινη κουρτίνα κι άνοιξέ τη».
Η κόρη με δάκρυα ποτάμια στα μελιά της μάτια κίνησε προς την κατεύθυνση εκείνη. Θυμόταν από μικρή που ο πατέρας της δεν την άφηνε να δει τι έκρυβε εκεί πίσω. «Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, Εύα μου» της έλεγε μαλακά. «Όχι! Εγώ θέλω να δω! Αργεί να φτάσει η ώρα; Αργεί; Αργεί;» Τώρα ευχόταν να αργούσε κι άλλο…
Ύστερα είχε φύγει στα δεκάξι της απ’ το σπίτι. Η μεγάλη, αχάριστη επανάσταση που ξέσπασε μέσα της, με τα ντροπιαστικά σπυράκια της και με ‘κείνα τα παράλογα κόμπλεξ, την έπνιγε. Ο πατέρας της την έπνιγε κι ας ήταν ο ιδανικός πατέρας στα κιτρινισμένα τετράδια του ξεχασμένου πια δημοτικού. Η ετοιμόρροπη καλύβα τους την έπνιγε κι ας ήταν εκεί που έμαθε τι πάει να πει αγάπη. Η γειτονιά της ολόκληρη την έπνιγε, κι ας ήταν το μέρος που μάτωσαν για πρώτη φορά τα τρυφερά της γόνατά σαν έτρεχε στις απέραντες αλάνες.
Ώ! Αυτές οι αλάνες… Θυμόταν ακόμη τα ηλιόλουστα μεσημέρια να γυρνά απ’ το παιχνίδι στην πενιχρή τους την καλύβα. Ήταν ωραία η μικρή τους γειτονιά! Απορούσε τι σκεφτόταν τότε. Εκεί, ανάμεσα στα πολύχρωμα εκκεντρικά σπίτια της οδού της, περικυκλωμένα από το έντονο πράσινο, κρυμμένη σαν από ντροπή αντίκριζε κάθε μέρα την κούτσικη παράγκα τους, και τον πατέρα της να της χαμογελά εγκάρδια, ενώ πότιζε τα διάφορα φυτά με τα φανταχτερά άνθη έξω στον κήπο.
«Ο γεροξεκούτης, από τότε που του τα ‘φαγε η προκομμένη και τον παράτησε, τα ‘χει παίξει. Έχει παιδί να σπουδάσει και να θρέψει κι αυτός κάθεται και ποτίζει τα λουλούδια του», λέγαν οι γριές στα καλντερίμια. Ίσως γι’ αυτό ν’ αντέδρασε όπως αντέδρασε. Ίσως γι’ αυτό να έβαλε εκείνο το μεγάλο αχάριστο χι. Μα εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να τα αναιρέσει όλα. Αχ, και να γινόταν κάτι τέτοιο…
Άνοιξε με τρεμάμενο χέρι τη σκοροφαγωμένη πλέον κουρτίνα κι έμεινε μπερδεμένη να κοιτά με θαυμασμό και έκπληξη.
Ο γέρος ασθμαίνοντας ανακάθισε στο κατασκουριασμένο κρεβάτι του. «Μπορείς να μου το φέρεις σε παρακαλώ, Ευούλα μου;» Η κόρη υπάκουσε αμίλητη. Θα έκανε τα πάντα για να είχε υπάρξει η τέλεια κόρη κι αυτό ήταν το ελάχιστο. «Αυτό, Εύα μου, είναι ένα Μπαομπάμπ. Από την Αφρική! Ένα μπονσάι μπαομπάμπ! Το λένε και δένδρο της ζωής…» Για μια στιγμή τής φάνηκε πως ένα ειρωνικό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του πατέρα της, μα γοργά ξέσπασε σε έντονο βήχα.
«Όταν η μάνα σου με παράτησε και με κορόιδεψε, έμεινα απένταρος με εσένα στην κούνια. Η κουλαμάρα μου δεν μ’ άφηνε να δουλέψω κάτι με τα χέρια. Η αμορφωσιά μου δεν με άφηνε να κάνω κάτι με το μυαλό. Άρχισα λοιπόν να πουλάω τέτοια δεντράκια, μπονσάι. Είναι μια τέχνη κινέζικη, γιαπωνέζικη. Μεγαλώνεις ένα δέντρο μόλις σ’ ένα μπολάκι. Ξέρεις τι μπόι πετάει αυτό το δέντρο στην φύση;» Ο βήχας επέστρεψε δριμύτερος τσιμπώντας τα πνευμόνια του με την φλογερή του τρίαινα.
«Τι πατέρα;» ρώτησε, συνεχίζοντας να του χαϊδεύει την ελεύθερη παλάμη του.
«Εικοσπέντε μέτρα, Εύα μου! Κι όλο αυτό το θεριό μπορείς να το κάνεις μπιμπελό σ’ ένα τοσοδούλι μπολάκι.» Τα μάτια του έλαμψαν σαν φωτεινές λυχνίες. Κανείς δεν είναι ποτέ περισσότερο ερωτεύσιμος παρά όταν μιλά για κάτι που αγαπά…
«Μου το ‘φερε ένας έμπορας Γιάπωνας. Να τον έχει ο Θεός καλά… Δέντρο της Ζωής, λοιπόν. Δέντρο και της δικής μου ζωής… Ξέρεις γιατί αγάπησα την τέχνη τούτη, Εύα μου; Γιατί μπορείς να πλάθεις το φυτό εσύ, όπως γουστάρεις… Να, παίρνεις ένα σύρμα και το τυλίγεις γύρω απ’ τα κλαδιά με τρόπο τέτοιον που το κλαδί παίρνει τον δρόμο που θες εσύ. Το μεγαλώνεις όπως θέλεις το φυτό. Όταν έφυγες, είχα βρει αληθινή παρηγοριά σ’ αυτά. Μου θύμιζαν πώς μεγάλωνα εσένα… Βέβαια στα παιδιά δεν κάνεις ακριβώς ότι γουστάρεις…» Οι ανεξέλεγκτοι λυγμοί του τον διέκοψαν.
«Και γιατί, μπαμπά, τα έκανες τα κλαδιά του τόσο λυγισμένα και τόσο ‘άτσαλα’;»
«Να, κόρη μου. Κάθε φορά που με στεναχωρούσες, λύγιζα και ένα κλαδί προς τα κάτω. Κάθε φορά που με έκανες να κλαίω, έκοβα ένα βλαστάρι… Κάθε φορά που μ’ έκανες χαρούμενο, λύγιζα τα κλωνάρια προς τα πάνω.»
Το περίεργο, δακρυσμένο βλέμμα της τριγύρισε επάνω στον κορμό κι ανέβηκε προς τα φαλακρά κλαδιά.
«Όχι εκεί χάμω. Εκεί απ’ την φύση του πάει ευθεία. Πάνω, εκεί π’ αρχίζουν τα κλαδιά.»
Το βλέμμα της σκαρφάλωσε λίγο πιο ψηλά στο δέντρο μιας πιθαμής για να αντικρίσει τους δαιδαλώδεις ελιγμούς των κλωναριών. Στην αρχή τής φαινόταν πως τα λεπτά εκείνα κλαδιά γέρναν συνέχεια προς τα πάνω, ύστερα από καμιά φορά και προς τα κάτω, μα η ευτυχία παρέμενε σε κυριαρχία. «Ήσουν κάπου στα δέκα εκεί που κοιτάς τώρα. Γύριζες από το σχολείο γεμάτη ιστορίες που δεν προλάβαινες να μου πεις. Πόσο μ’ άρεσε να σ’ ακούω. Μάθαινα κι εγώ μαζί σου, ο αγράμματος. Κάθε μεσημέρι στο τραπεζάκι μας που τρώγαμε το ρύζι. Συγγνώμη, κοριτσάκι μου για την πείνα μας· πόσα να βγάλω ο άμοιρος από τούτα τα δεντράκια; Μονάχα αυτό κατείχα… Πού και πού έκανες καμία σκανταλίτσα. Με στεναχωρούσες λίγο, αλλά χαλάλι. Στο επόμενο τραπέζι φτιάχνανε όλα.» Η συντετριμμένη κόρη χάιδεψε τα ψαρά, αραιά μαλλιά του σαν απάντηση στο δάκρυ του.
Ύστερα οι κατηφοριές γινόταν μεγαλύτερες, μα πάντα την τελευταία στιγμή πρόβαλε και μια ανηφοριά. «Ερχόσουν τότε θυμάμαι, κορίτσι μου, όλο νεύρα απ’ το σχολείο… ‘Όλα τα παιδιά έχουν τηλεόραση, μπαμπά, μονάχα εμείς είμαστε έτσι… Όλα τα παιδιά τρώνε κρέας και πάνε στα ζεστά εστιατόρια, μπαμπά, μπούχτισα με το παλιορύζι σου’». Σαν τώρα θυμάμαι τη φωνούλα σου. Ύστερα κλεινόσουν με τις ώρες στο δωμάτιο που σου έφτιαχνα. Είχα βάλει μια κουβέρτα να χωρίζει την καλύβα μας στα δυο. Ήθελες το χώρο σου. Συγγνώμη, κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν είχες το δωματιάκι σου, να φέρνεις τις φίλες σου, να μιλάτε με τις ώρες. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω… Τα τρία τέταρτα εσύ, το ένα εγώ. Όταν σε έπαιρνε ο ύπνος, έμπαινα σιγά σιγά στο δωματιάκι σου και το διέλυα για χάρη σου. Κατέβαζα τον υφασμάτινο τοίχο και σε σκέπαζα ήσυχα ήσυχα. Και έπαιρνα τόσο μεγάλη χαρά από το αγγελικό ήσυχο προσωπάκι σου όταν κοιμόταν. Δες…» Το ζαρωμένο δάχτυλο που έτρεμε έδειξε τα κλαδιά. «Μετά από κάθε κατήφορο υπάρχει ανήφορος.»
Τα μάτια της είχαν θολώσει από τα δάκρυα. Ένοιωθε αχάριστη, απαίσια, αηδίαζε με τον εαυτό της. Τον έσφιξε με δύναμη κι εκείνος ξέσπασε σε βήχα άγριο, ανήμερο. «Κόρη μου, θέλω να προλάβω… Κοίτα πιο πέρα». Βιαστικά σκούπισε τα λαμπερά της μάτια και υπάκουσε. Είδε μια απότομη κατηφόρα. Σε όλα τα κλαδιά. Τόσο μεγάλη που καμία άλλη δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της.
«Εδώ…» Ο πατέρας δεν άντεξε… Ξέσπασε σε οδυνηρούς λυγμούς. «Εδώ με εγκατέλειψες, αγάπη μου. Συγγνώμη για όλα…» Η φωνή του πνίγηκε στους ανήμερους σπαραγμούς και τον εξαγριωμένο βήχα.
«Εγώ συγγνώμη, πατέρα. Ήμουν αχάριστη… Συγγνώμη για όλα. Συγγνώμη…» Η μετανιωμένη κοπέλα έσκυψε για ακόμα μια σφιχτή αγκαλιά… «Προχώρα, κόρη μου … Προχώρα και θα πάρεις την απάντησή σου». Η Εύα με το ζόρι αποκολλήθηκε απ’ το γέρικο σώμα. Συνέχισε. Τώρα τα καφετιά κλαδιά δεν είχαν καμία απρόσμενη αλλαγή. Ίσιος, άχαρος κορμός θα συνέχιζε στο άπειρο θαρρείς, αν το νερό και το χώμα ετούτο ήταν άφθονα. «Αυτή είναι η ζωή μου μόνος. Δεν με ξαναστεναχώρησες, δεν με ξανάκανες χαρούμενο… Τώρα θέλω να μ’ αφήσεις και να κάνεις ένα βήμα πίσω κοιτώντας το δέντρο.» Η κόρη εξουθενωμένη από το κλάμα εκτέλεσε αβίαστα.
«Αν έβλεπες αυτό το δέντρο στη φύση, ποιο κομμάτι του θα έλεγες πιο όμορφο; Όχι ξέροντας τι σημαίνουν οι καμπύλες και τα ισάδια. Ανήξερα!» Η Εύα φάνηκε να καταλαβαίνει πού το πήγαινε ο πατέρας της. «Αυτό, μπαμπά», είπε και χάιδεψε το σημείο όπου τα κλωνάρια χοροπηδούσαν πάνω κάτω. «Κι ύστερα;» συνέχισε ο γέρος. «Ύστερα αυτό», είπε και το χέρι της βούτηξε στη γλάστρα μαζί με το κλαδί. «Και τελευταία τα ισάδια… Έλα εδώ σιμά πάλι.» Η κόρη κάθισε πλάι του αστραπιαία, η ταραγμένη παλάμη της βρήκε αυθόρμητα την θέση στα αδύναμα μαλλιά του.
«Έχεις καταλάβει τότε, κόρη μου, νομίζω, τι πάει να πει γονιός πλέον. Είσαι έτοιμη να γίνεις μάνα. Κρίμα που δεν θα προλάβω να δω εγγόνια… Δεν βαριέσαι… Σημασία έχει ότι η ζωή μαζί σου ήταν πάντα καλύτερη ακόμη κι όταν με στεναχωρούσες. Ούτε εγώ θα επέλεγα εκείνο το κομμάτι που βρήκες βαρετό, Εύα. Γι’ αυτό, μη μου ζητάς άλλο συγγνώμη. Ήταν ονειρεμένες εκείνες οι μέρες στην εφηβεία σου, δεν θα τις άλλαζα. Έδινες νόημα σε ό,τι έκανα. Όσο και να πόναγα που σε ’βλεπα κάθε μέρα να μου φέρεσαι έτσι, ήταν ασύγκριτα πιο ωραίο από το να ’μαι μόνος μου, Εύα. Η ζωή μετά ήταν ένα κενό. Δεν ζούσα για να ζω. Ζούσα για να βγάζω την μέρα… Μην επιλέξεις ποτέ μια τέτοια ζωή, γλυκιά μου, εντάξει; Αν θες να κάνεις κάτι για μένα, κάνε αυτό μονάχα. Ζήσε όμορφα. Ζήσε πραγματικά!»
Η Εύα έσκυψε πάνω του, τα δάκρυά τους ανακατεύθηκαν και οι καρδιές τους ενώθηκαν σαν ήρθαν σ’ επαφή τα στήθια τους, εναρμονίστηκαν σε χτύπο κοινό, όπως όταν μικρή έτρεχε στην ασφαλή αγκαλιά του μετά από κάποιο φρικτό όνειρο. «Συγγνώμη, αγάπη μου, που δεν σ’ αφήνω τίποτ’ άλλο πέρα από τούτη την ανεμοδαρμένη παράγκα κι αυτό το κούτσικο το δέντρο. Μια ζωή φτωχούλης του Θεού, δεν βαριέσαι… Δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Αν ποτέ δεις την μάνα σου, κι είναι καλά να της το πεις… Δεν κρατάω κακία σε κανέναν.»
«Εντάξει, μπαμπά.»
«Το δέντρο αυτό ήταν όλη μου η ζωή απ’ όταν έφυγες… Δίνω την ζωή μου διπλά λοιπόν… Μια φορά σ’ εσένα, την υπόλοιπη ζωή μου, και μια στον Θεό. Είστε η ζωή μου Εύα, να το προσέχεις.»
«Εντάξει, σ’ αγαπάω». Τα ανεπαρκή από τη φύση τους λόγια είχαν στερέψει. Σαν στάλες δροσιάς σ’ έρημη σκασμένη γη, δεν μπορούσε να τα βρει κι ας πάσχιζε ετούτη την ώρα της ύψιστης ανάγκης. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, κοριτσάκι μου». Το βλέμμα του βυθίστηκε σε πελάγη σκοτεινά και το κεφάλι απαλά σαν πούπουλο πετούμενο ανακάθισε στον ώμο του.
Τα δάκρυα, σαν μύρα ευωδιαστά, έλουσαν τον νεκρό, ώσπου μια πεντάδα δάχτυλα ξεχασμένα, πολυπόθητα ασφάλισαν τα παραθύρια της ψυχής. Τον αγαπούσε και ζητούσε συγγνώμη για όλα. Του το φώναζε συνέχεια κι ας είχε ξεκινήσει το ταξίδι του, κι εκείνος την άκουγε με χαμόγελο πικρό.
Τα χρόνια πέρασαν κι εκείνη παρέμεινε σε ’κείνη την σαθρή παράγκα. Όχι, δεν το ’κανε επειδή δεν είχε χρήματα. Πώς να μην είχε μετά από κείνη την κληρονομιά; Ή μάλλον καλύτερα, πώς να μην είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει χρήματα ύστερα από κείνη την κληρονομιά…
Το καλοφροντισμένο δεντράκι της μια μέρα το είδε στις εκθέσεις που το πήγαινε, ένας Κορεάτης τεχνίτης του τομέα και το λάτρεψε. «Έργο τέχνης! Πολύ καλό! Πολύ καλό!» έλεγε και ξανάλεγε. Θα πλήρωνε όσο όσο, δήλωνε, για να το αποκτήσει. Κι εκατομμύριο ακόμη. «Μα τι τεχνοτροπία, τι σπάνιο είδος, τι αντίφαση κάτι τόσο τεράστιο να ενυπάρχει σε κάτι τόσο μικρό!» Όχι όμως… Αν κάτι είχε μάθει από όλη την πονεμένη ιστορία, ήταν ότι τα χρήματα δεν πρέπει να εμπλέκονται στα συναισθήματα. Κι αυτό το δέντρο ήταν ό,τι είχε απομείνει απ’ τον πατέρα της. Ήταν μια ύστατη ευκαιρία να του φερθεί στοργικά, όπως ποτέ στο παρελθόν.
Ήταν απλά που ήθελε να ζει εκεί π’ ανέπνευσε ο πατέρας της για τελευταία φορά. Ήθελε να επανορθώσει με τούτο τον ανορθόδοξο τρόπο έστω και τώρα. Ίσως να μην ήταν αργά αν όλα όσα λέγαν οι παπάδες ίσχυαν…Αλλά ετούτο δεν θα μπορούσε να το ξέρει. Ήταν απλά ο δικός της τρόπος να του πει «Μην στεναχωριέσαι, μπαμπάκα, που τα άλλα παιδάκια μένανε σε σπίτια ζεστά, μεγάλα κι εμείς σε τούτη την καλύβα… Να! Μου αρέσει η καλύβα μας. Δες με!»
Χρήστος Καρούλης
Πολύ ωραίο και τρυφερό.Επίσης έξυπνοι οι συμβολισμοί με την Εύα και το δέντρο της ζωής.Καλή επιτυχία!
Ψηφίζω το δέντρο της Ζωής
Δικό σου είναι το βραβείο. Αν έχει λεφτά θέλω ποσοστό για την ψήφο.
Μπράβο Χρήστο, πολύ όμορφη ιστορία και εξίσου όμορφος λόγος!
Κανείς δεν είναι ποτέ περισσότερο ερωτευσιμος παρά όταν μιλά γι αυτό που αγαπά!!!
Σπάνια ευαισθησία και πολύπλευρο ταλέντο!!
Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια Χρήστο…γιατί σίγουρα αυτό είναι μονο η αρχή!!!
Πολύ ωραίο Χρήστο.. πλούσιο από συναισθηματισμό και γεμάτο από το ταλέντο σου … συγχαρητήρια και εις ανώτερα
Πολύ όμορφο…!! ❤️❤️
Καλή Επιτυχία!!!