Η Τζένη, εντελώς φουρκισμένη, κοπάνησε την πόρτα του καταφυγίου πίσω της. Κόντεψε να ξεκολλήσει τους μεντεσέδες. Η σκόνη του σοβά χόρευε στις λιγοστές ακτίνες του ήλιου που εισχωρούσαν από το πλαϊνό παράθυρο.
Ήρθε μια σύντομη βόλτα στο βουνό για να βρει την ησυχία της και μόνο ησυχία δεν βρίσκει. Ίσως τούτο το ξύλινο καταφύγιο, με την απαραίτητη στενότητά του, ίσα ίσα που χωρά ένα κρεβάτι και κομοδίνο, κάπως καλμάρει την χειμαρρώδη της ένταση.
«Γιατί έκανα παιδιά, τι σκεφτόμουν γαμώ το κέρατο;» ψιθύριζε επαναμβανόμενα, αν και σε τόσο μικρό και ήσυχο χώρο, ο ψίθυρος ακουγόταν δυνατά και πεντακάθαρα.
Το βλέμμα της τραβούσε από τη μία γωνιά στην άλλη σε κατάσταση vertigo – μουρλαμένο, ζαλισμένο, αποχαυνωμένο. Καρφώθηκε στο κάδρο πάνω από την πόρτα. Δεν το είχε παρατηρήσει προηγουμένως, καθότι βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Τα ξέχασε όλα.
Το κοιτούσε υπνωτισμένη, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Και κάπως ανεξήγητα, αλλά πέρα για πέρα αδιαμφισβήτητα, έδειχνε οικείο. Απεικόνιζε μια μητέρα – όρθια με το παιδί της αγκαλιά. Η κοπέλα κοιτούσε απευθείας στην ‘κάμερα’ του ζωγράφου σαν να λέμε, και το κοριτσάκι – κρίνοντας απ’ τα μακριά μαλλιά και το παιδικό φόρεμα – είχε το πρόσωπο χωμένο στον ώμο της μητέρας, σαν να την τρόμαζε κάτι.
Το έργο ήταν το δίχως άλλο αποδομένο από ερασιτέχνη, που παρ’ όλα αυτά χειριζόταν επαρκώς το πινέλο· τόσο ώστε να διακρίνονται με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά του προσώπου, και με λίγη έως καθόλου φαντασία, να σκιαγραφήσεις στο περίπου το πραγματικό άτομο πίσω από τη ζωγραφιά.
Κι εκεί ακριβώς εντοπιζόταν το θέμα.
Αν ήταν δουλειά κάποιου εμπειρογνώμονα καλλιτέχνη, η Τζένη θα ορκιζόταν πως έβλεπε τον εαυτό της στον καμβά. Τα μαύρα μαλλιά της κοπέλας, πιασμένα σε ψηλή κοτσίδα, έμοιαζαν κατά πολύ στα δικά της, αλλά πιο σπαστά, σαν να έτρεμε το πινέλο του καλλιτέχνη. Τα μάτια είχαν το ίδιο χρώμα και το ίδιο σχήμα, αλλά έχαναν λίγο στις λεπτομέρειες των βλεφαριδών· οι δικές της κάμπτονται πιο πολύ προς τα έξω. Φορούσε ακόμη και το αγαπημένο της καλοκαιρινό φόρεμα, όμως η απόχρωση του ροδακινί ήταν πιο ξεβαμμένη και είχε δέσιμο στη μέση. Μέχρι και ο τρόπος που έπιανε την μικρή έμοιαζε στον δικό της. Από την κόρη δεν μπορούσε ν’ αποσπάσει καμία πληροφορία, μήτε αναγνώριζε κάποιο χαρακτηριστικό της.
Οι ευδιάκριτες γραμμές του σχεδίου άρχισαν να ξεθωριάζουν, και το ίδιο το πορτραίτο – σαν ξεκάθαρη εικόνα, κομμάτι το κομμάτι ρουφιόταν σε μια στροβιλιζόμενη θαμπάδα από χρώματα. Ένα υπόκωφο σφύριγμα, αυξανόμενο σ’ ένταση, τρυπούσε το κρανίο της σε βαθμό που ήθελε να το καρφώσει στην γωνία της πόρτας. Στο ζενίθ της έντασης, σ’ εκείνο το σημείο όπου είτε θα το έκανε, είτε θα εκρήγνυτο εκ των έσω, το σφύριγμα κόπηκε μονομιάς συνοδευόμενο από μία ονειρική αίσθηση – σάμπως προσγειώθηκε ξαφνικά στο πάτωμα ενώ μέχρι πρότινος, αιωρούνταν μόλις λίγους πόντους από το έδαφος.
Δίχως πλήρη επίγνωση τούτης της ανάγκης, έψαχνε απεγνωσμένα για το κάδρο, έχοντας την παρανοϊκή υποψία πως το κάδρο την αναζητούσε επίσης.
Και την βρήκε πρώτο.
Η παλάμη της μητέρας, η οποία μέχρι τώρα βρισκόταν μπλεγμένη μέσα στα μαλλιά της μικρής, απομακρυνόταν από το κεφάλι, τραβώντας μαζί τούφες ολόκληρες με τρίχες. Τα νημάτια με τις τρίχες ανάμεσα στα δάχτυλά της ανέμιζαν σαν να φυσούσε το ίδιο ρεύμα αέρα που έμπαινε από την πόρτα του καταφυγίου.
Η ίδια η Τζένη δεν παρεξενευόταν με το σουρεάλ γεγονός, δηλαδή ότι η εικόνα κινούνταν σαν να συνυπήρχε ένας άλλος κόσμος μέσα της, αλλά παρακολουθούσε καθηλωμένη θαρρείς πως δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να δει την δράση που εκτυλισσόταν μπροστά της.
Εν τω μεταξύ, η όλη κίνηση δεν ήταν φυσική με συνεχόμενη ροή, αλλά σπαστή με στακάτο, όπως το σύνολο των εικόνων που αρμονικά ενωμένες με μοντάζ δημιουργούν ένα βίντεο – με την διαφορά όμως, ότι ο υπεύθυνος για το μοντάζ έκανε κακή δουλειά και τις κόλλησε με μια χρονοκαθυστέρηση του μισού δευτερολέπτου.
Τα καστανά μαλλιά της κόρης ξεκολλούσαν τούφα την τούφα από το κρανίο κι έπεφταν αργά προς το πάτωμα. Κάποιες τις παρέσερνε ο αέρας σε άλλα σημεία, πιο μακριά από το ζευγάρι. Σε κάθε καρέ εμφανιζόταν ολοένα και περισσότερο το γυμνό δέρμα της κεφαλής, και όχι στα πολύ μετέπειτα, θα έπεφτε και η τελευταία τρίχα.
Όσο συνέβαινε αυτό, τα μάτια της μητέρας έχαναν την ολοζώντανη σπίθα την οποία ο άγνωστος καλλιτέχνης παρά την ερασιτεχνική του επιδεξιότητα κατάφερε να ενσαρκώσει, και γλιστρούσαν άδεια προς το κενό, όπως εκείνα ενός μελλοθάνατου, κατά ένα ασαφές σημείο στο κούφωμα της πόρτας πίσω από τον αριστερό ώμο της Τζένης.
Οι τρίχες του δέρματός της σ’ εκείνο το σημείο τεντώθηκαν μαζικά, λες και την προσπέρασε ηλεκτρομαγνητικό κύμα· καταπώς όταν πλησιάζεις το χέρι μπροστά απ’ αυτές τις παλιές οθόνες που έμοιαζαν με κουτιά, και βλέπεις τις τρίχες να στέκονται προσοχή.
Σιγά σιγά, τα άκρα έχαναν την πλαστικότητά τους. Τα γόνατα λύγιζαν και κάποιες μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις στα δάχτυλα του χεριού στο οποίο στηριζόταν η κόρη, υποδήλωναν πως η μητέρα έχανε αυτό που κρατούσε την αγκαλιά της σφιχτή.
Σχεδόν ταυτόχρονα, και τα δύο χέρια εκτέλεσαν την τελευταία τους κίνηση πέφτοντας υπό το βάρος τους προς τα κάτω σαν περιστέρια που έπαθαν ανακοπή στον αέρα.
Την αμέσως επόμενη στιγμή μάνα και κόρη σωριάστηκαν στο έδαφος.
Η Τζένη ήθελε να ουρλιάξει, μα το μόνο που έβγαινε ήταν ένας ακατάληπτος λαρυγγισμός.
Η μητέρα έπεσε στο πλάι. Τα πόδια της διπλώθηκαν προς τα πίσω. Το φόρεμα συνέχισε να γλιστρά πριν κι αυτό με τη σειρά του βρει τη θέση του ανασηκωμένο κοντά στο γόνατο, αφήνοντας ν’ αποκαλυφθεί το λευκό εσωτερικό των μηρών της. Ανάμεσα στις ανοιχτές παλάμες κειτόταν η κόρη – κι αυτή γυρισμένη στο πλάι – παραμένοντας πλάτη στον παρατηρητή έξω από την διαχωριστική μεμβράνη του τζαμιού, που ξεχώριζε τις δύο πραγματικότητες. Τα χέρια της μητέρας, από τον αγκώνα μέχρι την παλάμη διατήρησαν την κύρτωση τους, σαν να αγκάλιαζαν ακόμη το σπλάχνο, παρά το γεγονός πως κάθε ίχνος ζωής είχε φύγει από μέσα τους.
Η γυναίκα κατά τα φαινόμενα, είχε πεθάνει. Όμως δεν ίσχυε το ίδιο για την κόρη.
Το – πλέον καραφλό κεφάλι – του κοριτσιού έμοιαζε να κινείται με τέτοιον τρόπο που μόνο αν εστίαζες εκεί θα μπορούσες να το καταλάβεις. Έμοιαζε να τρίβει το αυτί στο μπράτσο της, αλλά κάνοντάς το με προσοχή, ενδεχομένως γιατί νόμιζε πως η μαμά της κοιμόταν;
Στο παραλυμένο πρόσωπο της Τζένης διαγράφτηκε κάτι σαν ανακούφιση και αγωνία μαζί. Μουρμούριζε ακατανόητες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, μη υπαρκτής.
«Κχχχχς… Μοχπογνν… Δνεκμο-υ». Δύο στήλες σάλιου, μία μικρότερη και μία μεγαλύτερη, έσταζαν από την άκρη του στόματός της. Η μεγαλύτερη προσγειώθηκε πάνω στο μπουφάν της, συνεχίζοντας την πορεία της μέχρι να σταματήσει σ’ ένα υπερυψωμένο τσαλάκωμα του υφάσματος.
Το κεφάλι ξεκόλλησε απ’ το μπράτσο και το σώμα –δίχως να στηρίζεται καθόλου σ’ αυτό – σηκωνόταν αργά, δείχνοντας μια δύναμη αταίριαστη σε παιδί τόσο νεαράς ηλικίας. Το κορίτσι καθισμένο οκλαδόν συνεχίζοντας να είναι πλάτη στην Τζένη, μάζεψε τα χέρια και τα έβαλε μπροστά του, καλύπτοντας τα μάτια. Το παιδικό κορμί λύγιζε, πάθαινε σπασμούς. Έκλαιγε, ή γελούσε. Σταμάτησε, ακινητοποιήθηκε· και η Τζένη τέντωσε τα μάτια διάπλατα. Το καραφλό κεφάλι έστριβε προς τα δεξιά θέλοντας να πάρει το χρόνο του πριν επιτέλους αποκαλυφθεί στο μοναδικό θεατή του παραλόγου.
Αυτό δεν ήταν παιδί σε καμία των περιπτώσεων. Αν ήταν θα επρόκειτο για το φρικώδες αποτέλεσμα μιας βαριάς τερατογένεσης.
Οι δύο στρογγυλοί βώλοι που είχε αντί για μάτια ήταν καθηλωμένοι στην Τζένη. Δεν διέθεταν βλέφαρα, κόρη και ίριδα – μόνο μια αφύσικη μαυριδερή γυαλάδα. Αντί για στόμα είχε στη θέση του μια ολοσκότεινη ωοδειδή τρύπα δίχως χείλη. Στα τειχώματά της ήταν φυτεμένα σε σειρά απαίσια μυτερά δόντια· σαν φράχτης από ρυπαρά, δηλητηριώδη κεντριά. Το μοναδικό ανθρώπινο στοιχείο σε αυτό το κατά τ’ άλλα κτηνώδες πρόσωπο υπήρξε το χρώμα της επιδερμίδας· κατάλευκο σαν το γάλα. Δεν άργησε να χάσει και αυτό βέβαια, όταν λεπτές ασημένιες φλέβες οι οποίες ξεκινούσαν κάπου από το αθέατο σημείο του σβέρκου, ενώνονταν μεταξύ τους και πλημμύριζαν την τριγύρω περιοχή με κηλίδες του ίδιου φαρμακερού αίματος που μετέφεραν.
Ξαφνικά, λες και το εικονοπλαστικό κάδρο πήδηξε μεμιάς είκοσι καρέ, η αβυσσαλέα κοιλότητα του στόματος ξεχειλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, τριπλασιάζοντας τη διάμετρό της. Τώρα καταλάμβανε σχεδόν το μισό πρόσωπο. Τα αισχρά κεντριά εμφάνισαν και το υπόλοιπο σώμα τους, φυτεμένα το καθένα σε ανύπαρκτα ούλα.
Το καταχθόνιο πλασματάκι, ξάφνου έκοψε το νήμα της βλεμματικής επαφής με την Τζένη και στράφηκε προς την νεκρή του μάνα. Παρότι λόγω του περιορισμού των δύο διαστάσεων δεν μπορούσε να δει προς τα πού ακριβώς κοιτούσε, η Τζένη είχε την αίσθηση – ή καλύτερα το ονειρικό όραμα – πως παρά την τερατώδη εμφάνιση, παρέμενε ακόμη στο βάθος του παιδί και κοιτούσε την μάνα του με την ίδια αθωότητα όπως όταν το κρατούσε βρέφος στην αγκαλιά της.
Σκύβοντας με απρόσμενη σβελτάδα και κάπως σαν να ήθελε να παίξει, ίσως ανταγωνιζόμενο σε ταχύτητα κάποιο άλλο – ωστόσο αθέατο – πλασματάκι εκεί μέσα, άρπαξε ένα κομμάτι από το μάγουλο της μητέρας. Το νεκρό σώμα τρα-ντάχτηκε ολόκληρο.
Η Τζένη αναφώνησε βουβά.
Επικεντρώνοντας ξανά την προσοχή του στον παρατηρητή από τον άλλο κόσμο, κοιτούσε με την ίδια αθωότητα που οραματίστηκε η θεατής από τον «φυσικό» κόσμο, αλλά α-προκάλυπτα προσποιητή, έχοντας το κομμάτι της σάρκας χωμένο στο στόμα σαν αιματηρή σφήνα, και μασώντας ό,τι χωρούσε μέσα στο ερεβώδες χωνευτήρι.
Το εσώτερο σύμπαν του κάδρου, φάνταζε ότι έπλεε μέσα σ’ ένα βάζο με παχύρευστο μέλι. Οι κινήσεις αργούσαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο, και τα χρώματα ακόμη, έμοιαζαν να ακτινοβολούν κατάτι πιο σκούρα, πίσω από ένα ελαφρά καφετί κρύσταλλο.
Κατ’ ανάλογο τρόπο έρεε και το δάχτυλο του κοριτσιού καθώς το έστρεφε προς το στόμα του. Ίσως σκόπευε να σπρώξει την μασημένη σάρκα πιο μέσα βοηθώντας στην κατάποση της υπερβολικά μεγάλης μπουκιάς που δυσκολευόταν να πολτοποιήσει, παρά τις σειρές των δοντιών – αξιοζήλευτες ακόμη και από τον πιο υπερτροφικό λευκό καρχαρία.
Απεναντίας, το κορίτσι απλά πιπίλισε για λίγο το δάχτυλο· όχι σαν ν’ αναπαράγει ακούσια κάποιο βρεφικό κατάλοιπο απ’ όταν θήλαζε τη μαμά του, αλλά σαν να θέλει ν’ απολαύσει τα τελευταία απολοιφάδια νοστιμιάς γύρω από το νύχι. Βγάζοντάς το, το δάχτυλο είχε αποκτήσει αφύσικο μάκρος, περίπου δύο φορές περισσότερο από τα υπόλοιπα, και το πάνω μέρος του, το μισό δηλαδή, ήταν βαμμένο πορφυρό, βουτηγμένο στο αίμα.
Έστρεψε αυτό το ερυθρόλευκο καλαμάκι προς το μέρος της Τζένης, πλάθοντας με τα μπλαβισμένα του χείλη ένα απαίσιο μειδίαμα που την έκανε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της, προς το κατακρεουργημένο πρόσωπο της πεθαμένης μητέρας, το οποίο συγκρινόμενο, φάνταζε θέαμα υποφερτό. Τούτο το χαμόγελο – αν και αδύνατο να διατηρήσεις το βλέμμα πάνω του για πάνω από ένα δευτερόλεπτο – πρώτον αποκάλυπτε, και πρόδηλα μάλιστα δίχως ουδεμία ενοχή, μια διεστραμμένη χαρά για τον θάνατο της μητέρας. Δεύτερον, έδειχνε την κρυφή ικανοποίηση ενός παιδιού που έχει κάνει μεν την σκανδαλιά, όμως την σκαπουλάρει παρατρίχα γιατί πληρώνει κάποιος άλλος τη νύφη.
Το τεντωμένο δάχτυλο, τρόπον τινά, την έψαχνε διακαώς, και εν τέλει την ανάγκασε να το κοιτάξει. Όπως σε κάποιους εφιάλτες όπου αδυνατώντας να ξυπνήσεις κατά βούληση, πρέπει να υποστείς το εκάστοτε υποκείμενο του τρόμου μέχρι να σε σηκώσει ο κρύος ιδρώτας ή το ξυπνητήρι.
Η Τζένη, προβάλλοντας σθεναρή μα μάταιη αντίσταση, το μόνο που κατάφερνε ήταν να χάνει περισσότερο τον έλεγχο της ήδη ημιπαράλυτης συνείδησής της κατά έναν βασανιστικό και ακατανόητο τρόπο – σαν ό,τι υπόλειμμα νηφαλιότητας έχει απομείνει να ρουφιέται από κάθε οπή στο σώμα της· ακόμη κι απ’ τους μικροσκοπικούς πόρους του δέρματός της.
Η μύτη του δαχτύλου σημάδευε στο δόξα πατρί. Εντούτοις, το ακατάληπτο μουρμουρητό της Τζένης εκείνη τη στιγμή, μαρτύρησε ότι δεν σημάδευε απλά, αλλά πως είχε διεισδύσει μέσα από την διαχωριστική μεμβράνη των δύο κόσμων, αποκτώντας ακόμη περισσότερο μάκρος, σαν να ήταν από λάστιχο. Έμπηγε το μυτερό του νύχι πιο βαθιά στο κρανίο της, σκαλίζοντας καθεμία γωνία του εγκεφάλου. Τα μάτια της έγιναν όμοια με το γάλα καθώς είχαν γυρίσει προς τα πάνω ως σύμπτωμα του φρενιασμένου τρέμουλου που απλωνόταν στο σώμα της.
Έπειτα, κι εντελώς ξαφνικά, τράβηξε απότομα το δάχτυλο προς το μέρος του, και σαν πήρε από τον εγκέφαλο της Τζένης το απαραίτητο υλικό που χρειαζόταν, το ποτισμένο πινέλο ανέμιζε προς τυχαίες κατευθύνσεις σε εξωφρενική ταχύτητα, αλλά με τη χάρη ενός πανάλαφρου πούπουλου που ταξιδεύει με τον άνεμο.
Η φράση σχηματίστηκε σχεδόν αμέσως. Οι λέξεις που τη συγκροτούσαν, καυτηρίασαν τον αέρα του παράλληλου αυτού κόσμου, αφήνοντας νέφη γκρίζου καπνού· όμως η οσμή της καμένης σάρκας, δραπέτευσε απ’ το κάδρο, και χύμηξε στον καινούργιο κόσμο του καταφυγίου.
Δεν ήθελες ποτέ να έρθει. Τώρα θα παρακαλάς.
Στο μεταξύ, κάτι η προσπάθεια του νοητικού βιασμού που υπέστη, κάτι ένα οξύ τράβηγμα στη γάμπα της, η Τζένη ξύπνησε ολότελα. Αν το κεφάλι της είχε όση
σημασία έχει ένα δάχτυλο του ποδιού ή του χεριού, θα το έκοβε από τη ρίζα και θα το πετούσε στα σκουπίδια.
Τόσο πολύ βροντούσε.
Ο νους της ήταν ένας αχταρμάς. Κι όσο προσπαθούσε να τον βάλει σε τάξη, τόσο χειροτέρευε η ημικρανία. Ιδίως αν τολμούσε έστω και να ψηλαφίσει τον χυλό με τις εικόνες της περασμένης της εμπειρίας. Η όλη αίσθηση ήταν γνώριμη πάντως· θύμιζε τον επίλογο οποιουδήποτε ονείρου: ξυπνάς ιδρωμένος, αλαφιασμένος, αποπροσανατολισμένος και μερικές φορές, μην ξέροντας για κάμποσο χρόνο, τι είναι πραγματικό και τι όχι.
Για να κουνήσει έστω και λίγο το κεφάλι, το στερέωνε και με τα δύο χέρια, θεωρώντας κάπως υπερβολικά αλλά και κάπως δικαιολογημένα, πως το εσωτερικό του κρανίου της έχει λιώσει σε μια πηχτή Σαγκρία συνιστάμενη από αίμα, φαιά ουσία, και επιπλέοντα κομματάκια εγκεφάλου, και ότι ανά πάσα στιγμή, θα αρχίζει να στάζει από τα αυτιά και τη μύτη.
Αμέσως έχωσε χέρι στην τσέπη κι έβγαλε το κινητό. Η λαχτάρα της ήταν ασυγκράτητη. Πληκτρολόγησε τον αριθμό του άντρα της – καθώς τον θυμόταν απ’ έξω και δεν χρειαζόταν να ψάξει στις επαφές – και πριν ξεκινήσει να χτυπά, στοιχημάτισε με τον εαυτό της, ούσα εντελώς σίγουρη, πως θ’ απαντήσει μετά από ακριβώς τέσσερα μπιπ.
Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν υπάρχει πια.
Σωστά. Μα πώς να υπάρχει πια. Αφού έχει πεθάνει. Όπως και η μικρή Δάφνη. Εδώ και τέσσερις μήνες, όπως τα μπιπ.
ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος