-Κάθισε να μιλήσουμε. Πεθύμησα να μάθω την αλήθεια.
-Ποια αλήθεια, βρε αγάπη μου; Βαριέμαι τέτοιες κουβέντες. Κι ύστερα, αφού όλα τα ξέρεις. Τόσες φορές, τα ίδια και τα ίδια…
Η επιμονή του, ο παρακαλεστικός ήχος της φωνής του της φάνηκε τούτη τη φορά πως έπεφτε απειλητικά σαν τσεκούρι πάνω στη σφαλισμένη πόρτα της ψυχής της. Έσφιξε στις χούφτες της τη ριγέ τσάντα για να συγκρατήσει τη φωνή της. Τους αντίλαλους της φωνής που έβγαιναν μέσα από τις ρωγμές εκείνης της μυστικής πόρτας στο βάθος του κορμιού της κι έφταναν έως το λαρύγγι της.
-Θέλω να τα ξανακούσω. Αν μου τα ’λεγες όλα…
-Στα ’χω πει όλα.
Την τράβηξε κοντά του, την έσφιξε με πάθος και με τρυφεράδα στη φωνή του, της είπε πως τη λάτρευε. Εκείνη του πρότεινε να τη συνοδέψει στην παραλία για το τελευταίο μπάνιο του φθινοπώρου, γιατί είχε περάσει η ώρα και σύντομα ο ήλιος θα έδυε και γιατί ακόμη το μετεωρολογικό δελτίο ανέφερε επιδείνωση του καιρού αργά το βράδυ.
-Έλα κι εσύ, ετοιμάσου, μην αργείς.
Κάτω από το αέρινο λευκό φόρεμά της διακρινόταν το πολύχρωμο μαγιό της. Στα χτενισμένα μαλλιά της στραφτάλιζε ένα ασημόχρωμο κοκαλάκι.
-Λέω να το αναβάλεις. Να μείνουμε εδώ, να μου τα πεις όλα, κι ύστερα…
Ακούμπησε τα σαρκώδη χείλη του στις γυμνές ρώγες των αυτιών της και κάτι μουρμούρισε. Δε φορούσε τα σκουλαρίκια της. Κάθε φορά που ετοιμαζόταν για τη θάλασσα, αφαιρούσε με προσοχή τους κοκάλινους κρίκους με τις γαλαζωπές χάντρες. Το αχνογάλαζο χρώμα τους ταίριαζε με τις κόρες των ματιών της και για αυτό το λόγο, το ήξερε τόσο καλά, ήθελε να τις φοράει συνεχώς, σχεδόν κάθε στιγμή της ημέρας.
-Με κουράζει αυτή η επιμονή σου, παραπονέθηκε και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Γιατί την πίεζε τόσο πολύ να του ανοίξει την κρυφή πόρτα της ψυχής της;
-Αν αποφάσιζες να μου ομολογήσεις αυτό που μου κρύβεις, θα ’ταν όλα τόσο διαφορετικά, είπε ο Ανδρέας και βυθίστηκε στη λουλουδάτη πολυθρόνα.
Εκείνη κοίταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Η θάλασσα ετούτη την ώρα σαν λιβάδι με τριανταφυλλιά, γαλάζια και μενεξεδιά αγριολούλουδα. Τι κρίμα που το βράδυ θα χάλαγε ο καιρός…
-Μίλησέ μου, ρε μωράκι μου. Θέλω να μ’ ανοίξεις την καρδιά σου…
Συνέχισε να κοιτά πέρα μακριά στην ακτή. Στην κοντινή παραλία δυο τρεις κολυμβητές βγαίνοντας από τη θάλασσα άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Ίσως έπρεπε να είχε πάει στην παραλία νωρίτερα. Γιατί καθυστέρησε; Για να αρχίσει πάλι να τη ζαλίζει πως ήθελε να μάθει τα πάντα για εκείνη;
-Σε παρακαλώ…
-Τα ’χεις ακούσει χίλιες φορές.
-Άλλη μία! Και αυτή τη φορά όλα, να μη μου κρύψεις τίποτε.
-Θα στα ξαναπώ, για να μη με ζαλίζεις άλλο πια…
Κάθισε απέναντί του στον καναπέ, αφού πρώτα ακούμπησε δίπλα την πλαστική ριγέ τσάντα με τις πετσέτες. Κάθισε σταυροπόδι με διπλωμένα χέρια και άρχισε να του μιλά, ενώ είχε στηλώσει το βλέμμα της στο παράθυρο.
-Μια τέτοια μέρα, έτσι περίπου, αρχές φθινοπώρου, μπήκε στο σπίτι μας εκείνος. Τον έφερε η μητέρα μετά που χώρισε με τον πατέρα, γιατί ήταν νέα ακόμη και το αίμα κυλούσε στις φλέβες της κι ήθελε να ζήσει, γιατι ήταν μοντέρνα γυναίκα και δεν ήθελε να θάψει τα νιάτα της.
-Κι έπειτα;
-Ε, κι έπειτα μεγάλωσα, όπως όλα τα παιδιά με πατριό μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
-Σου φερόταν άσχημα; Δεν παραπονέθηκες ποτέ.
Ανασήκωσε τους ώμους της.
-Δε βαριέσαι… Πέρασαν γρήγορα τα χρόνια. Ύστερα τα καλοκαίρια πήγαινα στη γιαγιά. Ζούσε μόνη στο χωριό σε ένα μεγάλο κτήμα κοντά στο ποτάμι.
-Κι έπειτα;
-Έπειτα πέρασα στο πανεπιστήμιο στην πόλη. Μου αγόρασε η μητέρα δικό μου διαμέρισμα, ζούσα μόνη μου πια
-Κι εκεί γνώρισες τον Αλέξη;
-Και μετά τον Νικόλα… Kαι μετά τον Γιώργο…
-Άλλον κανένα;
-Μετά συνάντησα εσένα.
Πήγε κοντά της. Σήκωσε τη ριγέ τσάντα, την ακούμπησε κάτω στο πάτωμα κι ύστερα κάθισε δίπλα της.
-Τι μου κρύβεις;
Καθώς χάιδεψε τις παλάμες της, ένιωσε το τρέμουλό της, την κρυφή ανησυχία της. Στις γαλανές κόρες των ματιών της διέκρινε μια παράξενη λάμψη, σαν κάτι να της προκαλούσε πόνο.
-Εμείς οι δυο, τώρα πια, είμαστε ένα. Δεν πρέπει να ’χουμε μυστικά μεταξύ μας.
-Δεν έχω κάτι να κρύψω.
-Σε αγάπησα πολύ, σε αγαπώ, θα σε αγαπώ, μα…
Γιατί επιμένει να ανοίξει τη μυστική πόρτα της ψυχής της; Γιατί άραγε θέλει τόσο πολύ να ξεθάψει αυτά που κρύβει απ’ τον εαυτό της;
Έμειναν αρκετή ώρα έτσι σκεφτικοί και σιωπηλοί και οι δυο, χαζεύοντας από το μεγάλο παράθυρο του ξενοδοχείου τη θάλασσα. Εκείνος χάιδευε κι έσφιγγε απαλά τα χέρια της, σαν να προσπαθούσε να την πείσει να πετάξει μακριά το βαρύ σκέπασμα που κάλυπτε ένα παλιό μυστικό. Κι αυτή ένιωθε τις σκέψεις της μπερδεμένες. Γιατί να θυμάται; Γιατί όσο ανέπνεε, όσο ζούσε, θα έπρεπε να το θυμάται; Αν υπήρχε τρόπος να το είχε ήδη σβήσει από τη μνήμη της…
-Η δική μας σχέση είναι μοναδική, δεν θέλω να κρατάμε κάτι κρυφό.
-Τα ’χουμε πει χίλιες φορές.
-Προσπάθησε, αγάπη μου…
-Μα … Τα λόγια παρέμεναν ασχημάτιστα στο μυαλό της.
-Εσύ κι εγώ είμαστε ένα, τώρα πια…
Σηκώνει τα χέρια του και την αγκαλιάζει σφιχτά
-Νιώθω σαν ηλίθιος να μη γνωρίζω τίποτα για σένα. Τόσα χρόνια μαζί. Σήμερα, τώρα, θέλω να τα μάθω όλα…
Παραμένει ασάλευτη για λίγο μόνο, γιατί κάποια στιγμή αναθάρρεψε κι αποφάσισε να του μιλήσει.
-«Υπάρχουν δωμάτια στον κόσμο
Που δεν έχουν κανένα παράθυρο
Ούτε καν για ένα άστρο,
Ούτε για ένα κλωνάρι μυγδαλιάς, για ένα στάχυ»
-Δεν χρειάζεται να αρχίσεις τις απαγγελίες ποιημάτων. Μίλησέ μου χωρίς βερμπαλισμούς και φιλολογίες. Δε γράφεις διήγημα προς δημοσίευση.…
-Στο δικό μου δωμάτιο θέλει να μπει εκείνος ο άντρας. Το σιδερένιο πορτάκι τρίζει, τα δυο του φύλλα ανοίγουν διάπλατα κι εισβάλλει μέσα.
-Πες τα απλά και μην αλλάζεις τον τόνο και το ύφος της φωνής σου.
Σωπαίνει και συλλογιέται πόσο λάθος κάνει ο Αντρέας, γιατί κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα πεις απλά, γιατί οι αλήθειες τους μπορεί να σε τρελάνουν. Καλύτερα να τα φορτώσεις με στολίδια για να καλύψεις λίγη από τη φρίκη τους.
-Από δω και στο εξής, το βάρος που κουβαλάς μέσα σου μονάχη, θα το κουβαλάμε μαζί.
-Στο κτήμα της γιαγιάς έπαιζα με τις ώρες, άλλοτε μονάχη κι άλλοτε με λίγα γειτονόπουλα. Σε μια μακρόστενη στερνούλα, που ήταν στα πλάγια περιστοιχισμένη με φτέρες, βάζαμε τους γυρίνους και τα βατράχια που κουβαλούσαμε από το ποτάμι. Όταν ήμουν μονάχη, μου άρεσε να κάθομαι και να παρατηρώ τα σκιάχτρα των χωραφιών. Το δικό μας σκιάχτρο, αυτό που είχε φτιάξει η γιαγιά μου, ήταν ντυμένο με ρούχα πολλά κι έμοιαζε τόσο αληθινό…Κι ύστερα, ένα απόγευμα, εμφανίστηκε ακόμη ένα παρόμοιο. Ένα σκιάχτρο με δυο πόδια. Το βλέπω να έρχεται κοντά μου.
-Ήρθε η μητέρα;
-Ήρθα να σε πάρω.
-Πού θα πάμε, πατέρα;
-Δεν είμαι ο πατέρας σου.
-Μα η μητέρα με μαλώνει όταν σε φωνάζω με το όνομά σου.
-Πάμε, πρόσταξε.
-Κι ύστερα;
-Ε… Προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του.
-Συνέχισε, σε παρακαλώ
-Στο σαλόνι παίξαμε ένα παιχνίδι, η γιαγιά έλειπε στο γιατρό με τη μητέρα… Στον κλασικό καναπέ τύπου Chesterfield με ενισχυμένο σκελετό από ξύλο καρυδιάς και αναπαυτικό, βελούδινο κάθισμα, χρώματος βυσσινί…
-Άστα αυτά…
-Με πήρε στην αγκαλιά του.
Ο Ανδρέας έχει γουρλώσει τα μάτια, κάνει υπομονή να ακούσει και τα υπόλοιπα.
-Μια παράξενη μουσική υπόκρουση φτάνει στα αυτιά μου. Στο κτήμα της γιαγιάς οι φτέρες συστρέφουν τα φύλλα τους κι αρθρώνουν κάτι σαν κραυγή, κι ύστερα τα βατράχια κοάζουν ασταμάτητα.
-Ήταν ο πατριός, τελικά, ε
-Δε βλέπω το πρόσωπό του, φοράει ένα καπέλο. Έχει φορέσει το καπέλο του σκιάχτρου.
-Αυτός ήταν, αυτός ο μπάσταρδος!
Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον Ανδρέα. Σαν να συνειδητοποιούσε ξαφνικά πως του είχε ομολογήσει όσα του έκρυβε τόσον καιρό. Σκέφτηκε ακόμη πόσο αξιολύπητη θα φαινόταν τώρα πια. Το τραπέζι με τις καρέκλες ολόγυρα, ο καναπές, η πολυθρόνα, η ανθοδέσμη με τους κρίνους στο πορσελάνινο ανθοδοχείο, τόσο διαφορετικά από πριν… Ένιωσε ότι έμπαινε κρύο από το παράθυρο. Έκανε να το κλείσει, μα γρήγορα μετάνιωσε. Όλα μέσα της ένα κενό, η μυστική πόρτα διάπλατα ανοιχτή, ξεκλείδωτη. Πολύ άσχημη η ιδέα του να του αποκαλύψει τα πάντα. Τίποτα πια δε μπορεί να είναι όπως πρώτα.
-Αντρέα, τι σκέφτεσαι;
-Τίποτα.
-Τίποτα;
Από το ανοιχτό παράθυρο η θάλασσα σπαρμένη με μαβιά και πορφυρά χρώματα, σαν μικροσκοπικά αγριολούλουδα. Η κοντινή ακτή φαίνεται άδεια. Οι λίγοι παραθεριστές θα πήγαν στις γειτονικές ψαροταβέρνες.
-Πώς τόλμησε να αγγίξει ένα παιδί;
Είχε σκυμμένο το κεφάλι του κι έσφιγγε σε γροθιές τα δάχτυλα των χεριών του
Γιατί δεν πήγαν να κολυμπήσουν; Γιατί έμειναν κλεισμένοι στο δωμάτιο; H θάλασσα στο βάθος, πέρα μακριά ίσως να ήταν ταραγμένη. Αργά το βράδυ ο καιρός θα χαλούσε, ίσως και νωρίτερα. Ποιος ξέρει…
-Τον μπάσταρδο…
Έσκυψε το κεφάλι της κι εκείνη. Κάτω από το λευκό ριχτό φόρεμά της διέκρινε το μαγιό της. Μπορούσε να πάει στη θάλασσα ακόμη και τώρα. Προλάβαινε.
Όρμηξε έξω. Ευωδιά ψημένου στα κάρβουνα χταποδιού έφτασε στα ρουθούνια της. Όμορφα που μυρίζει, ψητό χταπόδι, συλλογιέται. Αν είχαν πάει για μπάνιο, τώρα θα έτρωγαν κι αυτοί οι δυο τους στην ψαροταβέρνα του μπαρμπα – Νικολή.
Τράβηξε προς την παραλία με βήματα ανάλαφρα και βιαστικά. Δεν κρατούσε στα χέρια της τίποτε. Τη ριγέ τσάντα με τις πετσέτες δεν την είχε πάρει μαζί της. Πάνω στα βότσαλα πέταξε το λευκό φόρεμά της κι ύστερα βυθίστηκε στο νερό.
Κόκκινα σύννεφα στον ουρανό, παρταλιασμένα, σαν ποντικοφαγωμένη φλοκάτη, σαν μυριάδες μικρά ανοιχτά παράθυρα… Στα νερά της θάλασσας κάμποσα μέτρα πιο πέρα κάτι επέπλεε. Κάτι ερχόταν από μακριά.
Ήταν μονάχα ένα ψάθινο καπέλο. Θα το έχασε κάποιος κολυμβητής. Μπορεί ωστόσο να ήταν το καπέλο του σκιάχτρου, εκείνου του σκιάχτρου στο κτήμα της γιαγιάς… Θα κολυμπούσε για να το έπιανε, όσες ώρες κι αν χρειαζόταν, κάποια στιγμή θα το έφτανε…
Το σκιάχτρο στο κτήμα της γιαγιάς δε γινόταν να στέκεται έτσι γυμνό… Γυμνό όπως η δική της η ψυχή τώρα πια… Θυμήθηκε πριν από λίγο πόσο γυμνό της φάνηκε το βλέμμα του Ανδρέα, το δωμάτιο, ο κόσμος όλος…
Απέναντι, στην ακτή σιμά στο λευκό φόρεμά της, ο Ανδρέας τής φωνάζει.
-Βιόλα, Βιολέτα, γύρνα πίσω.
Βιολέτα.. ένα φυτό ευπαθές στις χαμηλές θερμοκρασίες… Ο πατριός είχε κακοποιήσει το κορμί της κι αυτός με την επιμονή του τι έκαμε;
-Βιολέταααα!
Ο ήχος του ονόματός της έφτασε στα αυτιά της, μα δεν την ένοιαζε. Τώρα κολυμπούσε όλο και πιο γρήγορα, θα κολυμπούσε όσο πιο μακριά μπορούσε. Έπρεπε να προλάβει να πιάσει το καπέλο…
Διώνη Ιωάννου
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!