Τη γνώρισε, την πιο κρύα μέρα του χειμώνα, το θερμόμετρο έδειχνε κάτω από το μηδέν και ένιωθε να παγώνει ολόκληρος μετά από τόσο περπάτημα. Μπήκε βιαστικά σε ένα καφενείο να ζεσταθεί κοντά στην ξυλόσομπα. Παρήγγειλε ένα τσάι, φοιτητής ήταν τότε στην Ανωτάτη Εμπορική. Μετά από λίγο την είδε να στέκεται στην πόρτα και να ψάχνει τραπέζι με το βλέμμα της. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε κανένα άδειο, σήκωσε γρήγορα το χέρι του και της έκανε νόημα να καθίσει δίπλα του. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά που τους κράτησε δεμένους για μία ζωή.
Σε μια βόλτα τους στο Μοναστηράκι, του αγόρασε για δώρο ένα καπέλο, σαν τώρα το θυμάται. Το είχε κάνει μόδα ο Αλέν Ντελόν, γνωστός γόης της εποχής, που φορούσε ένα παρόμοιο σε μία ταινία του. Της άρεσε να τον βλέπει να το φοράει και για να την ευχαριστήσει, το καθιέρωσε. Γκρι σκούρο για το χειμώνα και ψαθί λευκό για το καλοκαίρι.
Όταν παντρεύτηκαν, κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά εκείνη για αποχαιρετισμό έφερνε το καπέλο στην ευθεία της γραβάτας του, τον φιλούσε απαλά στα χείλη και με ένα πλατύ χαμόγελο τον ξεπροβόδιζε για την τράπεζα. Το είχε για γούρι αυτό το τελετουργικό όπως και την αγάπη της.
Τα τελευταία χρόνια, η φροντίδα της είχε περιοριστεί στο γλυκό της χαμόγελο που του έστελνε από το κρεβάτι και στην κίνηση του χεριού της που με κόπο του έδειχνε να ισιώσει το καπέλο του. Είχε πάντα την έννοια του, ακόμα κι έτσι.
«Τι μέρα και αυτή σήμερα, η πιο κρύα του χειμώνα, το θερμόμετρο το πρωί έδειχνε κάτω από το μηδέν, μέχρι το βράδυ θα το έχει στρώσει», σχολίαζαν μεταξύ τους οι παραβρισκόμενοι. Είχε κουμπωμένο μέχρι πάνω το παλτό του και φορούσε το καπέλο του όπως πάντα. Περπατούσε αργά πίσω από την πομπή και ο ίδιος δεν αισθανόταν τίποτα, ούτε τον αέρα που ανέμιζε τις εσάρπες των γυναικών σα σημαίες μεσίστιες, ούτε το κρύο που έκανε φίλους και συγγενείς βιαστικούς να θέλουν να χωθούν στο καφενείο για τον καφέ της παρηγοριάς.
Για λίγο σήκωσε το βλέμμα του, ένα σμήνος πουλιών πετούσαν γρήγορα να προφυλαχτούν πριν πιάσει ο χιονιάς και τότε το καπέλο γλίστρησε από το κεφάλι του, έκανε δύο τρεις κύκλους στον αέρα και άρχισε να πετά ψηλά στον ουρανό όμοιο με χαρταετό. Κάποιοι φώναξαν «το καπέλο, το καπέλο» και ο γιος του άρχισε να το κυνηγά μήπως και το προλάβει, όμως εκείνος παρακολουθούσε αδιάφορα.
Τι τον ένοιαζε, δεν τον ένοιαζε τίποτα, αφού εκείνη δεν ήταν πια μαζί του.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Πολύ τρυφερό !
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ