Ήταν σαν την κίσσα. Μάζευε, ό,τι έβρισκε, και της φαινόταν άξιο λόγου. Έκλεβε; Εδώ οι απόψεις διχάζονται. Το σίγουρο είναι ότι στο κονάκι της θα βρεις λογής λογής ανόμοια αντικείμενα, αμφίβολης αξίας. Περνούσε ώρες ατέλειωτες να τα γυαλίζει. Κατόπιν να τα τοποθετεί σε ράφια στους τοίχους. Ένα γύρω με τη σειρά τους. Ένα μουσείο όσων κανείς δεν ήθελε… Πεταγόταν γεμάτη ανησυχία για τους παράταιρους θησαυρούς της κάθε που κάποιος της κτυπούσε την πόρτα. Όχι, ότι συνέβαινε και συχνά. Άλλαζε φωνές σαν την κίσσα, για να τους μπερδεύει. Οι γείτονες περίεργοι χρησιμοποιούσαν κάθε τέχνασμα, για να εισχωρήσουν στα ενδότερα αυτού του μουσείου της ασημαντότητας. Προσδοκούσαν να αποκαλύψουν τις κρυφές σίγουρα παρανομίες της. Γύρευαν, ως λαϊκοί δικαστές, να τις καυτηριάσουν. Τι; Ό,τι δεν μπορούσαν να τοποθετήσουν ανέξοδα στα συρτάρια της σερβάντας του καθιστικού τους.
Από μικρή ήταν παράταιρη. Όχι παραλοϊσμένη, αλλά διαφορετική. Ίσως να έφταιξε που έμεινε από νωρίς μονάχη. Ορφάνεψε στην ηλικία που τα κορίτσια άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν. Μια λεπτή, όχι ψηλή, αλλά σίγουρα συνηθισμένη κοπέλα. Θα μπορούσες να την πεις και αδιάφορη, αν δεν πρόσεχες τα μάτια της. Ανοικτά γκρίζα, καθρεφτιζόσουν μέσα τους. Λίγο το κακό. Απέφευγαν να την κοιτούν και την ξεχνούσαν. Και περνούσαν τα χρόνια…Πώς έφτασε να γίνει μια γυναίκα χωρίς ηλικία; Η παράξενη του χωριού; Τώρα την πρόσεχαν, αν την έβλεπαν. Μπορείς να πεις ότι την φοβούνταν. Η ίδια δεν είχε πολλές κουβέντες με κανένα. Μόνο για τα απαραίτητα, τα καθημερινά. Έφευγε αχάραγα για τα χωράφια. Γύρναγε σκυφτή ξανά στο κονάκι της το σούρουπο. Κανένα δε χαιρέταγε στο δρόμο. Ούτε έναν δεν έμπαζε σπίτι της πια.
Στο χωριό κυκλοφορούσαν κάθε είδους ιστορίες για το τι είχε και το τι έκανε εντός του. Ποιος συγχωριανός θα πίστευε την τάξη και την αρμονία αυτού του μυστικού καταφυγίου;
Σε κάθε τοίχο υπήρχαν ράφια. Και πάνω τους τοποθετημένα φθαρμένα αντικείμενα, χωρίς αξία. Ωστόσο το καθένα είχε τη δική του, κρυφή ομορφιά. Ένα φτερό ακουμπάει πάνω σε ένα σύμπλεγμα κλαδιών. Τα έφερε το ποτάμι απ’ τις πηγές, ψηλά στο βουνό. Το λιωμένο χιόνι τα παρέσυρε ανάμεσα στις πέτρες του βυθού. Λείανε τις γωνίες τους κι έφτιαξε ένα ξύλινο γλυπτό. Δίπλα τους ένα αστραφτερό κουμπί αντανακλά τα χρώματά του σ’ ένα καθρέφτη. Μια ραγισματιά τον διαπερνάει. Μεγάλη χαρά είχε η κίσσα μας, όταν τον βρήκε στα σκουπίδια. Τον έτριψε, τον έβαψε, το γυάλισε. Δεν μπορούσε ωστόσο να διορθώσει το σπάσιμο στην άκρη του. Δεν ήθελε κιόλας. Αυτή φρόντιζε μόνο τα λαβωμένα αντικείμενα.
Πάνω απ’ το τζάκι όμως δεν υπήρχαν ράφια. Εκεί είχε ακουμπήσει ένα σκισμένο φόρεμα με κηλίδες αίματος πάνω του. Κάποια βράδια το έπαιρνε στην αγκαλιά της. Κουνιόταν πέρα δώθε και του έλεγε θρηνητικά τραγούδια. Αν τύχαινε και φυσούσαν αέρηδες, έφταναν στα αφτιά της κοριτσίστικες ικεσίες. Μπλέκονταν μ’ άγρια γέλια αντρικά. Τότε μοιρολογούσε πιο δυνατά. Οι γείτονες έκλειναν ερμητικά τα παντζούρια τους.
Δε θέλουν να ξέρουν τα παραμέσα. Όπως δε ρώτησαν και τότε. Την είδαν να μπαίνει στο χωριό με τα ρούχα σκισμένα και ματωμένα. Κάποιες γυναίκες πρόστρεξαν να τη συνδράμουν. Την έπλυναν, την κανάκεψαν. Κατόπιν πήγαν να φανερώσουν κι ονόματα. Τις σταμάτησαν. Δικοί τους θα ήταν. Να χαλάσουν σπιτικά για ένα ορφανό; Μπορεί και να τα ήθελε. Τι να τα ανακατεύεις. Μερικοί είπαν ότι είδαν και πουγκιά ν’ αλλάζουν χέρια. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Ο αστυνόμος έγραψε γρήγορα πάνω στο φάκελο «ανεξιχνίαστος». Αμέσως μετά τον καταχώνιασε σ’ ένα συρτάρι.
Τότε μαντάλωσε το σπίτι της η κοπέλα. Φορούσε πια πλατιά μαύρα ρούχα. Έκρυβε τα μαλλιά της κάτω από σκουρόχρωμα μαντήλια. Και κάποτε, νύχτα ήταν, ακούστηκε μια τουφεκιά απ’ το σπίτι της. Την άλλη μέρα εξαφανίστηκε για καιρό ένας απ’ τους συγχωριανούς. Τότε δεν έγινε καταγγελία. Δεν ξανακούστηκε όμως το δίκαννο απ’ εκείνη τη μεριά του χωριού.
Κι έτσι φτιάχτηκε σιγά σιγά ο μύθος της γυναίκας κίσσας. Ό,τι άγνωστο, παράξενο και σκοτεινό γινόταν, πήραν τη συνήθεια να κοιτάνε κατά το σπιτικό της. Αμέσως μετά κουνούσαν με νόημα το κεφάλι τους. Κι όλα προχωρούσαν όπως περίμεναν, άντεχαν και είχαν συνηθίσει.
Μέχρι που τα κύματα του αέρα άρχισαν να διαχέουν μια παράδοξη μυρωδιά. Όσο πήγαινε γινόταν και πιο απωθητική. Πια δεν μπορούσαν να περάσουν από μπροστά απ’ το σπίτι της χωρίς να καλύψουν τα ρουθούνια τους. Αλλά δεν τολμούσαν και να σπάσουν την πόρτα της.
Όταν το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο, το πήραν απόφαση. Πήγαν όμως πολλοί μαζί. Δεν περίμεναν να βρουν τόση παραγνωρισμένη ομορφιά μαζεμένη. Προχωρούσαν όλοι αντάμα, σαν σε εκκλησία. Κοιτούσαν με τα μάτια ορθάνοικτα γύρω τους. Ό,τι είχαν πετάξει, το είχε περιμαζέψει. Το είχε καθαρίσει και το είχε τοποθετήσει τακτικά στα ράφια της.
Βάδισαν αργά προς τη μοναδική κρεβατοκάμαρα του σπιτιού. Εκεί κείτονταν μια νέα γυναίκα. Βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπο και τις άκρες των χειλιών της. Φορούσε κοριτσίστικα ρούχα. Στους ματωμένους καρπούς της κρατούσε γερά το σκισμένο φόρεμα. Κάποιες γυναίκες το αναγνώρισαν. Έσκυψαν το κεφάλι. Τα γκρίζα μάτια της είχαν απομείνει ανοικτά. Οι συγχωριανοί καθρεφτίζονταν μέσα τους. Οι μύγες συνέχιζαν να πετούν πάνω από το ξεραμένο αίμα.
ΜΑΡΙΑ ΚΟΜΠΟΛΙΤΗ
“Ετσι σιγα σιγα φτιαχτηκε ο μυθος της γυναικας κισσας” ετσι φτιαχνονται οι μυθοι αλλοθι της της αδιαφοριας μας, της αδυναμιας μας, της βολεψης μας, του στεγνου μικροκοσμου !!!
ΝΑ ΣΥΝΕΧΊΣΕΙΣ ΝΑ ΓΡΆΦΕΙΣ.ΜΠΡΆΒΟ.
Δυνατό διήγημα…ένας κόμπος στο λαιμό…Συγχαρητήρια!
Πολλά συγχαρητήρια, καλή επιτυχία!!
Λιτό και δυνατό! Και τόσο επίκαιρο… για τα μικρά χωριά μας, για τις μεγάλες μας πόλεις, για το κάθε ¨ράφι¨ της μνήμης.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ! ΑΜΕΙΩΤΟ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ!ΜΠΡΑΒΟ,ΜΑΡΙΑ!ΕΙΣΑΙ ΘΑΥΜΑ!
Ιδιαίτερο, με πολύ ωραίες εικόνες κι απροσδόκητο τίτλο!
Απ’ τα πιο πρωτότυπα διηγήματα που έχω διαβάσει!
Ελκυστικος ο τιτλος πρωτοτυπο το περιεχομενο!
Μπραβο! Καλη επιτυχια!
Εξαιρετικό. Θερμά συγχαρητήρια!
Πολλά μπράβο για την πρωτοτυπία και τη δύναμη της αφήγησης.
Καλη επιτυχια!
Πολύ ωραίο!
Υπέροχο! Το σπίτι μουσείο μια πολύ ωραία εικόνα. Ο μύθος της γυναίκας Κίσσας βολεύει την αδιαφορία μας και τα πρέπει μας
Ζωντανό, γεμάτο εικόνες συγκινητικό.