Της άγριας νύχτας ναυαγός,
σ’ ένα νησί με ξέβρασαν τα κύματα.
Μιας πρώιμης αυγής είδα το φως.
Ρίζωσαν μέσα μου τα πρώτα αισθήματα.
Σα Ροβινσώνας έστησα ζωή απ’ την αρχή.
Την τύχη μου αρμένισα.
Νόστιμους γεύτηκα καρπούς. Εύφορη γη.
Άνθισα. Γέννησα.
Τα χρόνια πέρασαν εκεί, στην ίδια ακτή.
Κι ο Φόβος μου, σκλάβος στην Τάξη.
Ώσπου μια μέρα διαλύθηκε κι αυτή.
Ήρθε ο καιρός κάτι ν’αλλάξει.
Χίλιες κι αν είχα θάλασσες ονειρευτεί, τι ωφελεί;
Μοίρα λειψή, αφού δεν ήξερα το ίδιο το νησί.
Ένα πρωί ξεκίνησα κρυφά
και δίχως να κοιτάζω πίσω,
ανέβηκα κατέβηκα βουνά
την άλλη του πλευρά για να γνωρίσω.
Θρύλοι μιλούσανε για δάσος σκιερό.
Γιγάντια φυτά και άγρια φίδια.
Πως ζούσε εκεί ανήμερο θεριό,
μέσα σε σπήλαια ανήλια.
Χάθηκα μες τις φυλλωσιές.
Βάλτοι κινούμενοι το σώμα μου αρπάξαν.
Και στης απελπισίας μου τις φωνές,
δίχτυα παγίδες μέσα τους μ’ αδράξαν.
Σα θήραμα με σύρανε στη γη.
Σε σπήλαιο βαθύ με κουβαλήσαν.
Στ’ αυτιά μου άγριοι βρυχηθμοί.
Ποιοί ήσαν;
Μες στο σκοτάδι ανάβει ένα δαυλί.
Τα μάτια μου το φως τυφλώνει.
Και μια φιγούρα αλλόκοτη, τρελλή,
το αίμα μου παγώνει.
Σώμα θεόρατο, με δυνατά μεριά.
Δέρμα τραχύ. Ανάσα του θηρίου.
Μακριά μαλλιά και δόντια σουβλερά.
Πλάσμα πρωτόγονο. Άγριου βίου.
Σκύβει μπροστά και μ’ ακουμπά.
Μυρίζει και τη σάρκα μου μαλάζει.
Κοιτάζει περιπαιχτικά.
Σε μια γωνιά μ’αδειάζει.
Εκεί μ’ αφήνει. Με ξεχνά.
Μόνος κι αργά να σβήσει ο εισβολέας.
Ο φόβος του θανάτου μου ξυπνά.
Εκλιπαρώ μιας ευκαιρίας νέας.
Με σέρνει τότε έξω απ’ τη σπηλιά.
Στης θάλασσας με οδηγεί την άκρη.
Ανάβει μια πελώρια φωτιά,
Λέω που θα με κάψει.
Λαθεύω ίσως. Άλλο λογαριάζει.
Το ένστικτό μου να εμπιστευτώ;
Στη χούφτα μου άγνωστους καρπούς αδειάζει,
για να τραφώ.
Άπληστα έφαγα ετούτη την τροφή
που μ’ έσωζε, δίχως να το ζητήσω.
Το χέρι σήκωσε, μου έδειξε «από κεί».
Το βάθος του ορίζοντα ν’αντικρίσω.
Μοίρα κοινή που έσπασε στα δυό.
Της ίδιας νύχτας ναυαγός κι αυτός.
Πρώτη φορά θα το παραδεχτώ, πως
ήταν ο Χαμένος μου Εαυτός.
Τις χίλιες θάλασσες που είχα ονειρευτεί,
θα αρμενίζαμε από τούτη την ακτή.
Μαζί.
Β.Σ. 2008