Αγκυροβολεί η ανάσα και σηματοδοτεί μια καρδιά.
Η μοναξιά γονάτισε και έζησε στο φεγγάρι.
Αμαρτία δεν έζησε, λάθος που δεν έγινε πράξη.
Ανασαίνει η Εύα, δεν λησμονεί.
Βουβή στην κόλαση, στον δρόμο.
Το πάθος πάντα σε ονείρωξη.
Η γλώσσα να υγραίνει και η ματιά ακίνητη,
από το φόβο του λάθους.
Η καρδιά να χοροπηδά μέχρι να ξεψυχήσει,
αλλά παίρνει μαζί της αιώνια τον Αδάμ.
Σε ασπρόμαυρο φόντο φορώ κόκκινο μανδύα
και αναζητώ το μέγιστο,
να αγαπηθώ πριν το τέλος του κόσμου.
Η αγάπη μου αμαρτία,
από τότε που ο θεός αμάρτησε
και έπλασε τον κόσμο με σαφή πρόθεση.
Απενοχοποιώ το αίσθημα
και αφήνομαι στην ομορφιά που πάντα θα υπάρχει.
Το φιλί το μοναδικό όπλο της ένωσης,
του αναστεναγμού μου.
Τα όρια οι δαίμονές μου
και το πάθος η μοναξιά μου.
Ένας εθιστικός δείκτης του ρολογιού
που παραμένει ακίνητος.
Ωραίο ποίημα!!!