Ήρθες στου μπαλκονιού μου τη θέα,
με την ανάσα σου να εκπνέει.
Ήθελες την ύστατή σου την πνοή,
να την αφήσεις σε τοποθεσία ήρεμη, σιωπηλή.
Με ένα χάιδεμα στο κεφαλάκι σου
το μικρό, για λίγο αναθάρρησες.
Αλλά αρκετό δεν ήταν αυτό το άγγιγμα,
από το τελευταίο σου ταξίδι να σε απαλλάξει.
Ήρθες στο μπαλκόνι μου,
αναζητώντας ηρεμία για την προετοιμασία.
Ήθελες μέσα σε απόλυτη γαλήνη,
να περάσεις από τη ζωή στην αθανασία.
Δεν ήθελα να σε ταλαιπωρήσω,
προσπάθησα όμως να σε βοηθήσω.
Τον εαυτό μου ξεγέλασα όμως,
πιστεύοντας πως το θάνατο θα τον νικήσω.
Περιστεράκι άνοιξες τα φτερά σου
για το τελευταίο ταξίδι σου να πετάξεις.
Το πέταγμα αυτό, μέσα στην αδυναμία σου,
ήταν ψηλότερο από κάθε άλλη φορά.
Πάλεψες μέχρι την ύστατη στιγμή,
άνοιξες και έκλεισες πολλές φορές τα μάτια.
Αλλά το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο,
με τον ανίκητο κανένα δεν τα έβαλε ποτέ πλάσμα.