Βαρέθηκα να σας λέω ιστορίες. Αλλά εσείς έχετε καλομάθει και μόλις με δείτε τεντώνετε τα χέρια σας, στρογγυλοκάθεστε στις καρέκλες σας και περιμένετε να πάρω εγώ το τιμόνι. Ας είναι όμως. Για μια και τελευταία φορά θα σας κάνω το χατίρι. Ελπίζω κι απαιτώ την επόμενη να μην με ξαναβάλετε σ΄αυτό το κόπο…
Ήταν που λέτε το 1978 στην…
Τελικά κατάφερε να ξεφύγει από το κυνηγητό της αστυνομίας. Δυο ώρες ξέφρενης καταδίωξης, αρχικά στην πόλη και μετά στην εξοχή. Ευτυχώς το αυτοκίνητό του άντεξε στη βάρβαρη μεταχείριση, ήταν στιγμές που το κοντέρ του άγγιζε τα 220 χιλ., και σε κάποια στροφή που δεν ήταν ορατή από τους διώκτες του έστριψε σ’ ένα αγροτόδρομο κι έσβησε τα φώτα. Τα αστυνομικά αυτοκίνητα τον προσπέρασαν κι αυτός από φόβο μήπως ξαναγυρίσουν, άφησε το αυτοκίνητο να πηγαίνει με χαμηλή ταχύτητα στα ίχνη του χοραφόδρομου, ελπίζοντας ότι δεν θα έπεφτε σε κάποια λακκούβα η σε κάποια άλλη παγίδα. Οι σειρήνες των περιπολικών έσβηναν καθώς η απόστασή τους μεγάλωνε και σε λίγο το μόνο που ακούγονταν ήταν η αναπνοή του δάσους και ο μαλακός θόρυβος από τα λάστιχα του αυτοκινήτου του, που κινούνταν αργά. Κάποτε, ούτε κι αυτός κατάλαβε μετά πόση ώρα, έφτασε σ’ ένα ξέφωτο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο σε μια πτυχή της βλάστησης, έκοψε κλαδιά για να το κάνει αόρατο. Έπειτα τρύπωσε μέσα και κουρασμένος καθώς ήταν κούρνιασε στο πίσω κάθισμα κι αποκοιμήθηκε.
Όπως και να τα υπολογίσεις πάντα υπάρχει κάτι που σου ξεφεύγει, που είναι αδύνατο να προβλέψεις όσο και να προσπαθήσεις, γιατί το σύμπαν δεν κινείται με μαθηματική ακρίβεια. Στην προκειμένη περίπτωση το απρόβλεπτο ήταν η ξαφνική διάρροια του φύλακα, που εξαιτίας της εγκατέλειψε την περιπολία του νωρίτερα, κατά πέντε λεπτά. Νόμιζαν ότι τον είδαν πρώτοι και τον έθεσαν εκτός μάχης, μ’ ένα καλό χτύπημα στο κεφάλι, αλλά δεν πήραν χαμπάρι ότι δευτερόλεπτα πριν έβαλε σε λειτουργία το σιωπηλό συναγερμό, καλώντας ένα αποθηκευμένο τηλεφωνικό νούμερο από το κινητό του. Μέσα σε τρία λεφτά κι ενώ επέστρεφαν να πάρουν και τα υπόλοιπα λεφτά, έφτασε η αστυνομία και η ληστεία πήγε κατά διαβόλου. Ένας από την συμμορία τραυματίστηκε από σφαίρα. Τους άλλους δυο μάλλον τους μπαγλάρωσαν κι αυτός ίσα που κατάφερε να ξεφύγει γιατί φύλαγε τσίλιες στο αυτοκίνητο, μαζί με δυο από του έξι βαριούς σάκους από τα λεφτά της μισθοδοσίας.
Ξύπνησε γιατί κρύωνε. Έβρεχε δυνατά. Αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα ύποπτο. Ένιωθε σαν να ήταν σε άλλη διάσταση, σε άλλο χρόνο. Για πολλούς λόγους δεν ήθελε να βάλει μπρος το αυτοκίνητο, αλλά κυρίως για να μην χαραμίσει βενζίνη, μια και δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Έβγαλε το μπουφάν του και σκεπάστηκε μ’ αυτό. Αισθάνθηκε καλύτερα αν κι ένας θυμός άρχισε να τον πνίγει. Καταριόταν την γκαντεμιά του. Δεκαέξι μήνες άνεργος με τρία παιδιά και ένα στεγαστικό δάνειο, να δανείζεται απ’ όλους τους συγγενείς και φίλους για ν’ αγοράσει τα στοιχειώδη, ενώ οι προοπτικές μιας νέας εργασίας, ότι νά ’ναι, δεν είχε απαιτήσεις, ήταν όλο και πιο χλωμές. Ένιωθε θυμό γιατί η ζωή τον ταπείνωσε στα σαράντα πέντε του και η ληστεία δεν φάνταζε μόνο μια ευκαιρία να ξεφύγει από το οικονομικό αδιέξοδο, αλλά και εκδίκηση σ’ ό,τι η σ’ όποιον ήταν υπεύθυνος για αυτή του την κατάσταση.
Άρχισε να χαράζει. Βγήκε από το αυτοκίνητο με προσοχή κι απομάκρυνε τα κλαδιά. Έβαλε μπρος και συνέχισε στον ίδιο χωματόδρομο. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Σαν από ένστικτο, κάθε που ο δρόμος διχαζόταν, έπαιρνε πάντα το τιμόνι δεξιά και μισή ώρα αργότερα βγήκε σε μια απέραντη πεδιάδα. Παρόλο που οι χωματόδρομοι ήταν δαιδαλώδεις, αυτός προσπαθούσε να κρατιέται σε διαδρομή ευθεία, απομνημονεύοντας κάποια σημάδια απ’ το τοπίο, ελπίζοντας έτσι να καταλήξει σε κάποιο γνώριμο μέρος. Ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να πηγαίνει γρήγορα σε τέτοιους δρόμους, 30 χιλ. το πολύ. Αισθανόταν ότι δεν κινείται καθόλου, τόσο μεγάλη και τόσο ομοιόμορφη ήταν η πεδιάδα. Πολλά στρέμματα οργωμένα και, πού και πού, κάνα δένδρο, σπανιότερα κάποιο μικρό ποταμάκι, και σε μεγάλη απόσταση η μια με την άλλη αγροικίες, που φρόντιζε επιμελώς να αποφεύγει.
Ώρα μετά, κι ενώ στο βάθος διέκρινε την πόλη, σταμάτησε δίπλα σε ένα ξεχαρβαλωμένο γεφυράκι, πάνω από ένα ρηχό υποτυπώδες ποτάμι, για να σκεφτεί. Συμπτωματικά, όπως διαπίστωσε, ήταν στο κέντρο ενός σχεδόν ισοσκελούς τρίγωνου, που όριζαν μια διώροφη αγροικία με γκρίζα κεραμίδια, ένας μύλος και μια αρχαία βελανίδια. Ήταν πια σίγουρος ότι η πόλη δεν είναι μακριά, αλλά δεν ήθελε να επιστρέψει πριν νυχτώσει. Δεν ήταν σίγουρος τι θα τον περιμένει, αλλά αν όλα πήγαιναν στραβά, δεν θα γούσταρε να τον βουτήξουν με τα λεφτά. Το έδαφος ήταν μαλακό μετά τη βροχή κι έσκαψε εύκολα ένα λάκκο για να χωρέσουν οι δυο σάκοι με το θησαυρό. Υπολόγιζε κάτι, γύρω στις οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να τα μετρήσει, αλλά θα του έπαιρνε λίγο χρόνο κι υπήρχε κίνδυνος να γίνει αντιληπτός από κάποιο περαστικό. Έτσι, έβαλε λίγα στην τσέπη του και σκέπασε γρήγορα τον λάκκο. Έψαξε για ένα σημάδι και το μόνο που βρήκε ήταν ένα μικρό κλαδάκι δέκα πόντους περίπου ψηλό και το μεταφύτεψε στο σκάμμα. Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο και αργά χωρίς να βιάζεται καθόλου έβαλε πλώρη για την πόλη.
Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια όταν μ’ ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο επέστρεψε να ξεθάψει τον θησαυρό του. Ήταν βέβαιος ότι το σημείο ήταν το σωστό παρόλο που στη θέση του μύλου δεν υπήρχαν παρά κάτι χαλάσματα, η αγροικία ήταν καλυμμένη από ένα πράσινο κισσό κι η βελανίδια κομμένη. Το γεφυράκι ήταν εκεί και το ποτάμι επίσης… Δεν θυμόταν με ακρίβεια το σημείο και έλπιζε ότι δεν θα ήταν κάτω από την ακμάζουσα βελανιδιά που σκέπαζε το μέρος.
Έκατσε κάτω από το δέντρο να σκεφτεί. Φυσούσε ένα απαλό ευχάριστο αεράκι. Τον έπιασαν σε μπλόκο στα σύνορα της πόλης. Τα ευρώ που πήρε από τους σάκους τον σύνδεσαν αρχικά με την ληστεία κι αργότερα προστέθηκε κι η μαρτυρία ενός από τη συμμορία που παζάρευε να μειώσει την ποινή του. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ιδιαζόντως αυστηρή γιατί ο φύλακας αποδήμησε εις Κύριον, χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή την τύχη των μελών της συμμορίας και το κλαδάκι που έβαλε πάνω στο σκάμμα είναι τώρα μια μεγάλη και περήφανη βελανιδιά. Αλλά πώς να μην είναι αφού μεγάλωσε με λίπασμα διακοσίων χιλιάδων ευρώ;
Για ακόμα μια φορά σιχτίρισε τον εαυτό του για την γκαντεμιά που τον δέρνει. Αν και για να είμαστε ειλικρινείς, πέρασε είκοσι πέντε χρόνια χωρίς το παραμικρό άγχος, αφού ούτε δουλειά χρειάστηκε να ψάξει, ούτε υπήρχε χρέος να ξεπληρώσει. Τα παιδιά του είναι τώρα μεγάλα, μάλιστα η κόρη του έχει κι ένα κοριτσάκι. Δεν τον αναγνωρίζουν σαν πατέρα και δικαίως, αφού για την ανατροφή τους πλήρωσαν οι γονείς της γυναίκας του κι ο πατριός που ανέλαβε να την παρηγορήσει. Θάλεγε κάνεις ότι με τη ληστεία ταχτοποιηθήκαν όλα τα προβλήματα ως δια μαγείας.
Η κοινωνική Εντροπία έκανε καλά την δουλειά της.
Νίκος Γιαννόπουλος
Πολύ έξυπνο κι εφευρετικό. Κι ανθρώπινο.