Τι έμεινε από την καραντίνα, τον αναγκαστικό εγκλεισμό;
Ένα φιλί που κρεμάστηκε στα χείλη σαν θηλιά στο λαιμό
ένα κομμένο στα δύο βιβλίο της σιωπής που κατέγραψε ο νους
το συναίσθημα της θλίψης που σαν πολυκαιρισμένο
χρώμα πετάχτηκε στα σκουπίδια, στο αύριο,
ένα σπυρί στο πρόσωπο, κάτω απ’ το φρύδι,
που μπλόκαρε για λίγο, σαν τα σημεία στίξης, την ανάσα μου
το βουητό από την ανοιχτή τηλεόραση που
ξάπλωνε μαζί μου την ώρα που κοιμόμουν
τα κατάλοιπα της μοναξιάς που αφέθηκε στον κόσμο μου
σαν κύμα που το παρασέρνει η θάλασσα
ένα δοχείο από μνήμες που έσπασε αμέσως μετά
ένα βουνό από σκόρπια λόγια που ειπώθηκαν
σε ανύποπτο χρόνο σαν καταστάλαγμα σοφίας
ένα μεθύσι που άνοιξε τις πόρτες στη λογική
όταν κάλυψε την ταυτότητά του: άνεμος
μια σκούρα κουβέρτα που αποκοιμήθηκε δίπλα στο τζάκι
σαν για να φυλάει Θερμοπύλες
ένα κίτρινο τριαντάφυλλο που σκέπασε τα χρώματα
του δειλινού σαν πουλί που ανοίγει τις φτερούγες του
ένας χάρτης ανθρωπιάς που πετάχτηκε στο καλάθι
των αχρήστων πριν γίνει μνήμη και ψυχή του κόσμου
ένα βλέμμα που άδειασε καθώς σεργιάνιζε
μόνο του στα σκοτεινά δωμάτια του πόθου
ένα παιδί που κρύφτηκε στην αγκάλη της μητέρας του
από φόβο για τους ανθρώπους
ένα ουδέτερο πρωινό που τυλίχτηκε στα σκοτάδια
των λέξεων για να βγάλει τη μέρα
ένα σκυλί που κράτησε στην ανάσα του τα δάκρυα
ενός κόσμου που πεθαίνει γιατί δεν ξέρει να ζήσει.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΤΣΑΝΔΡΙΑ
Πολύ εσωτερικό