Γεννήθηκα μέσα στην κάψα του Ιούλη, μεσημέρι, πάνω στο μέτωπό του ενώ εκείνος περπατά ακόμα μέσα σε σκονισμένους δρόμους. Διασχίζω το μάγουλό του νιώθοντας τη θέρμη του ήλιου, το ράπισμα του αέρα, πασχίζουν να με σκοτώσουν, με εξασθενούν σιγά σιγά, με στεγνώνουν, όμως εγώ εκεί, παλεύω να κυλήσω ακόμα πιο κάτω, να φτάσω στο λαιμό του έστω, να νιώσω πως ζω λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα.
Τόσο μικρή η ζωή μου αλλά τόσο γλυκιά, κι ας είμαι ένα υγρό κομμάτι αλμύρας, είναι γλυκιά όσο κι αν κρατάει, είναι όμορφη κι ας εξατμίζεται μέσα στη βουή των γεμάτων κάματο δρόμων. Αφήστε μόνο να κυλάω πάνω στο δέρμα του, ένα μικρό ταξίδι στη δική μου αιωνιότητα, πόσο μ’ αρέσει που τον αγγίζω με όλο μου το είναι, αυτός με γέννησε, είμαι δική του μέχρι να χαθώ μέσα στα μόρια του αέρα, όμως μέχρι τότε θα ’χω προλάβει να τον γευτώ, να παίξω μαζί του χαϊδεύοντας το μάγουλό του, γλείφοντας το λαιμό του με το κύλισμά μου, σαν ένα ερωτικό γαργάλημα, μια κατάβαση στα άδυτα των κρυφών του πόθων, νιώθω τη θέρμη του κορμιού του, θέλει να με κάψει, να με σκοτώσει κι αυτός.
Τώρα περπατά μέσα στον καυτό ήλιο που με καίει, το δέρμα του με καίει, έχω λίγα δευτερόλεπτα ζωής ακόμα, τι να κάνει κανείς σε τόσο λίγο χρόνο, είναι αργά, όμως είμαι ευτυχισμένη έστω και γι’ αυτό το μικρό ταξίδι. Και να φανταστείς ότι δεν έφτασα ούτε καν στο στέρνο του…