Πέρασα το μισό Αιγαίο
Κι ανέβηκα απ’ τον Πειραιά
Στο σπίτι που δεν γνώρισες
-έτσι νωρίς που έφυγες-
Κι άνοιξα τα παράθυρα
Να βγούνε έξω οι ενοχές
Που είχαν μπει μαζί μου
Ξανά μετά από τόσα χρόνια
Που άφησα το θάνατό σου
Χωρίς όνομα, πατέρα
«Αν ήξερε η Αθανασία, θα μου το ’λεγε»
Άχνα δεν έβγαλα
Λες κι η σιωπή μου
Έκανε στην αρρώστια σου βουντού
Μόνο καθόμουν δίπλα σου
Και σου ’σφιγγα το χέρι
Κι οι λέξεις της αγάπης
Κολλημένες στο λαρύγγι
Έβγαιναν ήδη πεθαμένες
Μόνο το χέρι σού έσφιγγα
Λες κι όλη η ζωή ήταν εκεί
Και της μορφίνης τα κλειστά τα μάτια
Δεν άνοιξαν για δέκα μέρες
Μέχρι που έκλεισαν για πάντα
Κι έφυγες
Τότε χαλάρωσα το σφίξιμο στο χέρι
Και σηκώθηκα
Είναι η σειρά σου σήμερα
Να ’ρθείς
Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
Το χέρι να μου σφίξεις
Να ησυχάσω
18.07.1980-18.07.2014