Την Τρίτη μέρα κατά τας Γραφάς (!) η Αριάδνη ανησύχησε που η φίλη της όχι μόνον δεν είχε δώσει σημεία ζωής, μα και τα τηλεφωνά της τα είχε κλειστά και από τον εκδοτικό οίκο δεν είχαν ιδέα για το πού βρισκόταν. Τρελάθηκε η Αριάδνη. Κάτι θα έπαθε το κοριτσάκι της. Κατέφθασε σπίτι της και άρχισε να κτυπάει τα κουδούνια ακόμη και των γειτόνων της να τους ρωτήσει μη και την είχαν δει. Όταν οι προσπάθειές της απέβησαν άκαρπες, αποφάσισε να καταγγείλει στην αστυνομία την εξαφάνισή της φίλης της.
Παναγιά μου! Λες με τη στενοχώρια που περνούσε να έδωσε τέλος στη ζωή της; Αυτή ήταν μια απειλητική σκέψη που πέθαινε την Αριάδνη τα πέντε αυτά βασανιστικά χρόνια. Κατέβαινε λοιπόν με το ασανσέρ με σκοπό να πάει στο Αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Σκεπτόταν το τι θα τους έλεγε αν την ρωτούσαν γιατί ανησυχούσε τόσο πολύ, αφού μπορεί να είχε πάει κανένα ταξίδι. Τι να τους έλεγε; Ότι ήταν αδύνατον η φίλη της να είχε κάνει κάτι τέτοιο και εκείνη να μην το γνώριζε; Θα το καταλάβαιναν, ή θα την έβλεπαν κάπως πονηρά; Όλα να τα περίμενε κανείς. Και έτσι όπως έβγαινε από το ασανσέρ, έπεσε κατ’ ευθείαν πάνω στην Κλαίρη.
«Κύριε των Δυνάμεων. Εσύ είσαι μωρό μου; ΠΟΥ στην ευχή είσαι και δεν σε βρίσκω πουθενά;»
«Και ούτε που θα με ξαναβρείς», της απάντησε η Κλαίρη ψυχρά και απότομα.
«Πώς είπατε, αγαπητή μας φιλενάδα; Το ξαναλέτε παρακαλώ, γιατί ένα πρόβλημα με τα αφτιά μου το έχω οφείλω να ομολογήσω».
«Αριάδνη, δεν θέλω να σε ξαναδώ. Είναι τόσο απλό».
«Μάλιστα. Είναι όντως απλό. Εκείνο όμως που δεν είναι απλό είναι το ΓΙΑΤΙ. Και ξέρεις αυτό ΑΠΑΙΤΩ να το μάθω πριν κι εγώ σε στείλω από κει που ήρθες. Λέγε. Ακούω».
«Πάμε επάνω, μη τσακωνόμαστε σαν κυρά Κατίνες έξω από ένα ασανσέρ», της λέει η Κλαίρη παγερά.
Η Αριάδνη, αν δεν ήταν τόσο πολύ σοκαρισμένη από τη συμπεριφορά της φίλης της, θα έδειχνε θυμωμένη τόσο πολύ που δεν θυμόταν να είχε ξανανιώσει για άνθρωπο δικό της. Ανέβηκαν λοιπόν χωρίς να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα.
«Κάθισε», της είπε η Κλαίρη ακόμη πιο ψυχρά.
«Κούλαρε, καλά είμαι και όρθια. Πες μου περιληπτικά, με τίτλους κατ’ αρχήν, τι στο διάολο συμβαίνει. Ας λείπουν τα ορεκτικά. Κατ’ ευθείαν στο κυρίως πιάτο. Λέγε…»
«Γιατί δεν μου είπες για την άφιξη του Αιμιλιανού;»
«Στάσου, γιατί το πρόβλημα με το αφτί μου πρέπει να έχει ξαφνικά επιδεινωθεί. Ποιος είπες ότι αφίχθη παρακαλώ;»
«Για τον κοινό μας φίλο και για ένα φεγγάρι αγαπημένο μου, αν θυμάσαι».
«Τον γνωστό μας Αιμιλιανό, αυτόν που πήγε στα ξένα και σε ξέχασε εννοείς;»
«Αυτόν».
«Τι να σου πω γι’ αυτόν; Ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ».
«Ναι ε; Το λες και δεν κοκκινίζεις Αριάδνη, γιατί; Γιατί μου έκρυψες ότι τον βλέπεις;»
«Κλαίρη αρκετά. Σταμάτα γιατί ειλικρινά με κούφανες εντελώς. Και από τα δυο τα έρμα τα αφτιά μου. Τι λες, μωρέ; Εγώ βλέπω τον ομορφονιό σου; Σαν να μου λες ότι θα έκανα αυτόν καλύτερα από τη φίλη και αδελφή μου, ε; Ίσως εσύ να έκανες κάτι τέτοιο, όχι όμως κι εγώ. Το ’χασες ολωσδιόλου από τη στενοχώρια σου, δεν εξηγείται διαφορετικά. Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι. Άκου, Κλαίρη, έχεις πρόβλημα που χρίζει ιατρικής βοηθείας. ΤΙ ΛΕΣ ΜΩΡΕ; Εγώ βλέπω τον Αιμιλιανό; Αν δεν κάνω λάθος και αν με έχεις αφήσει να έχω σώας τας φρένας, ο κύριος ο περί ου ο λόγος λείπει στα εξωτερικά εδώ και μια πενταετία, δεν είναι έτσι;»
«Έτσι νόμιζα κι εγώ. Μέχρι πριν τρεις ημέρες που τον είδα μπροστά μου χωρίς εκείνος να με αντιληφθεί. Γιατί αν το είχε κάνει, θα σου το είχε φαντάζομαι πει, για να λάβεις κι εσύ τα μέτρα σου».
«Ενώ τώρα εγώ τα μέτρα μου δεν τα πήρα και μ’ έπιασες να ψεύδομαι ασύστολα. Αυτό δεν μου λες;»
«Αυτό».
«Κλαίρη, συγγνώμη, μα άντε στο διάολο μωρό μου και ακόμη πιο μακριά. Λοιπόν, και μόνον χάριν της αλήθειας, σου λέω ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα για αυτά που είπες και αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που ακούς από το στόμα αυτής που βλακωδώς νόμιζε ότι είναι η καλύτερή σου φίλη. Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Ακούς; Ποτέ…» είπε η Αριάδνη και έφυγε κτυπώντας την πόρτα πίσω της, με μάτια που γυάλιζαν από κρατημένα δάκρυα που προσπαθούσε να τα εμποδίσει να ξεχυθούν σαν τσουνάμι και να κατακλύσουν τις… σκάλες που κατέβαινε τρέχοντας με τα πόδια, γιατί το να κλειστεί στο κουβούκλιο του ασανσέρ είχε την αίσθηση ότι θα σταματούσε να μπαίνει αέρας στους βρόγχους της. Πνιγόταν.
Ζούσε έναν εφιάλτη, έναν παραλογισμό.
Ήταν η Κλαίρη με τα καλά της;
Η Κλαίρη παραφρόνησε;
Ο Αιμιλιανός ήταν εδώ;
Πού εδώ;
Πού τον είδε;
Μα τι σημασία είχαν οι επί μέρους λεπτομέρειες; Εκείνη συνόψιζε στο εξής: Εκείνος ήταν κάπου εδώ και η Κλαίρη νόμιζε ότι η Αριάδνη το ήξερε και δεν της είπε τίποτα, για άγνωστο λόγο… Και επειδή η κοπέλα ήταν fan της δικαιοσύνης απεφάνθη ότι αν όντως τα πράγματα ήταν όπως τα περιέγραψε η… ‘σαλεμένη’ της φίλη, στη θέση της και εκείνη ίσως έτσι θα φερόταν. Τι ‘ίσως;’ σίγουρα να λες.
Για μια στιγμή, είπε να γυρίσει πίσω να εξηγηθεί και να λυθεί αυτή η ανόητη παρεξήγηση. Δεν το έκανε. Όχι από εγωισμό, αλλά για να τσεκάρει πόσο ακόμη θα το τραβούσε η Κλαίρη. ΑΝ εξακολουθούσε να πιστεύει για πολύ ακόμη αυτά τα ανήκουστα που της είπε. Αυτό πολύ απλά θα σήμαινε ότι ο θείος δεσμός που τις ένωνε είχε διαρραγεί σαν μια σπονδυλική στήλη που την πυροβόλησαν και άφησαν ένα κορμί παράλυτο χωρίς ελπίδα αποκατάστασης, όποια προσπάθεια και αν κατέβαλαν και οι δύο πλευρές.
Η Αριάδνη ένιωσε την ανάγκη να πιει κάτι δυνατό, να βάλει το αίμα της σε κυκλοφορία γιατί όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο το ένιωθε να παγώνει. Μπήκε στο σούπερ μάρκετ μπροστά από το οποίο είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της, και αγόρασε ένα ουίσκι. Έφυγε και στο πρώτο εύκαιρο μέρος που βρήκε μπροστά της, σταμάτησε και ήπιε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι, έτσι όπως έβλεπε να κάνουν πολλές φίλες της και τις κορόιδευε για την απρέπειά τους. «Αριάδνη, κορίτσι μου, μη ξανακοροϊδέψεις κανέναν», μουρμούρισε και επιτέλους ξέσπασε σε δυνατό κλάμα.
Αφού έκλαψε, έκλαψε και το ευχαριστήθηκε, ένιωσε ένα βάρος να ξεπλακώνει το στήθος της και έβαλε μπρος. «Έλα μωρέ, μια κρίση περνάει και η φιλία μας. Τι να κάνουμε, είναι της μόδας οι κρίσεις στη ζωή μας τον τελευταίο καιρό. Εμείς θα την αντιμετωπίσουμε χωρίς Βαρουφάκηδες και Comission», παρηγορήθηκε.
(σημ. Μπράβο, Johnny Walker, καλό της έκανες…)
Όχι. Άλλο ποτό δεν ήπιε η κοπέλα. Οδηγός νομοταγής, υπεύθυνο άτομο, δεν θα διακινδύνευε την σωματική ακεραιότητα των συμπολιτών της χάριν της προσωπικής της απογοήτευσης. Με λίγες ασκήσεις Γιόγκα που λίγο πριν έκανε, συνήλθε αρκετά, έβαλε μπρός, αποφασισμένη αν ένιωθε την ανάγκη, να συνεχίσει το κλάμα της στο σπίτι της, μόνη αυτή, με την απελπισία της. Μόνο που τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Έξω από την πόρτα της βρήκε την Κλαίρη καθισμένη στα σκαλιά, μια Κλαίρη αξιοθρήνητη. Οι δυο φίλες αγκαλιάστηκαν. Χωρίς να πουν λέξη μπήκαν στο σπίτι αγκαλιά και η Κλαίρη έσπευσε να φτιάξει για τις δυο τους έναν καφέ Ελληνικό, δυνατό, γλυκό, και καυτό, σαν τον ιδανικό άντρα, όπως συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας. Σαν κι αυτόν που είχε και τον έχασε. Με τη μόνη διαφορά ότι ο καφές ήταν εκεί, δεν χανόταν, σταθερή αξία, του χεριού της. Να ’θελε και τον άντρα έτσι η δεσποινίς; Έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της μετά βδελυγμίας. Άντρα ήθελε δίπλα της όχι μαριονέττα…
Λένα Μούλιου
“Η Αριάδνη ένιωσε την ανάγκη να πιει κάτι δυνατό, να βάλει το αίμα της σε κυκλοφορία γιατί όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο το ένιωθε να παγώνει. Μπήκε στο σούπερ μάρκετ μπροστά από το οποίο είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της, και αγόρασε ένα ουίσκι. Έφυγε και στο πρώτο εύκαιρο μέρος που βρήκε μπροστά της, σταμάτησε και ήπιε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι, έτσι όπως έβλεπε να κάνουν πολλές φίλες της και τις κορόιδευε για την απρέπειά τους. «Αριάδνη, κορίτσι μου, μη ξανακοροϊδέψεις κανέναν», μουρμούρισε και επιτέλους ξέσπασε σε δυνατό κλάμα”‘. ΩΡΑΙΑ ΕΙΚΟΝΑ!
Eνδιαφέρουσα κατάληξη με τη συμφιλίωση των δύο φιλενάδων.
Πολύ καλό, περιμένουμε τη συνέχεια.
Ευχαριστώ κορίτσια. Δεν σας κρύβω ότι λατρεύω ν ‘ακούω λόγια καλά…
Πολύ καλό!
Έατω και καθυστερημένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ πολύ…