Στον Αργύρη Χιόνη
Εις υγείαν! Και μεμιάς πιάσανε πάτο. Ρούφηξαν το κρασί που έκανε τα ποτήρια τους να ξεχειλίζουν από μέθη στην υπόγεια εκείνη ταβέρνα, τη γεμάτη από ποίηση, καπνούς κι από βρισιές. Ναι, τη γνωστή.
Άγνωστοι μεταξύ τους βρέθηκαν να μοιράζονται το τραπεζάκι που έμοιαζε να τους περιμένει από καιρό, εκεί, ασάλευτο και ταλαιπωρημένο, ξύλινο, χαραγμένο και διαβρωμένο από τον χρόνο. Σαν από πάντα εκεί. Το τραπεζάκι ήταν πάντοτε φιλόξενο, χωρίς απαιτήσεις και προσμονές: μπορούσε να σταθεί μόνο, μπορούσε και να συντροφεύσει κόσμο και ντουνιά, άγνωστα πρόσωπα και πρόσωπα γνώριμα, θαμώνες ή περαστικούς. Τριγύρω του βαρέλια ξύλινα, παλιά, άλλα μεγάλα και άλλα μικρότερα μεθούσαν πρόσωπα και χώρο, έτσι που τους συνένωναν, τους γνώριζαν μεταξύ τους, αψηφώντας τον χρόνο, τα υλικά κατασκευής του καθενός τους, τους χαρακτήρες ή τις διαθέσεις.
Αντίο, είπαν. Ακούστηκε επώδυνο, ακόμα και γι’ αγνώστους. Πια όμως γνωρίζονταν καλά, καλύτερα, αρκετά για να δυσκολεύονται να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο και όλοι τους μαζί το τραπεζάκι το φιλόξενο και τα βαρέλια τα μεθυστικά, τον χώρο-μαγειρείο και τον χρόνο τον πασχαλινό, που έθρεψαν τη συγκυρία και την ύψωσαν συνθήκη γνωριμίας να καλείται, ανυπόγραφη και μακριά από δυνάμεις μεγάλες και αδιάφορες.
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου και στη σάρκα σου, όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ, τρυπώνει ο χρόνος, είπε η νεαρή -ακόμη- κοπέλα επικαλούμενη τον Ποιητή στο τέλος της συζήτησης, λίγο πριν από το αντίο που μάλλον το επίσπευσε. Νωρίτερα είχε αγοράσει μια ανθολογία ποιητική, ασπίδα και τροφή για κάθε μορφής συζήτηση, πόσο μάλλον για συζήτηση μεθυστική, δεδομένου του χώρου, δεδομένου του χρόνου…
Τίποτα δεν πρέπει να λογίζεται για δεδομένο. Η ώρα ήταν περασμένη και να που δεν βρήκε τραπεζάκι ελεύθερο παρά τη σιγουριά της. Άρχισε να κατεβαίνει τα λίγα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο μαγειρείο. Κάθισε σε ένα από αυτά έως ότου την προέτρεψε το παραπαίδι του αφεντικού να συντροφεύσει το ηλικιωμένο ζευγάρι του μικρού εκείνου τραπεζιού. Αλήθεια, να ’ταν ζευγάρι, μήπως φίλοι, ίσως μόλις γνωστοί;
Ευθύς έγιναν και οι περιττές συστάσεις: όνομα και επάγγελμα, που για του λόγου το αληθές τίποτα δεν μπορούν να προσδώσουν σε μια συζήτηση, τουλάχιστον όπως αυτή. Ευθύς αποκαλύφθηκαν και οι ηλικίες· άλλη μια παραπληροφόρηση. Τα ’βαλαν όλα τους στην άκρη. Ασύστατες συστάσεις, ανούσιες και τυπικές, θυμίζουν κάτι από κοινωνικό αποκλεισμό και ιεραρχία, ευγένεια και αδιαφορία, τάξη και επιφάνεια.
Συστάσεις· ανώριμες προϋποθέσεις επικοινωνίας προς υπεράσπιση μιας αλαζονικής ατομικότητας για την προώθηση μιας υπό όρους συγκυριακής ή μη αλληλεπίδρασης. Ξεγυμνωμένοι, πια, από όνομα, επάγγελμα και ηλικία μπορούσαν πλέον να συστηθούν μέσα από τις εμπειρίες που σύστηναν τον τωρινό εαυτό τους. Αποδύονταν, έτσι, ο ένας μετά τον άλλο προσωπεία και ταυτότητες, ονόματα και ιδιότητες, συμβάσεις και τύπους.
Ήταν η πρώτη φορά που το μικρό τραπέζι ένιωσε τις συστάσεις φορτία βαριά να λυγίζουν τα ξύλινα ποδάρια του, όμοιες με καταθέσεις σε λογαριασμό αγνώστων λοιπών στοιχείων που θες να τις ξεφορτωθείς καθώς στις φόρτωσαν μαύρο χρήμα, νοσηρό, συνέπεια του κοινωνικού σου εγκλεισμού, συμβιβασμού στα πολιτισμένα πλαίσια.
Τα χέρια του έτρεμαν. Τρόμος η αρρώστια, ξάδερφος μακρινός του πάρκινσον, είπε, δίχως να λυγίσει στιγμή. Αμήχανη στιγμή και για τους τρεις τους. Να τη γεμίσει επιδίωξε, αν και με χέρια τρεμάμενα, γεμίζοντας τα ποτήρια με κρασί. Μια γουλιά τού επέτρεπε ο γιατρός κι αυτή σε περίσταση ξεχωριστή, όπως τώρα, όπως τότε. Τότε που έβρεχε τα χείλη του με τη Θεία Κοινωνία, εμπειρία αλησμόνητη καθώς παιδική, εμπειρία που μόνον μετά θάνατον θα ξεχνούσε. «Μεθαύριο δηλαδή», είπε, προσφέροντας αυθόρμητο στιγμιότυπο γέλιου ικανό να ξεγελάσει για την απόχρωσή του και έναν έμπειρο φωτογράφο.
Ο αυθορμητισμός είναι το άλας της ζωής έλεγε μονοπωλώντας το ενδιαφέρον των συνδαιτυμόνων του. Η νεαρή κοπέλα πάντοτε σφιγμένη και συνεσταλμένη προτιμούσε να ακούει, ενώ η κυρία εκ δεξιών – μήπως έφταιγε η θέση; – απαντούσε διατυμπανίζοντας τα οφέλη της εγκράτειας απέναντι στο κρασί και τα συναισθήματα. Και στην ποίηση, κυρίως στην ποίηση. Έλεγε πως τη φοβόταν, πως είναι δύσκολο να αναμετρηθείς μαζί της και πως πιο εύκολα θα τα ’βαζε με τον χρόνο και τη φθορά του, παρά με εκείνη. Αυτή σε μεθά πιότερο από το αλκοόλ και συνδέεται με ασθένειες πιο βαριές, πιο τρομαχτικές κι από τον Τρόμο. Με ασθένειες όπως οι αλήθειες που δύσκολα αποδέχεσαι. Ασθένειες οι αλήθειες; Για τους αρρωστημένους ψεύτες σίγουρα!
Μεθύστε βροντοφώναξε εκείνος, μεθύστε σιγοψιθύρισε ξανά, όσο είναι ακόμη καιρός. Άτιμο πράγμα ο καιρός. Πέρασε ο καιρός που μεθούσε από κρασί, ό,τι τού απέμεινε η ποίηση μονάχα. Απομεινάρι ξέχωρο και πολύτιμο, πόσο θα ’θελε να την είχε ανακαλύψει νωρίτερα, να μην την έχει μήτε για απομεινάρι μήτε για καταφύγιο. Αυτή τού ξυπνά τον αυθορμητισμό, αυτή τού τροφοδοτεί την ειλικρίνεια, αυτή τού θυμίζει έρωτες παλιούς, αυτή τον ταξιδεύει σε μέρη άλλοτε ταξιδεμένα κι άλλοτε αταξίδευτα και σε χρόνους κυρίως, χρόνους ξεχασμένους από καιρό. Αυτή τον μέθυσε κι εκείνο το απομεσήμερο.
Χαρτάκια-αποκόμματα, χάρτινοι θησαυροί καλά κρυμμένοι στην τσέπη –όπως τούς πρέπει για θησαυρούς– που με δυσκολία ανίχνευε εξαιτίας αυτού του τρόμου που τον ταλαιπωρούσε το τελευταίο διάστημα. Με λίγη παραπάνω προσπάθεια αναδύθηκε ένα από αυτά σαν από θαύμα. Μερικές λέξεις του Άγ. Αυγουστίνου έδειχναν πιο επίκαιρες από ποτέ: «Ο χρόνος τρέχει απ’ ό,τι δεν υπάρχει ακόμα, μέσ’ από κάτι που είναι δίχως έκταση, προς ό,τι δεν υπάρχει πια».
Ποιος να ’ταν στ’ αλήθεια ο κ. Τρόμος; Ποιοι ήταν όλοι τους στ’ αλήθεια; Ποιος χρόνος συνωμότησε υπέρ τους και προς όφελος τίνος χώρου;
Το αντίο δεν έθλιβε πια. Εξαιτίας του ξεκίνησαν όλα.
Χριστίνα Κουτούβελα