Μεσημέρι Ιουλίου, καυτή μέρα, ίσως η χειρότερη συνθήκη να βρίσκεσαι σε λεωφορείο αστικών συγκοινωνιών στο κέντρο της Αθήνας. Γεμάτο, χωρίς κλιματισμό. Όρθιος. Κουβαλώντας μετά βίας μια δυο τσάντες με χαρτιά και σχέδια για τη δουλειά, τα οποία τα πηγαινοφέρνω σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Αναρωτιόμουν γιατί να μην κάνω το σπίτι γραφείο, αφού δεν έρχεται ποτέ κανείς και να μη χάνω και χρόνο να πηγαίνω στο γραφείο και να ανέχομαι κι αυτήν την κατάντια των συγκοινωνιών. Αλλά πάλι λέω, για να έχω ένα κίνητρο να βγω από το σπίτι και να καλέσω και κανέναν κάποια στιγμή ή να «κάνω χώρο» για έναν νέο άνθρωπο στη ζωή μου και να μην είμαι ο γκόμενος της μάνας μου ή αυτή τέλος πάντων η γκόμενά μου, όπως μπορεί να ήθελε να μου πει η ψυχολόγος μου στην τελευταία μας συνεδρία, αλλά μάλλον «δεν της επιτρέπει το θεραπευτικό πλαίσιο» και το είπε «να κάνω χώρο, να αφήσω μια γυναίκα να με φροντίσει». Και να φανταστείς ο Χώρος καταλαμβάνει τουλάχιστον οκτώ ώρες της κάθε ημέρας μου κι όμως δεν ξέρω τι να κάνω με αυτόν ή χωρίς αυτόν.
Στο φανάρι είχαμε κολλήσει, είχε άπειρη κίνηση, πάλι καλά που μπορώ και χαζεύω από το παράθυρο. Κοιτάζοντας απέναντι, όσο μου επέτρεπε η μυωπία μου, σαν να βρέθηκα σε άλλη εποχή. Μια κοπέλα στεκόταν με την πλάτη και το ένα πόδι ακουμπισμένα στον τοίχο ενός καταστήματος-πρέπει να ‘ταν καφέ-σαντουιτσάδικο-παγωτατζίδικο, κάτι τέτοιο- φορούσε ένα φόρεμα σε χρώμα απαλό ροζ που πρέπει όμως να είχε πολύ πολύ μικρές λευκές τελίτσες, νομίζω πουά το λένε, με γιακαδάκι, κουμπιά στο στέρνο και το στήθος της, κοντό μανίκι, στενό πολύ στη μέση της με μια λεπτή ζώνη και φουσκωτό κάτω από αυτή μέχρι λίγο πιο κάτω από τα γόνατα, από όπου ξεπρόβαλε το μη ακουμπισμένο στον τοίχο, πόδι της με ένα κοντό καλτσάκι κι ένα πάνινο λευκό παπούτσι. Είχα σαστίσει και προς στιγμήν γέλασα που μου ’φερε στο νου ένα μεγάλο ροζ πουλί που στέκεται στο ένα πόδι που το όνομά του μοιάζει με έναν ισπανικό χορό. Είχε αφέλειες κι έτρωγε παγωτό χωνάκι, πρόσεξα ότι το στριφογύριζε μπροστά στην προτεταμένη της γλώσσα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει που ήμασταν σταματημένοι σε εκείνο το φανάρι. Δεν ξέρω κι αν ήταν μόνο εκείνο το φανάρι υπεύθυνο, δεν κατάλαβα χρόνο. Μονάχα ανάσες. Ανάσες και εικόνες. Ξαφνικά πετάχτηκε από το μαγαζί μια μεγαλύτερη γυναίκα με ένα κεσεδάκι παγωτό και πήγε κοντά της. Της παρέδωσε ένα ζευγάρι πατερίτσες και αφού με μια χαψιά κατάπιε τον μικρό απομείναντα κώνο, πέντε πόδια περπάτησαν αντίθετα από τις ρόδες του αναθεματισμένου 608.
ΑΘΗΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ