Απίστευτο, μα υπάρχουν ακόμα ταβέρνες στην ακτή του Σαρωνικού (‘Εξοχικά Κέντρα’ για να ακριβολογούμε, έτσι τα λένε τώρα πια), που βρίσκονται κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Το Χειμώνα σίγουρα, με τις φουρτούνες και τις φουσκοθαλασσιές το κύμα αυτό που το είπαμε καθ’ υπερβολή, μπαίνει πολλές φορές και μέσα στα κέντρα αυτά και τα κάνει Αιγαίο Πέλαγος! Το Καλοκαίρι όμως είναι άλλο πράγμα να τρως την αθερίνα και τα καλαμαράκια σου υπό το φως της πανσελήνου και μουσική υπόκρουση το κυματάκι που έρχεται και σκάει στα πόδια σου ακριβώς, σαν σπονδή και συμπλήρωμα της ευωχίας της στομαχικής και οπτικής πληρότητας, του Καλοκαιρινού απόβραδου. Ομορφιά και γραφικότητα που μόνο η Ελληνική παραλία διαθέτει.
Αύγουστος και στην παραλία του Σουνίου, κόσμος πολύς. Το πορτοφόλι τους δεν άντεξε ίσως στις απαιτήσεις μιας ολιγοήμερης έστω απόδρασης σε κάποιο νησί. Νοούνται καλοκαιρινές διακοπές όμως αν δεν απολαμβάνεις τα μπάνια σου σε κάποιο από τα αναρίθμητα νησιά μας κοντινά ή και απόμακρα της άγονης γραμμής; Απαντούμε: Και βέβαια νοούνται. Δεν βαριέσαι, τι έχει το Σούνιο, μια χαρά είναι και μόλις μια ώρα και κάτι απόσταση από την Αθήνα. Αποφυγή εξόδων σε ακριβά resortς και ακόμη ακριβότερα εστιατόρια που σε πέντε ημέρες ξοδεύεις τον μηνιαίο μισθό σου. Γιατί ναι μεν κρίση, μα δεν είδαμε και κάποια έκπτωση στις ήδη υπέρογκες τιμές στα μέρη αυτά. Και ο Έλληνας πληρώνει αδιαμαρτύρητα μεν, αλλά μετά δανείζεται για να περάσει τις υπόλοιπες 25 ημέρες του μήνα… Τι είδους λογική κουβαλάμε σαν λαός δεν ξέρω να πω!!!
Μια χαρά λοιπόν στο Σούνιο. Κορμιά ηλιοκαμένα νεαρά και όμορφα που να τα πιεις στο ποτήρι, χωρίς να λείπουν και τα μιας κάποιας προχωρημένης ηλικίας που εκθέτουν την παρωχημένη ομορφιά τους σε κοινή θέα χωρίς να νοιάζονται για τα όποια σχόλια των χαιρέκακων συνομηλίκων ή και μεγαλύτερων ακόμη… Δεν κοιτά η καμήλα την καμπούρα της βλέπεις…
Και παιδιά, παιδιά, πολλά παιδιά με τις φωνές και τις σκανταλιές τους στο ακροθαλάσσι παρέα με τους υπερτροφικούς γλάρους Μεγαλύτερα θαλασσοπούλια δεν είχαν ματαδεί στη ζωή τους οι λουόμενοι. Χωρίς υπερβολή το μέγεθος καθενός τους, ίσον με μιας τροφαντής αλανιάρας κότας. Κάποιος είπε και πολύ σωστά, ότι μέχρι τώρα νόμιζε ότι οι γλάροι ήταν σε μέγεθος λίγο μεγαλύτεροι από περιστέρια, όχι σαν τούτο δω το φαινόμενο του Σουνίου. Να έχουν λες αυτήν την τερατώδη ανάπτυξη από το πολύ φαγητό που τρώνε από τους λουόμενους που τους κάνουν γούστο ταΐζοντάς τους όπως κάνουμε με τα περιστέρια στο άγνωστο Στρατιώτη; Είναι μια άποψη κι αυτή…
Η παραλία δημόσια και απορίας άξιον πώς και καταδέχτηκε η εμφανώς ‘πολυτελής’ συντροφιά να έρθει και να απλώσει τα πανέμορφα ηλιοκαμένα και γυμνασμένα κορμιά της εκεί.
Κέντρο ενδιαφέροντος, περιποιήσεων και προσήλωσης της παρέας αυτής και όχι μόνο, μια πανέμορφη μιγάδα (αληθινή και όχι αποτέλεσμα πολυήμερης ηλιοθεραπείας) που το σμίλευμα του κορμιού της ήταν τέτοιας τελειότητας που θα την ζήλευε ως και η Τέχνη του Πραξιτέλη. Άψογη αρμονία χρώματος, διαστάσεων και αύρας. Μια Θεά κατά την συνήθη έκφραση για τέτοιες πανέμορφες υπάρξεις. Μελίσσι γύρω της οι νεαροί λιγούρηδες φίλοι της και ξένοι, πάσχιζαν για την εύνοια ενός έστω χαμόγελού της, μιας λέξης της, γιατί για κάτι περισσότερο ούτε που να το διανοηθούν. Η κοπέλα φως φανάρι δεν ήταν για τα ‘δόντια’ τους, γενικώς δεν ήταν, αυτό που λέμε, του ‘κόσμου τούτου’.
Ξαφνικά, ένας απροσδιόριστος ήχος και το χαμόγελο της ωραίας πάγωσε πάνω στα κοραλλένια της χείλη. Ένα ‘ΩΧ’ και το κεφαλάκι της έγειρε στην ξαπλώστρα και έμεινε ακίνητο, με τα μάτια της σκιασμένα όχι μονάχα από τις πυκνές βαθύσκιωτες βλεφαρίδες της, αλλά και από ένα σκοτεινό σκούρο σύννεφο από αυτά που δεν τα διαλύει κανένας φλοίσβος, κανένας μπάτης, καμιά θαλάσσια αύρα ή αγέρι…
‘Φύσα θάλασσα πλατειά’, τραγουδούσε ο Σαββόπουλος σε ένα κασετοφωνάκι (υπάρχουν ακόμη τέτοια μουσειακά εργαλεία;) που κρατούσε ένας πιτσιρικάς. Και θαρρείς ήταν ένα μεταφυσικό κάλεσμα της ζωής μήπως και μπορέσει να διώξει την απαίσια σκοτεινιά του θανάτου, από το πρόσωπο της νεαρής καλλονής… Μάταια βέβαια, γιατί ο θάνατος πανίσχυρος κατακτητής, οδηγούσε εδώ και λίγα δευτερόλεπτα ανεπιστρεπτί το θήραμά του στον Άδη. Φαίνεται ότι Αυτός την είχε ποθήσει πιότερο από τους όμορφους νεαρούς θνητούς γύρω της.
Πανικός;;; Μικρή η λέξη. Μια Αρκτική παγωνιά να πούμε καλύτερα, αλλά και με 37 βαθμούς Κελσίου όπως έδειχναν τα θερμόμετρα στα άναρχα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στους γύρω χωματόδρομους… Ένας μίνι καύσωνας σε συνδυασμό με έναν πάγο που ήρθε όχι για να δροσίσει, αλλά για να ακινητοποιήσει τρόπον τινά, να καρφώσει να πεθάνει την ομορφιά ολόγυρα. Το ανεπαίσθητο εκείνο ‘ΩΧ’ κατάφερε να σκηνοθετήσει με ρυθμό αυξανόμενου τρόμου τα συμβαίνοντα.
Οι σειρήνες των περιπολικών που κατέφθασαν σε χρόνο απίστευτα γρήγορο συμπλήρωναν την αγριάδα τοπίου και Θανάτου. Κόλαση, με φόντο το απέραντο μπλε του Σαρωνικού.
Μια πρώτη γνωμάτευση από κάποιον καθ’ ύλην αρμόδιο – να ήταν ο ιατροδικαστής; Κιόλας;;; – δήλωσε: ‘Ανακοπή’, για να αναιρέσει το ίδιο δευτερόλεπτο, λέγοντας: ‘ΦΟΝΟΣ’, βλέποντας ένα ρυάκι βαθυκόκκινου πηχτού αίματος να κυλά αργά και σταθερά από το πλάι του τριχωτού της κεφαλής της καλλονής, να διαπερνά το τοίχωμα της ξαπλώστρας, να γλιστρά, να πέφτει και να απορροφάται από την καυτή άμμο.
Και αν ο πάγος που λέγαμε πριν, ήρθε με αόρατο ταχύπλοο από την Αρκτική καλύπτοντας τη σκηνή του δράματος, τώρα θαρρείς και ένα θεόρατο παγόβουνο πήρε τη θέση της παγωνιάς…
«ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ», φώναξε με έναν τηλεβόα ένας αγριεμένος αστυνομικός, πράγμα διόλου δύσκολο για τον κόσμο, γιατί θα νόμιζε κανείς ότι τα πόδια των παρευρισκομένων είχαν φορτωθεί με βαρίδια που τα ακινητοποίησαν και τα έκαναν αδύνατα όχι να φύγουν, αλλά να κάνουν και ένα βήμα.
Και πώς δεν ακούστηκε πυροβολισμός; (Γιατί βέβαια σε πυροβολισμό παρέπεμπε το κόκκινο ρυάκι). Και πώς κανείς, τόσος κόσμος, γύρω από το θείο κορμί της κοπέλας δεν άκουσε, δεν είδε, δεν κατάλαβε μια ύποπτη κίνηση; Κανείς δεν είδε τον δολοφόνο και προφανώς το όπλο του με σιγαστήρα.
ΚΑΝΕΙΣ;;;;;
Α, ΌΧΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ.
ΓΙΑΤΙ:
Εκεί, πέντε βήματα απόσταση από την ακτή πάνω στον επίπεδο βράχο ένα κινηματογραφικό συνεργείο γύριζε ταινία. Επομένως η κάμερα θα έπιασε και θα κατέγραψε όχι μόνον τη σκηνή του φόνου, αλλά σίγουρα και τον ίδιο τον εκτελεστή.
Και βέβαια το πρώτο που έκαναν οι αστυνομικοί ήταν να παρακαλέσουν με τόνο που δεν χωρούσε αντίρρηση, να παραδώσει ο σκηνοθέτης (δεν είπαν να κατασχέσουν) το υλικό του γυρίσματος.
Τέτοια δημοσιότητα και τέτοια διαφήμιση δεν ήταν δυνατόν να ονειρευτεί ποτέ ο σαστισμένος, μα ευτυχής σκηνοθέτης, πριν καλά καλά όχι ολοκληρωθεί μα να αρχίσει το γύρισμα της ταινίας του, εκεί στον τυχερό βράχο της ακτής του Σουνίου στους πρόποδες του ακρωτηρίου και στη σκιά του Ναού του Ποσειδώνα. Πήρε ένα βάπτισμα διασημότητας που δεν είχε τολμήσει να ονειρευτεί είτε κοιμισμένος είτε ξυπνητός.
Βλέπεις, το θύμα δεν ήταν μια τυχαία καλλονή, αλλά από τα διασημότερα top models της παγκόσμιας πασαρέλας στον κόσμο της haute couture. O δε θάνατός της προσέφερε στον εν λόγω σκηνοθέτη μιαν υπηρεσία που να θυμόταν να την ευχαριστήσει την μακαρίτισσα όταν κάποια αναπόφευκτη στιγμή ερχόταν η σειρά του να την συναντήσει εκεί στον ‘Κάτω Κόσμο που θα πάς κοίτα μη γίνεις σύννεφο!’
Στη συνέχεια, τα πράγματα ακολούθησαν μία λίγο ως πολύ γνωστή πεπατημένη. Ανακρίσεις, το curriculum vitae σε αδρές γραμμές των πιο κοντινών φίλων της νεκρής που έτυχε να είναι αυτόπτες μάρτυρες του φονικού και για να ακριβολογούμε, κυρίως αυτήκοοι μάρτυρες εκείνου του σπαρακτικού ‘ΩΧ’, που είναι η πιο μικρή διεθνής λέξη έκφρασης πόνου απελπισίας, οδύνης.
Πλήθος λαού, και πλήθος λειτουργών της Ασφάλειας των πολιτών και ήταν να απορήσει κανείς πώς και θε να’ ταν δυνατόν μέσα από αυτήν τη χάβρα να ξεχωρίσουν οι αρμόδιοι λίγα κατασταλαγμένα και ουσιαστικά λόγια και όχι ασυνάρτητες και απόκοσμες φράσεις, όπως:
«Δεν μπορεί να είναι νεκρή η Τούτση. Να τώρα δα ήταν που μου ζήτησε τσιγάρο, ΠΟΎ ΣΤΗΝ ΕΥΧΉ ΤΟ ΈΒΑΛΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΩ;»
Ή:
«ΜΟΛΙΣ ΤΏΡΑ ΔΑ ΜΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΗΚΕ ΟΤΙ Ο ΝΕS ΚΑFE της ΔΕΝ ΕΊΧΕ ΤΗΝ ΣΩΣΤΉ ΠΟΣΌΤΗΤΑ ΑΦΡΟΥ, ΌΤΙ ΤΑ ΠΑΓΑΚΙΑ ΉΤΑΝ ΤΑ ΠΙΟ ΗΛΙΘΙΑ (τα παγάκια!!!… Θεέ μου) που είχε ποτέ δει σε ένα τέτοιο ρόφημα» και άλλα τέτοια επουσιώδη. Τι διάβολο, ναι μεν η κοπέλα νεκρή, μα και οι νεαροί; Άρχισε να τους σαλεύει; Τι βλακείες σκαρφίζονταν τέτοιες στιγμές να πουν;
Τα άκουγαν οι αστυνομικοί και απελπίζονταν. Όσο δε η ώρα περνούσε και απομακρύνονταν η περίπτωση να συλλάβουν τον δολοφόνο που ναι μεν τώρα θα ήταν κάπου εκεί, (αλλά για πόσο ακόμη θα συγκρατούσαν τον κόσμο να μη φύγει και μαζί τους και αυτός;) τόσο δυνάμωνε η απελπισία τους.
Yπομονή, κυρίες και κύριοι, κομμάτι κομμάτι κτίζεται το puzzle.
Στο εγκληματολογικό να γίνεται ένας χαμός Τα νεύρα όλων στην τσίτα. Από τον πιο χαμηλόβαθμο αστυνομικό έως την κορυφή και τις… παρυφές του Σώματος δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν και σμήνη δημοσιoγράφων τούς έχωναν αναιδώς τα μικρόφωνα στη μούρη (τα μαρκούτσια, όπως τα έλεγε ένας παλιός πολιτικός) ρωτώντας τους τα πιο απίθανα πράγματα που είχε ακούσει ακουστικός πόρος αφτιού ever. Τα ξενοδοχεία της Αθήνας γνώριζαν πιένες λόγω της άφιξης λειτουργών της ‘είδησης’ από όλον τον κόσμο, ακόμη και από τη Γη του Πυρός!!!
Θα μου πείτε ‘να ακόμη μια αρνητική διαφήμιση της Ελλάδας’. Μα γιατί, κυρίες μου και κύριοι, στις δικές σας πατρίδες τέτοιου είδους φόνοι δεν γίνονται ποτέ; Τς τς τς!!!’
*
Ο παγκοσμίου φήμης detective Στέφανος Μακρής εκλήθη επειγόντως από τον ίδιο τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Και αυτή ήταν ακόμη μία απόδειξη για το πόσο σοβαρά έπαιρνε την υπόθεση το Επίσημο Ελληνικό Κράτος. Δεν δυσανασχέτησε ο διάσημος Επιθεωρητής που θα διέκοπτε τις …διακοπές του. Αν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, όφειλε να παραδεχθεί ότι γι’ αυτόν οι διακοπές είχαν μαγεία την πρώτη εβδομάδα. Από το τέλος αυτής και μετά, άρχιζε το στερητικό σύνδρομο της δουλειάς του. Και αυτό γινόταν αντιληπτό από την παρέα των φίλων και βέβαια της οικογένειας, πράγμα που δεν άρεσε σε κανέναν. Οπόταν σαν να ένιωσαν μια μικρή ανακούφιση όλοι τους μηδέ της συζύγου του εξαιρουμένης, που θα έφευγε για λίγο. Όταν γύριζε με γεμάτες τις μπαταρίες του και χωρίς σύνδρομα στερητικά, θα αποτελούσε και πάλι τον κεντρικό πυλώνα του κεφιού της συντροφιάς και της επιτυχημένης διαμονής στο νησί της προτίμησής της παρέας όλης.
Και βέβαια παραπάνω από πολύτιμη η προσφορά του σκηνοθέτη που ενήργησε σαν από μηχανής Θεός στην όλη ιστορία. Καρέ καρέ εξετάστηκε η ταινία που πρόλαβε να τραβήξει, γιατί το υλικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης διάρκειας. Μα και μήπως είχε σημασία αυτό; Σαν να έλειπε το μπλα μπλά της εισαγωγής, του ΠΡΙΝ δηλαδή, όσο και αυτό του ΜΕΤΑ. Κατευθείαν στο ψητό που λένε.
Το εξέτασαν μία φορά εν τάχει και στην συνέχεια ενδελεχώς και καρέ καρέ. Προσπάθησαν να ανιχνεύσουν οτιδήποτε κρυβόταν πίσω από σκιές ή εμπόδια υλικά ή και φανταστικά. Μα τίποτα το κατατοπιστικό ή άξιο λόγου. Τίποτα που να τραβούσε το ενδιαφέρον των αρμοδίων.
Μα ο Στέφανος Μακρής ήταν πολύ πιο πάνω και από τον πιο ειδικό αρμόδιο, άσε που ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Ήταν θαρρείς απόγονος της φουρνιάς εκείνης των ερευνητών τύπου Σέρλοκ Χολμς, Ηρακλή Πουαρώ, miss Marple και δεν συμμαζεύεται. Δεν έκανε την ‘τρίχα τριχιά’ το αντίθετο μάλιστα. Την τρίχα την αποσυνέθετε εξ ων συνετέθη, έφθανε στον πυρήνα του μικρότερου μορίου της και όταν ερχόταν η στιγμή να διασπάσει… το άτομο (!) η δύναμη που εκλυόταν ήταν μιας τέτοιας ισχύος, που ισοπέδωνε δυσκολίες αμφιβολίες και δισταγμούς. Που σημαίνει: Αϊνστάιν + Μακρής = πακέτο ένα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονταν όσοι τον γνώριζαν και ήταν το μόνο σημείο για το οποίο οι Έλληνες για μία και μοναδική φορά ίσως, συμφωνούσαν μεταξύ τους απολύτως!
Και δια του λόγου τούτου το αληθές και τώρα όπως πάντα οι πρώην συνάδελφοί του αστυνομικοί και φυσικά και οι νεότεροι τον παρακολουθούσαν με θαυμασμό και δέος να εξετάζει τα διάφορα πλάνα, να σταματά σε ένα από τα λίγα καρέ της ταινίας πάνω στην τεράστια οθόνη και να μουρμουράει φωναχτά:
‘Ε, μα βέβαια, βέβαια. Πώς και δεν το είχα σκεφτεί…’
Οι αστυνομικοί αλληλοκοιτάχτηκαν άφωνοι και ενεοί. Μα τι τέλος πάντων έβλεπε ο άνθρωπος αυτός που εκείνοι αδυνατούσαν να δουν; Και να πεις ότι δεν ήταν από τα καλύτερα μυαλά του εγκληματολογικού; Και ας μη νομισθεί παρακαλούμε πολύ, ότι ήταν όλοι τους μειωμένης αντίληψης και ευφυΐας σε σύγκριση με τον Μακρή. Α, όχι… Μόνο που αυτός είχε το Θείο Χάρισμα που λένε, αυτό που ο Πανάγαθος χαρίζει μια στις τόσες σε κάποιο από τα Πλάσματά Του. Και ΑΝ κάποιος αναρωτηθεί: ‘Γιατί ο Θεός το κάνει αυτό και με τι κριτήρια;’ δεν έχουμε να του δώσουμε απάντηση. Χμ, Θεός είναι και άγνωσται αι βουλαί Του.
Με τον κέρσορά του εστίασε σε ένα σημείο σκιασμένο από μια ομπρέλα θάλασσας. Η όλη συνέχεια της εικόνας δεν ήταν απόλυτα νορμάλ.
‘Οπερατέρ, κάνε ζουμ, κάνε ζουμ. Να μεγεθυνθεί η εικόνα στο έπακρον. Έτσι μπράβο αγόρι μου. Τι βλέπουμε εδώ; Μάλιστα, ένα ανοικτό βιβλίο που το κρατάει ένα χέρι. Και το άλλο χέρι του πού είναι παιδιά; Μήπως κρατάει κάτι άλλο;’
Μπορούσες θα λέγαμε πια να διαβάσεις ό, τι διάβαζε και ο άνθρωπος που κρατούσε το βιβλίο κάτω από την ομπρέλα. Και να δεις που ένα από τα γράμματα του βιβλίου ήταν πώς να το κάνουμε αφύσικα μεγάλο. Και να ήθελε ο συγγραφέας να κάνει έμφαση, ένα τέτοιο ΌΜΙΚΡΟΝ δεν θα την δικαιολογούσε. Ήταν υπερμέγεθες… διαμπερές και τρισδιάστατο φονικό άνοιγμα της κάννης όπλου μικρού ή μεγάλου, δεν έχει σημασία.
«Κυρίες μου και κύριοι, ιδού η αφετηρία της σφαίρας και αιτία του θανάτου της ΘΕΑΣ. Παγκόσμια πρωτοτυπία, μα την αλήθεια, ΘΕΑ να σκοτώνεται από ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ κατασκεύασμα! Αστειεύομαι βέβαια. Δεν μένει λοιπόν παρά να βρούμε τον φιλαναγνώστη φονιά. Προσέξατε μήπως τον τίτλο του βιβλίου στο πάνω μέρος των σελίδων; ‘Ο ΦΟΝΟΣ’. Μας δουλεύει κι από πάνω ο μπαγάσας. Καλά, θα σου δείξω εγώ, εξυπνάκια. Περίμενε και θα δεις», γέλασε κάπως αυτάρεσκα ο Στέφανος και αυτό, δεν διέλαθε της παρατήρησης των πρώην συναδέλφων του. Ήταν όμως τόσο αφοπλιστικά ειλικρινής ακόμα και μέσα στην αυταρέσκειά του, που γέλασαν καλόκαρδα οι αστυνομικοί (πρώην συνάδελφοί του). Οι νεότεροι απλώς έβλεπαν, χωρίς να σχολιάζουν ούτε φανερά ούτε κρυφά. Και διδάσκονταν από τις ατραπούς που διάβαινε η σκέψη του detective με χαριτωμένη άνεση.
Τι τα θες, μεγάλη Σχολή ο Μακρής και μεγάλο παράσημο στο βιογραφικό του κάθε αστυνομικού το ότι δέησε να συνεργαστεί σε μια υπόθεση με την ερευνητική ομάδα αυτής της ιδιοφυΐας…
*
Στο αμφιθέατρο της Σχολής της Αστυνομίας δεν έπεφτε καρφίτσα κάτω, που λένε.
Ο Στέφανος θα έδινε μάθημα ανοικτό στους φίλους του αστυνομικούς. Χαμογελαστός, χωρίς έπαρση, έδωσε το σήμα για την έναρξη του μαθήματος. Στην τεράστια οθόνη του video Wall,φάνηκε η πολύχρωμη ομπρέλα της παραλίας, το γνωστό ανοικτό βιβλίο με το μυστηριώδες Όμικρον και μία ακαθόριστη σκιά του ή της αναγνώστριας του βιβλίου.
«Αρχίζουμε φίλοι μου», είπε χαμογελαστός ο Μακρής κρατώντας στα χέρια του μία βέργα δασκαλίστικη παλιάς κοπής. Ο σκοπός του προφανής. Ήθελε με αυτήν να δείξει πάνω στο VIDEO WALL τα σημεία που τον ενδιέφεραν.
«Ας μιλήσει όποιος συνάδελφος θέλει. Και ας μας πει αν υπάρχει κάτι ή αν παρατήρησε κάτι το ιδιαίτερο που μπορεί να μας οδηγήσει στον δράστη.
Κατ’ αρχήν ρωτώ: ΆΝΤΡΑΣ ή ΓΥΝΑΙΚΑ ο φονιάς;»
Ένας όμορφος νεαρός αστυνομικός σήκωσε το χέρι του και είπε χωρίς κομπασμό:
«Ναι, θα ήθελα πράγματι κάτι να πω. Το χέρι που κρατάει το βιβλίο είναι μεν μικρό για να ανήκει σε άντρα, αλλά ούτε είναι και χέρι γυναικείο».
«Πολύ καλά, πολύ καλά. Άλλος κανείς να προσθέσει κάτι;»
«Μάλιστα», είπε μια επίσης όμορφη Αστυνομικίνα. «Αν δεν κάνω λάθος, στο παράμεσο δάκτυλο υπάρχει ένα ίχνος δακτυλιδιού που δεν πρόλαβε να μαυρίσει με την αφαίρεσή του που θα φορούσε πριν. Εικάζω ότι θα πρόκειται για δακτυλίδι είτε γάμου είτε αρραβώνα σε σχήμα κλασικής βέρας».
«Πολύ ενδιαφέρον. Μπράβο, συνάδελφε.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να προσθέσω κάτι στα όσα πολύ σωστά μας είπατε: Δύο τινά μπορούν να φανερώσουν το φύλο του δολοφόνου. Βέρα φοράει ο άντρας σε περίπτωση αρραβώνα και μονόπετρο η μνηστή, ναι; Οδηγούμαστε άρα στο συμπέρασμα κατά ποσοστό 60%, ότι ο δολοφόνος ήταν ή άντρας παντρεμένος ή γυναίκα επίσης παντρεμένη. Κρίνοντας από την συνήθεια να φορούν οι παντρεμένοι βέρα στο δεξί. Αν λοιπόν επρόκειτο για ζευγάρι, η σύζυγος νεκρή κι ο σύζυγος ο δολοφόνος της; Μία πιθανότητα…
«Γνωρίζει κάποιος να μας πει αν η μακαρίτισσα ήταν παντρεμένη; Αν ήταν χωρισμένη; Δεν μπορεί να μην ξέρουμε κάτι για το βίο της άτυχης και κυρίως διάσημης γυναίκας. Εδώ τα κουτσομπολιά βρίθουν στον κύκλο των ανθρώπων αυτών. Και κουτσομπολιά να μην υπάρχουν, τα εφευρίσκουν είτε οι ίδιοι είτε οι παρατρεχάμενοί τους, είτε βέβαια οι δημοσιογράφοι. Μία θεότητα που ακούει στο όνομα ‘GOSSIP’».
Ένας κατάξανθος νεαρός, καταφανώς ξένος δημοσιογράφος, ελαφρώς έως πολύ ενοχλημένος από την ακροτελεύτια φράση του Μακρή, σηκώθηκε από τη θέση του και ο μεταφραστής του άρχισε να διηγείται μεταφρασμένα τα όσα του υπαγόρευε:
«Μπίνγκο, κύριε. Η Τούτση, η συγχωρεμένη δηλαδή, μόλις έναν μήνα πριν, φημολογείται ότι είχε παντρευτεί σε γάμο μυστικό τον καλό της μετά από πολύχρονο ειδύλλιο. Ο γάμος έγινε κατόπιν απαιτήσεως του συζύγου της και αυτή αναγκάστηκε να ενδώσει μη μπορώντας να εξακολουθήσει και άλλο τις συνεχείς αναβολές με χίλιες δυο προφάσεις. Υπάρχουν βλέπετε και γυναίκες που δεν ονειρεύονται νυφικά και μπομπονιέρες. Δυσεύρετο ανθρώπινο είδος, αλλά υπαρκτό! Εκείνος μάλιστα την είχε απειλήσει φανερά ότι σε περίπτωση που τον εγκατέλειπε, θα την σκότωνε και στη συνέχεια θα την ακολουθούσε στο μεγάλο ταξίδι τους, γιατί και στον θάνατο ήθελε να είναι μαζί της. Το είπε περισσότερο για να δείξει τη μεγάλη του αγάπη παρά για να επιβάλει έναν ψυχαναγκασμό. Φαίνεται λοιπόν ότι για κάποιον λόγο χώρισαν, εξ’ ου και το γυμνό από δακτυλίδι χέρι. Είμαι σίγουρος ότι ήταν η απειλή του που έλαβε σάρκα και οστά. Από την άλλη, με προβληματίζει το γεγονός ότι όπως πληροφορήθηκα, ο σύζυγός φτάνει απόψε από τις U.S.A. με την τελευταία πτήση από ΛΟΣ ΆΝΤΖΕΛΕΣ. Ως εκ τούτου ο εν λόγω κύριος είναι σίγουρα αθώος του αίματος τούτου».
«Οπόταν δυστυχώς βρισκόμαστε πάλι στην αρχή; Κι εκεί που πηγαίναμε να χαρούμε πως βλέπαμε κάποιο φώς στην άκρη του τούνελ!… Μάλλον πέσαμε τελείως έξω. Άσχετα απ’ αυτό, τέλος πάντων, εφιστώ την προσοχή όλων όσοι ασχολείστε με αυτήν την υπόθεση, άμα τη αφήξει του κυρίου αυτού στο Ελ. Βενιζέλος να μην τον χάσετε στιγμή από τα μάτια σας. Πρέπει να ξέρουμε πού πηγαίνει, ποιον θα συναντήσει, ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Βιντεοσκοπημένες όλες του οι κινήσεις. Όλα αυτά δυστυχώς μέχρι την εξώπορτα της σουίτας του στο Hilton, όπου θα καταλύσει. Δεν μπορούμε να παραβιάσουμε τον ιδιωτικό του χώρο βέβαια. Το ένστικτό μου μού λέει ότι όχι μόνον γνωρίζει τον δολοφόνο, αλλά και ότι πρόκειται να τον συναντήσει.
Κυρίες μου και κύριοι, αυτά επί του παρόντος. Αν δεν έχετε αντίρρηση, αύριο στις 5 πάλι εδώ εκτός απροόπτου. Τα λέμε».
Τώρα, ο σύζυγος, γνωστός κοσμικός και μέγας bon viveur, όπως είχαν πληροφορηθεί, έφθασε όντως στο Ελ. Βενιζέλος αργά τη νύχτα. Το πλήθος των δημοσιογράφων στην προσπάθειά του να τον πλησιάσει προσέκρουσε πάνω σε αδιαπέραστο τοίχο. Body guards τον προστάτευαν και αυτός ο ίδιος με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τεράστια γυαλιά, γυαλιά σχεδόν γυναικεία, ήταν ανεξιχνίαστος. Οι λειτουργοί της ασφάλειας απογοητευμένοι πήραν ευθύς εξ’ αρχής μια γεύση του πόσο δύσκολο θα ήταν το έργο που τους είχε αναθέσει ο Μακρής, αφού ούτε και σαν μεταμφιεσμένοι σε δημοσιογράφους θα μπορούσαν να τον προσεγγίσουν. Αλλά παρ’ όλη του την έπαρση, δεν μπορούσε βέβαια να αποφύγει το κάλεσμα του ανακριτή, που ήταν επείγον. Και τι να έκανε δηλαδή; Μπορούσε να αρνηθεί; Σε πολιτισμένη Χώρα ήρθε, όχι σε Μπανανία. Και ο λόγος που υπερίσχυε ήταν αυτός των Αρχών και όχι ο δικός του, παρά τα πλούτη του.
Ο Ανακριτής, με το που τον είδε τον παρακάλεσε ευγενικά μεν αυστηρά δε, όσην ώρα θα μιλούσαν να μην φοράει τα γυαλιά του. ‘Είναι απαραίτητος κανόνας και λυπάμαι μα δεν γίνεται ΕΣΕΙΣ να αποτελέσετε εξαίρεση’, του είπε.
‘Μα…’
‘Σας παρακαλώ, κύριε, μην δυσκολεύετε την κατάσταση’.
Ο Μακρής, που ήταν παρών στην κουβέντα, παρακολουθούσε τις εκφράσεις του προσώπου του με την ίδια προσήλωση που θα έκανε ένας ψυχαναλυτής και ‘ζωγράφιζε’ το πορτρέτο του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσης του Αμερικάνου. Με αυτήν την κουβέντα ο Μακρής θα έβαζε και την τελευταία πινελιά στο πορτρέτο, δεν ήθελε περισσότερο χρόνο. Αυτή η ολιγόλεπτη στιχομυθία ήταν γι’ αυτόν Χρόνος υπεραρκετός.
‘Μεγάλο μούτρο’, σιγοψιθύρισε ο Μακρής χωρίς βέβαια ο Αμερικάνος να καταλάβει κάτι, αφού τα Ελληνικά ήταν γι’ αυτόν ό,τι και τα κινέζικα. Ευτυχώς. Και λέμε ‘ευτυχώς’, γιατί σε τίποτα δεν εξυπηρετούσε το να καταλάβει ο Αμερικάνος ότι στην Ελλάδα υπήρχαν άνθρωποι που πιθανόν αμφισβητούσαν την αθωότητά του, γιατί το έργο της παρακολούθησης θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο.
Ο Μακρής άρχισε να εξετάζει ενδελεχώς κάθε πλάνο που του έφερναν οι αστυνομικοί, τους άντρες και τις γυναίκες που συναντούσε, δίνοντας έμφαση κυρίως στα ΧΕΡΙΑ τους. Και δεν είχε καθόλου άδικο που το έκανε αυτό. Γιατί την μεθεπομένη κιόλας της άφιξης του συζύγου της νεκρής, έτσι όπως ο αφιχθείς καθόταν στο τεράστιο σαλόνι του Ξενοδοχείου του καπνίζοντας ένα τεράστιο ακριβό πούρο, που η αξία του θα ήταν ισοδύναμη με το εβδομαδιαίο μισθό ενός χαμηλόβαθμου αστυφύλακα, συνέβη το εξής σημαντικότατο. Τον πλησίασαν δύο μπρατσωμένοι σωματοφύλακές του, του είπαν κάτι, εκείνος ένευσε καταφατικά και σε λίγο οι guards επέστρεψαν συνοδεύοντας ένα ανθρωπάκι λίγο μεγαλύτερο σε ύψος ενός δωδεκάχρονου παιδιού, που σημαίνει απελπιστικά κοντός ακόμη και για Έλληνα. Και η διαφορά ύψους έγινε καραμπινάτη με το που σηκώθηκε ο Αμερικάνος για να τον χαιρετήσει. Το Έβερεστ με τον Λυκαβηττό, για να πάρετε μιαν ιδέα.
Φαινόταν η συζήτησή τους να είναι πολύ σοβαρή αν έκρινε κανείς από την έκφραση στο πρόσωπο του Αμερικάνου.
Ο σερβιτόρος (αστυνομικός) που άφησε δύο ποτά στο τραπέζι τους, δεν μπόρεσε να ψαρέψει ούτε μία λέξη από την στιχομυθία τους. Πλημμελέστατη η ακουστική παρακολούθηση. Αλλά και σαν τι μπορούσε να γίνει δηλαδή; Θα έπρεπε να είχαν προβλέψει ακόμη και σε ποιο τραπέζι του τεράστιου σαλονιού θα επέλεγε να καθίσει ο άνθρωπος για να το… ‘ναρκοθετήσουν’ με κοριούς και άλλα τέτοια παράνομα μαραφέτια; Δεν γίνονται τέτοιες υπερβολές…
Από την άλλη άκρη του σαλονιού, ένας ‘ένοικος’ του ξενοδοχείου έπιασε δουλειά βιντεοσκοπώντας τους δύο παράξενους οπτικά άντρες. Φαίνεται λοιπόν ότι ήταν η τυχερή ημέρα του Μακρή γιατί, όταν στο απογευματινό meeting με αστυνομικούς και δημοσιογράφους ήρθε η στιγμή της ανάλυσης των βίντεο-εικόνων που έφερε ο ‘ένοικος’ του ξενοδοχείου, ο Μακρής είπε μόνο τρεις λέξεις: «Σε πιάσαμε, φίλε.»
Οι πάντες αλληλοκοιτάχτηκαν με μιαν έκπληξη που προσπάθησαν να της προσδώσουν ευγενική χροιά και συνάμα μια ανείπωτη ερώτηση περιμένοντας με δέος να πάρουν μιαν απάντηση.
«Φίλοι μου, επιτρέψτε μου μιαν πολύ μικρή χρονική καθυστέρηση. Γιατί οι καιροί είναι πονηροί και αν γίνουν γνωστά στον ενδιαφερόμενο αυτά που θα πω, πολύ φοβάμαι ότι το πουλάκι θα πετάξει -κυριολεκτώ- και άντε μετά να το πιάσεις εκεί που θα πάει. Επί του παρόντος, με Εισαγγελική παραγγελία να ειδοποιηθεί και ο τεθλιμμένος σύζυγος να έρθει να μας κάνει λίγη παρέα σε τούτο δω το meeting, θα τον ενδιαφέρουν πολύ αυτά που θα ακούσει, το δίχως άλλο. Οπόταν, ένα break για τσιγάρο και καφέ και σας υπόσχομαι ένα ενδιαφέρον απόγευμα. Μη φύγει κανείς. Προς το παρόν αυτά…
*
Πράγμα περίεργο, μα κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του, εκτός του Μακρή, μήτε για καφέ μήτε για τσιγάρο. Κατάλαβαν ότι κάτι τρομερά σημαντικό επρόκειτο να ακούσουν και έμειναν καρφωμένοι και ενεοί στις θέσεις τους. Αυτά τα 15 λεπτά του διαλείμματος ήταν τα μεγαλύτερης διάρκειας λεπτά που είχαν βιώσει στη ζωή τους.
Σε λίγο, και με τη συνοδεία τεσσάρων μπρατσωμένων φουσκωτών κατέφθασε και ο Αμερικάνος φανερά ενοχλημένος και ψυχρός. Ο Μακρής άπλωσε το χέρι του σε ευγενικό χαιρετισμό, μα εκείνος τον αγνόησε. Ο ντετέκτιβ μάζεψε το χέρι του λέγοντας σε άπταιστα αγγλικά που μετέφραζε για το κοινό ο εντεταλμένος για τη δουλειά αυτή διερμηνέας: «Ηρεμήστε, ηρεμήστε, κύριε. Σας συμβουλεύω καθαρά για λόγους υγείας. Σε λίγο θα δείτε ότι θα έχετε απόλυτη ανάγκη της συμβουλής μου αυτής».
Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη σιγή. Στο video Wall εμφανίστηκε το μεγάλο σαλόνι του Hilton με τον Αμερικάνο και τον επισκέπτη του να ομιλούν σε πολύ σοβαρό ύφος.
«ΖΟΥΜ, παρακαλώ, και παγώστε την εικόνα στο σημείο που θα υποδείξω ευθύς αμέσως. Κι άλλο ζουμ, φίλε μου. Ωραία. Τώρα για πέστε μου, κυρία υπαστυνόμε, ναι εσείς που κάνατε την πολύ εύστοχη παρατήρηση για το χέρι που κρατάει το βιβλίο της ομπρέλας. Το χέρι αυτό μοιάζει καθόλου με αυτό του συνομιλητή του αγαπητού συζύγου της μακαρίτισσας; Σας εφιστώ την προσοχή, στο ίχνος από το δακτυλίδι. Και προς αποφυγήν στρεβλών ιδεών και σκέψεων, καλό θα ήταν να αντιπαραβάλουμε και την εικόνα της γνωστής ομπρέλας. Ας κοιτάξουμε λοιπόν προσεκτικά…»
Ένα μακρόσυρτο άάάάάά, ακούστηκε και οι πάντες στράφηκαν προς τον Αμερικάνο ο οποίος κατάχλωμος παρακολουθούσε την προβολή. Και χωρίς κανένας να προβλέψει τη συνέχεια προλαβαίνοντας να αποτρέψει και τα χειρότερα, ο Αμερικάνος βγάζει από την τσέπη του ένα ρεβόλβερ και αυτοπυροβολείται στον κρόταφο υπό τα όμματα των έντρομων και εμβρόντητων σωματοφυλάκων του.
Και ο ξανθός ξένος δημοσιογράφος που πριν δύο ημέρες είχε ενημερώσει τόσο για το γάμο όσο και τον χωρισμό του με την νεκρή, κουνώντας το κεφάλι του θλιμμένα είπε: «Το είπε και το έκανε. Η ζωή του χωρίς εκείνη δεν είχε νόημα. Αφήρεσε βέβαια τη ζωή της δια αντιπροσώπου επαγγελματία εκτελεστή, αλλά δεν το έκανε έτσι και ως έτυχε. Την είχε προειδοποιήσει.»
Και ο Μακρής συμπλήρωσε: «Το έξυπνο κόλπο του ΑΛΛΟΘΙ ήταν για την εποχή των αγαπημένων μου ηρώων σαν το SHERLOCK HOLMES, τον Ηρακλή Πουαρώ, την Miss Μarple κ.ά. Αλλάξαν οι καιροί. Έγινε και ο φόνος ένα επάγγελμα, απεχθές μεν, μα επάγγελμα. Άντε και μετά να ψάχνεις για ψύλλους στ’ άχυρα ερευνώντας το ιστορικό ανθρώπων που ουδεμία σχέση έχουν με το θύμα, έτσι που να σε κάνει να οδηγηθείς στο φονιά. Δυσκόλεψαν τα πράγματα βέβαια και στο δικό μας επάγγελμα, μα αυτό δεν σημαίνει ότι κι εμείς δεν έχουμε εξελιχθεί… Ο κάθε εγκληματίας αργά ή γρήγορα φτάνει στα χέρια της δικαιοσύνης…»
Περιττόν να πούμε ότι η Κάθαρση επήλθε με τη σύλληψη του ‘κοντού’ λίγο προτού αυτός ‘πετάξει’ με την Παναμέρικαν για Λος Άντζελες με το ίδιο αεροπλάνο που μετέφερε τις Σορούς Εκείνης και Εκείνου. ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ των U.S.A.
Λένα Μούλιου