«Θεέ μου, τι ρεζιλίκια!»
Η θεία έχει γονατίσει στο πάτωμα και αναπέμπει δεήσεις.
«Σμαρώ, κλείσε τα παράθυρα μη μας πάρει κανένα μάτι και γίνουμε περίγελως. Αχού, τι μου ’μελε να πάθω στα μεσοκοπήματα!»
Με κοιτάζει με απέχθεια. Λίγο ακόμα και θα κάνει εμετό. Η Σμαρώ, συνηθισμένη στις υστερίες της μάνας της, κλείνει τα παράθυρα σιωπηλή. Δεν τολμά ούτε βλέμμα να μου ρίξει έτσι όπως στέκομαι φορώντας το φουστάνι με σχισμένο το δεξιό μανίκι απ’ τη λύσσα της θείας όταν με ανακάλυψε. Ξέρω όμως πως με συμπαθεί, ίσως και να με καταλαβαίνει.
«Αυτό είναι, μωρέ, το ευχαριστώ που σε περιμάζεψα όταν πέθανε η μάνα σου στη γέννα; Να γίνεις αποτέτοιος; Με τέτοιες αρχές σε μεγάλωσα εγώ;»
Σκύβω το κεφάλι. Η ματιά μου ταξιδεύει στο κάτω μέρος του φορέματος. Έχει κεντήματα σε φωτεινά χρώματα.
«Βρε, ξέρεις τι τύχη έχουν εδώ οι ανώμαλοι; Βρε, θα τρελαθώ άμα σε μυριστούν οι χωριανοί. Χάσου από μπροστά μου!»
Φεύγω χωρίς να βγάλω άχνα. Έχω κολλήσει απ’ τη Σμαρώ βουβαμάρα. Θα ’θελα όμως η θεία να ’ταν αλλιώς, να μπορούσα να της μιλήσω και να της πω πως φόρεσα το φόρεμα της μάνας μου, το μοναδικό μου κειμήλιο απ’ αυτήν, γιατί δεν τη γνώρισα ποτέ. Για να τη νιώσω κοντά μου. Για να μυρίσω κι εγώ μέσα απ’ το ύφασμα μάνα.