Τρίζει ο χρόνος ξαφνικά. Σεισμός, σκέφτεσαι. Στο μυαλό σου παρελαύνουν εικόνες που θυμίζουν κακογραμμένη παρτιτούρα, φαγωμένη από τον καιρό. Ρίχνεις κλεφτή ματιά ολόγυρα. Να σιγουρευτείς. Οι Αμέριμνοι συνεχίζουν τον δρόμο τους. Στρέφεις το βλέμμα αριστερά. Μόνο στα μάτια σου ορατό, παραθυράκι. Κοιτάς χωρίς να σε καταλάβουν. Αν και απρόσωπο, σου ζητάει να περάσεις μέσ’ απ’ αυτό. Έστω για λίγο. Δε χωράς. Είναι τόσο δα μικρό. -Σάμπως στριμώχνεται το παρόν στο παρελθόν;- Καταφέρνεις να περάσεις το λεπτό σου χέρι μέχρι το ύψος του καρπού. Γδέρνεται, ματώνει, πονάει. Το μαζεύεις. Το επαναφέρεις, λέω, στο παρόν. -Τι δυνατότητα, αλήθεια-. Το περιεργάζεσαι. Εδώ, ούτε γδάρσιμο, ούτε πόνος, ούτε σταγόνα αίμα. Χάρη στο χέρι που κρατάει το δικό σου. Διόλου αμέριμνη, αλλά συνεχίζοντας κι εσύ τον δρόμο σου. Κοιτάς ξανά το αθέατο στους άλλους παραθυράκι. Το ίδιο όμως, όχι μέσα από αυτό πια. Σαν άγνωστο έργο τέχνης που δεν επιζητά αναγνώριση. Ο χρόνος σταματά το εκκωφαντικό του τρίξιμο. Το σκηνικό αποκαθίσταται. Εκείνος σου χαμογελά και σου ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου. Κι εσύ χωράς. Ολόκληρη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ