Ο κολπίσκος στα πόδια του.
Κι αυτός ψηλά. Στο απόκρημνο σημείο που είναι ολόδικό του.
Τηρά τα γαλανά νερά, η γενειάδα του σκίζει ποιητικά τον αέρα.
«Δίνε του από δω λεχρίτη, φοβίζεις και τα παιδιά».
Όχι, τα παιδιά δε φοβούνται. Από ένστικτο μοναχά τον αποφεύγουν, από προμηνύματα ενήλικου φόβου. Ο ανθρωπάκος τον φοβάται μοναχά. Το βλέμμα του, εκείνο που δε χαρακτηρίζεται από χριστιανική στωικότητα κι εγκαρτέρηση. Έχει το βλέμμα που κέρδισε δικαιωματικά, από τότε που δε φοβάται πλέον τίποτα.
Η εποχή που τον κατέτρωγε ο φόβος ήταν σαν τις εποχές των τοξικομανών ροκ σταρ που αργότερα δηλώνουν στις συνεντεύξεις «δε θυμάμαι τίποτα από τότε, έχω ένα τεράστιο κενό». Σπαράγματα μονάχα.
Θυμάται, ας πούμε, την κατάθλιψη. Αυτό που τον οδήγησε να χάσει τη δουλειά. Ή μήπως έχασε πρώτα τη δουλειά και μετά έπαθε κατάθλιψη; Το διαζύγιο. Από την ανεργία ήρθε ή απ’ την κατάθλιψη; Ή και απ’ τα δύο μαζί; Ή ήταν η κότα που έκανε όλα τα αυγά; Δε θυμάται και δεν έχει σημασία.
Η μνήμη του αρχίζει από τότε που τα έχασε όλα. Από τότε που ζει την κάθε του μέρα, χωρίς φόβο.
Σηκώνεται νωρίς, με το πρώτο φως της ημέρας. Τώρα διανύουμε τους καλοκαιρινούς μήνες, άρα μιλάμε για ιδιαίτερα νωρίς. Κατεβαίνει στην παραλία και, με το μπαστούνι του το ειδικό, συλλέγει κουτάκια. Μετά παίρνει το τρόλεϊ για Καστέλλα – οι γύρω του απομακρύνονται σε ακτίνα πέντε μέτρων, σε απόλυτη κυκλική παράταξη, κάνοντάς τον να νιώθει ο βασιλιάς Ήλιος – και κατεβαίνει στον Ναυτικό Όμιλο. Εκεί ξέρει ένα παιδί, τον Παντελή, σερβιτόρο, που του δίνει μαύρες σακούλες περισυλλογής, και, καμιά φορά, σακούλες ανακύκλωσης γεμάτες κουτάκια. Παλιά κατέβαινε και στις γύρω ψαροταβέρνες, αλλά μετά μοίρασαν αλλιώς τα στέκια και δεν έχει καμία όρεξη να παίζει ξύλο με τους άλλους. Ειδικά να το τρώει.
Το μεσημέρι τον βρίσκει στα βράχια της Πειραϊκής να κάνει μπάνιο. Έχει παραδώσει τα κουτιά, έχει πάρει το παραδάκι και το έχει φάει κιόλας. Όταν έρχεται κανείς στη θέση του, το πρώτο που μαθαίνει, ο πρώτος – και μοναδικός – κανόνας ασφαλείας, είναι να τα τρώει όλα και να τα τρώει αμέσως. Μια προεξοχή στο βραχάκι, η απειροελάχιστη καμπυλότητα σε σημείο που δεν υπήρχε πριν έχει λαλιά και προκαλεί τα θηρία. Αλλά αρκετά με αυτά.
Έχοντας χορτάσει μπάνιο, αισθάνεται ικανοποίηση. Έχει δουλέψει την ημέρα του, έχει φάει, έχει φροντίσει το σώμα του. Τώρα, αναλόγως τα κέφια, μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, να πάει δηλαδή να βρει τους άλλους, ή να απομονωθεί.
Το να πάει να βρει τους άλλους, προϋποθέτει όρεξη να βλέπει τα μούτρα τους, πράγμα που δε συμβαίνει συχνά. Τους χειμερινούς μήνες αυτό αλλάζει. Όταν το χνώτο, η μπουκάλα το κρασί και, καμιά φορά, η αγκαλιά μοιράζονται, συνοδεία δημιουργικών ασυναρτησιών, η ζωή γίνεται πιο ωραία και πιο ζεστή. Το καλοκαίρι όμως, η ζέστη περισσεύει. Έτσι, ο χειμώνας είναι η εποχή της κοινωνικοποίησης, το καλοκαίρι η εποχή της ενδοσκόπησης. Κάπως έτσι τα έχει μοιράσει.
Σκηνικά ενδοσκόπησης:
Α. Βόλτα με το λεωφορείο στις πίσω θέσεις. 909, 915, 904, 049, 040. Ατένισμα έξω απ’ το παράθυρο. Πόσα πράγματα μπορεί να πρωτοανακαλύπτει κανείς, στα ίδια πάντα μέρη.
Β. Βόλτες έξω από τα θέατρα. Ακαδημίας, Χαριλάου Τρικούπη. Σκόρπιες μνήμες από παραστάσεις, κάποιες εκ των οποίων με -φαντάσου- δωρεάν προσκλήσεις.
Γ. Ατέρμονο χάζι βιτρινών βιβλιοπωλείων. Διαβάζει ό,τι πέσει στα χέρια του, δηλαδή τις εφημερίδες πόλεως που μοιράζονται δωρεάν και τα βράδια τις φορά κατάσαρκα. Εχει όμως νοσταλγήσει ένα καινούριο βιβλίο. Δε θα μπορούσε μια μέρα να μαζέψει αρκετά χρήματα, ν’ αγοράσει ένα βιβλίο; Μόνο που το σκέφτεται διαπράττει ιεροσυλία. Σαν τα παιδιά του τα είχε τα βιβλία κι ένα παιδί το προσέχεις, δεν το εκθέτεις σε κινδύνους.
Δ. Επίσκεψη στο απόκρημνο σημείο που είναι ολόδικό του.
Ανεβασμένος στο απόκρημνο σημείο του, με τη γενειάδα του να σκίζει ποιητικά τον αέρα, νιώθει την επαφή με τον Θεό. Στις ριπές που φέρνει ο αέρας στο πρόσωπό του, στο τραγούδι μιας Σειρήνας (της Πόλυς Πάνου, αν δεν τον απατά η μνήμη του) που ακούγεται από κάποια μακρινή ψαροταβέρνα.
Είναι από τους λίγους ανθρώπους που παινεύονται πως έχουν δει το Χριστό κατ’ ιδίαν κι αυτό στην προηγούμενη ζωή του ουδέποτε θα είχε συμβεί.
Δε θα τριγυρνούσε, ας πούμε, στην Ομόνοια νυχτιάτικα, κάνοντας μια χάρη σε κάποιον φίλο. Δε θα είχε ανέβει στο 049 που κάνει τη διαδρομή Ομόνοια-Πειραιά. Δε θα είχε δει τον τύπο που επιβιβάστηκε τελευταία στιγμή.
Ούτε η πιο νοσηρή φαντασία δε θα μπορούσε να γεννήσει ένα τέτοιο πλάσμα. Βρέθηκε να εξαναγκάζει τον εαυτό του να κοιτάζει τον τύπο, παρότι του ερχόταν εμετός. Ήταν κοντός, τραγικά αλλήθωρος και φαινόταν διανοητικά καθυστερημένος. Τα μαλλιά του κρέμονταν τζίβες κολλημένες από την απλυσιά, τα ρούχα του, κουρέλια, κυριολεκτικά τα έσερνε ξωπίσω του. Ήταν βέβαιο πως έκανε πάνω του την ανάγκη του που μετά στέγνωνε και βρωμούσε. Σαν βδελυρό προϊόν χωματερής, ο φτωχός άνθρωπος, με το που μπήκε στο λεωφορείο, κάθισε στο πάτωμα, κάτω από το μηχάνημα επικύρωσης εισιτηρίων.
Συνέχισε να τον κοιτάζει και δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Πώς ζούσε αυτός ο άνθρωπος; Πώς ζούσε ακόμα; Δεν είχε λαλιά να ζητιανέψει. Να δουλέψει, αδύνατον. Του θύμισε άξαφνα έναν σκύλο, που ερχόταν παλιά κάτω απ΄το σπίτι του, γιατί έκανε μια φορά το λάθος να τον ταΐσει. Ήταν κι εκείνος εξαθλιωμένος, με αδιευκρίνιστο δερματικό νόσημα, από τα πλάσματα που σε κάνουν να φωνάζεις, άθελά σου, από αηδία. Σύντομα δεν άντεχε ούτε να τον πλησιάσει, του έριχνε κανα κόκαλο και κανα ξεροκόμματο απ’ το παράθυρο, μέχρι που τελικά ο σκύλος ψόφησε και τον πέταξαν στον κάδο. Εκείνος όμως ήταν σκύλος. Τούτος δω ήταν άνθρωπος. Πώς γίνεται να πετάει κανείς ξεροκόμματα σε άνθρωπο;
Και μετά κατάλαβε.
Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του. Έσυρε προσεκτικά τα βήματά του από τις τελευταίες θέσεις, μπροστά, εκεί που κείτονταν ο βασανισμένος άνθρωπος, και γονάτισε μπροστά του και του φίλησε τα πόδια. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τρεις ξέμπαρκοι στο λεωφορείο, που παρακολουθούσαν, είχαν ξεραθεί στα γέλια.
Από τότε ο Χριστός εξαφανίστηκε, όμως του άφησε την παρακαταθήκη του. Έχει πάντοτε την ευλογία Του κι έχει την καρδιά του εν ειρήνη.
Δε λείπουν βέβαια κάποιες στιγμές έντασης, διότι, όπως και να το κάνουμε, ο ίδιος παραμένει κοινός θνητός. Όταν κάποιος, ας πούμε, του τη λέει, γιατί αράζει στην παραλία ή βολτάρει στη μαρίνα, ότι τρομάζει τα παιδιά, και καλά, ή όταν τον πιάνει κατούρημα σε δημόσιο μέρος κι ακούει συγχυσμένα «τς τς τς» την ώρα που ξαλαφρώνει. Τότε γυρίζει και τους κοιτάζει όλους με το βλέμμα του, εκείνο που έχει κερδίσει δικαιωματικά, και οι άλλοι το βουλώνουν. Δε θα επωμιστεί το βάρος των δικών των φόβων, ούτε την ανικανότητα της πολιτείας που δε φρόντισε να φτιάξει δημόσια ουρητήρια. Του φτάνει το δικό του βάρος, το μοναδικό.
Τα παιδιά του.
Ήταν τα τελευταίο που έχασε. Last but not least, όπως θα έκανε πνεύμα στην προηγούμενη ζωή του. Η πολιτεία τα παραχώρησε στην πρώην σύζυγο και, τώρα που το σκέφτεται, της είναι ευγνώμων. Τα χέρια της συζύγου ήταν χέρια ικανά και θα διέπλασαν οπωσδήποτε ανθρώπους με ψυχή γεμάτη σκατά, καταπώς είναι απαραίτητο για την επιβίωση του είδους. Αν κάποιο από τα παιδιά, τρία τον αριθμό κι ενήλικα, διατήρησε ψήγματα ανθρωπιάς, νοσταλγίας, τρυφερότητας, αγάπης – τολμά να σκεφτεί τη μεγάλη λέξη – μάλιστα, αγάπης για τον πατέρα, σίγουρα θα οδηγήθηκε σε κάποιον ψυχολόγο, από αυτούς που κάποτε έπαιρναν ογδοντάρια την ώρα, που θα του έλεγε ότι το να ζει ακόμη στον ίσκιο ενός πατέρα αυτοκαταστροφικού κι άστεγου, εν τέλει, το «κρατάει πίσω» και να μην αφήσει την παρακαταθήκη της πατρικής αυτοκαταστροφής – διότι αυτή είναι η πεποίθηση που διατηρούν ακλόνητη με νύχια και με δόντια, ότι αυτός, μόνος του όλα τα προκάλεσε – να κάνει τη δική του ζωή «μη παραγωγική».
Ξέρει απέξω κι ανακατωτά τις φρασούλες κλειδιά, αυτές που άκουσε κι ο ίδιος τόσες φορές, και τις επαναφέρει στη μνήμη με μίσος, τις γυροφέρνει ροχάλα στο στόμα και τις φτύνει με αηδία πάνω στα πλακάκια της πλατείας Αλεξάνδρας, στον Πειραιά του, εκεί που είναι το καθημερινό του τέρμα. Εκεί που αγόραζε παλιά παγωτό στα παιδιά και κάθονταν κι αγνάντευαν το ηλιοβασίλεμα. Εκεί είναι που περιμένει, ότι ίσως, κάποτε, όταν όλα θα έχουν καταλαγιάσει, θα τα δει ξανά.
Αυτό μονάχα περιμένει.
Αγγελική Μαρίνου
Σας ευχαριστώ πολύ που με τιμάτε με τη φιλοξενία σας.
Βαθιά συγκινητικό…
Έξοχο. Ό,τι και να πω, λίγο.