«Γιατί δακρύζεις, ψυχή μου;»
«Γιατί φοβάμαι.»
«Τι φοβάσαι;»
«Εμένα, εκείνον…»
«Πες την αλήθεια, σε μένα τουλάχιστον, μπορείς. Ίσως μάλιστα, μόνο σ’ εμένα να μπορείς.»
«Φοβάμαι, τρέμω αυτό που νιώθω όταν είμαι δίπλα του, φοβάμαι τον εαυτό μου, όταν με κοιτά. Φοβάμαι μην ακούσει τον ήχο της καρδιάς μου, μην οι χτύποι της δημιουργήσουν εκκωφαντική σιωπή και προδοθώ.»
Η Μαρίνα, μόλις είχε βγει απ’ το ντους, φόρεσε το μπουρνούζι της, χτένισε τα μακριά κόκκινα σαν φωτιά δράκου μαλλιά της και χάιδεψε απαλά τον καθρέφτη. Με το χέρι της να τσούζει ακόμα απ’ το κάψιμο και βρίζοντας από μέσα της την απροσεξία της, καθάρισε ένα κομμάτι που απ’ τους υδρατμούς είχε δημιουργήσει ένα θολό φιλμ, ίσα για να κοιτάξει τον εαυτό της, την ψυχή της, μέσα απ’ το άψυχο αντικείμενο, που όμως γινόταν η αντανάκλαση που κάποιες φορές, δεν ήθελε ή δεν άντεχε. Το είχε συνήθεια τώρα τελευταία, να μιλάει στον εαυτό της. Δεν τολμούσε άλλωστε να τα πει σε κανέναν άλλον.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
«Αργείς Μαρίνα; Πρέπει να μπω.»
«Βγαίνω, σε ένα λεπτό.» Και τα δάκρυα πια, κυλούσαν αβίαστα, σωστοί μικροί ποιητές που δημιουργούσαν πονεμένους στίχους και ζεμάτιζαν τα μάγουλά της. Ξανά ο ενοχλητικός ήχος. Άφησε λίγο παγωμένο νερό να ξεπλύνει το πρόσωπό της, φόρεσε το χαρούμενο προσωπείο της και άνοιξε την ξύλινη πόρτα.
«Έλα αγάπη μου, θ’ αργήσω στο ραντεβού μου.» Και της έσκασε ένα φιλί στα πονεμένα της δάχτυλα. Το συγκαταβατικό της χαμόγελο, ούτε που το κατάλαβε εκείνος. Ήταν ευτυχισμένος στην άγνοιά του. Και πόσο τον ζήλευε γι’ αυτό.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρά της και ντύθηκε βιαστικά, σχεδόν μηχανικά. Είχε άλλωστε πολλά να κάνει. Σιγά σιγά, μικρά κεφαλάκια εμφανίζονταν κοντά της, αγουροξυπνημένα της αγκάλιαζαν τα πόδια. Τέσσερις μικρές ψυχούλες, που εξαρτιόνταν από αυτήν κυρίως. Τους ετοίμασε πρωινό, τοστ και γάλα για τα κορίτσια, δημητριακά και γάλα για τα ζωηρά της αγόρια. Τα κοιτούσε που έτρωγαν, πειράζονταν, τσακώνονταν και σκεφτόταν. Σκεφτόταν τις δύσκολες τρεις εγκυμοσύνες και την εύκολη τέταρτη. Τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, τέσσερις τοκετοί. Κάθε φορά που ξεκινούσε με ορμή το όνειρό της, το πάθος της για τη ζωγραφική, εκεί έμενε έγκυος κι όσο κι αν ένιωθε ευλογημένη, ένιωθε κι αδικημένη. Πότε αλήθεια είχε παραιτηθεί; Γιατί; Έφταιγε εκείνη; Οι καταστάσεις; Η γεμάτη της ζωή, που δεν την άφηνε ν’ απολαύσει τίποτα για την ίδια;
«Ακόμα δεν είναι έτοιμα; Θ’ αργήσουν για το σχολείο.» Είπε κάπως αυστηρά ο Λευτέρης.
«Δε θ’ αργήσουν, θα τα πάω εγώ.»
«Εσύ;»
«Ναι, γιατί;»
«Νόμιζα ότι… άστο άστο.»
«Θα τα πάω εγώ.» Πετάχτηκε η πεθερά της. Και συνέχισε όπως πάντα, καυστικά:
«Εσύ καλή μου, καλύτερα να κάτσεις να σιδερώσεις. Το πουκάμισο του γιου μου, εγώ το περιποιήθηκα.» Έξαλλη η Μαρίνα, για άλλη μια φορά όμως, δειλή. Δε μίλησε, τα έκρυβε όλα μέσα της. Αλλά, η δειλία κοστίζει, ω, πόσο κοστίζει.
Αφού ετοίμασε και τα τέσσερα μικρά της, τα πήρε η γιαγιά τους και τα πήγε σχολείο. Έμεινε μόνη. Μπήκε πάλι στο μπάνιο, κοίταξε το δακρυσμένο της πρόσωπο και το ρώτησε ξανά.
«Γιατί δακρύζεις ψυχή μου;»
«Γιατί πονάω.»
«Αχ, γλυκιά μου, προετοιμάσου για μεγαλύτερο πόνο.» Έκανε μια κίνηση παραίτησης, συνηθισμένη τώρα τελευταία. Αίφνης, ήρθε στο νου της το πρόσωπό του. Έπιασε μηχανικά την κρέμα που της είχε δώσει ο γιατρός για το κάψιμο κι άπλωσε στο πληγιασμένο σημείο και κόντεψε να το ξαναπάθει, ρίχνοντας το καυτό νερό απ’ το μπρίκι στο άλλο της χέρι. Στο τσακ τη γλίτωσε. Κάθε που τον σκεφτόταν, ριγούσε ολόκληρο το κορμί της, αποσυντονιζόταν η σκέψη της, η ισορροπία της, ολόκληρο το είναι της. Κι όμως, ο μεγαλύτερος φόβος της, τρόμος σχεδόν, ήταν μήπως την καταλάβει και τότε … τότε, ίσως τον έχανε. Γιατί μπορεί να είχε εγκλωβιστεί σε μια ζωή που δεν διάλεξε ακριβώς, μπορεί να μην μπορούσε να λυτρωθεί απ’ τις επιλογές της, αλλά θα έπαιρνε ό,τι κι αν της πρόσφερε. Τη φιλία του, τη συμπάθειά του, δυο όμορφες κουβέντες, ένα πυρωμένο βλέμμα, οτιδήποτε. Κι αχ αυτά τα βλέμματα, έλεγαν όσα οι λέξεις αδυνατούσαν. Όμως, ήταν πεπεισμένη, ότι η φαντασία της έφταιγε. Εκείνος δεν είχε αποκαλύψει το παραμικρό, πέρα από ευγένεια. Έπρεπε να βιαστεί. Το αποφάσισε. Θα είχε αντιδράσεις, αλλά άξιζε τον κόπο. Σήμερα, ήταν η καταληκτική ημερομηνία. Ο ήλιος έξω, είχε απλώσει τις φτερούγες του προστατευτικά κι αυτό η κοπέλα το είδε σαν καλό οιωνό. Φόρεσε ένα όμορφο γαλάζιο φόρεμα που την έκανε να μοιάζει με νεράιδα και ξεκίνησε για μια αρχή, όπως ήλπιζε.
Όταν έφτασε, πάγωσε. Είδε κλειστή την πόρτα κι η απελπισία άρχισε να την τυλίγει. Τι να έκανε; Είχε αργήσει; Μα, θυμόταν καλά, ότι σήμερα, μέχρι τις δώδεκα, ήταν οι εγγραφές. Χτύπησε, αλλά καμία απόκριση. Πίεσε το πόμολο με το πονεμένο της χέρι, επίτηδες, μερικές φορές, αναζητούσε τον σωματικό πόνο, από τον πόνο της ψυχής. Πόσο χαζή ένιωσε, η πόρτα άνοιξε, φυσικά, γιατί να μην άνοιγε; Προχώρησε στον άδειο διάδρομο μέχρι τις πληροφορίες. Η ευγενική κοπέλα τής υπέδειξε τις σκάλες προς τον πρώτο όροφο. Ανέβηκε νωχελικά. Έφτασε σ’ ένα γραφείο όπου στην ταμπέλα, έγραφε το όνομά του. Ήταν ανοιχτά. Πλησίασε. Εκείνος, σκυμμένος πάνω από κάτι έγγραφα. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της, σήκωσε τα μάτια. Την είδε κι έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο, που αντικατόπτριζε το χαμόγελο της ψυχής του. Έτσι ένιωθε όταν την έβλεπε, ότι γελούσε το είναι του, πήγαζε από μέσα του κάτι βαθύ, μια ευδαιμονία. Άλλωστε, δεν το παθαίνουμε αυτό μερικές φορές, με κάποια άτομα, αν είμαστε τυχεροί; Εκείνη, με μια συστολή που πάντα τη χαρακτήριζε, φωτίστηκε ολόκληρη.
«Μαρίνα! Ομολογώ ότι δε σε περίμενα, είχα πια απελπιστεί. Πες μου ότι ήρθες για να μείνεις… εννοώ, για να γραφτείς στο σεμινάριο.»
«Ναι, γι’ αυτό ήρθα. Δεν ξέρω πως θα τα καταφέρω με τα παιδιά και με όλα τ’ άλλα, αλλά είμαι πολύ ενθουσιασμένη. Θα βρω δυσκολίες, αλλά θα το παλέψω.»
«Δυσκολίες; Αν εννοείς οικονομικά, μπορώ εγώ…»
«Όχι, όχι, άλλου τύπου εννοώ.»
«Οκ. Μπορείς να μου πεις όποτε είσαι έτοιμη, δε θα σε πιέσω, αλλά θέλω να ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις τα πάντα.»
«Σ’ ευχαριστώ για τη φιλία σου. Όμως, πώς θα στο ανταποδώσω;»
«Ω, μην ανησυχείς γι’ αυτό. Μ’ έναν περίεργο τρόπο, νιώθω ότι με σώζεις.»
Δαγκώθηκε, αλλά ήταν αργά για να το πάρει πίσω. Εκείνη, δεν απάντησε, μόνο γούρλωσε τα μάτια. Εκείνος, πέρασε σε πιο ασφαλή επιλογή θέματος.
«Λοιπόν, συμπλήρωσε αυτές τις αιτήσεις, αύριο ξεκινάμε.» Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο και τα χαμόγελα αυτά μαρτυρούσαν όλη την πίεση, όλη την ένταση των συναισθημάτων που κι οι δύο ένιωθαν, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να δείξουν. Αφού τελείωσε και του τα παρέδωσε, εκείνος της πρότεινε να περπατήσουν λίγο στο μονοπάτι απέναντι. Ένιωθε ότι έπρεπε να πει όχι, αλλά σώμα και ψυχή τής φώναζαν ναι. Κι έτσι, πλάι πλάι, προχωρώντας και συζητώντας για ποίηση και τέχνες, πέρασε η ώρα, τόσο φυσικά, τόσο γαλήνια, τόσο σωστά. Ναι, ένιωθε ότι ζούσε ένα όμορφο όνειρο, μαγικές στιγμές. Άραγε τι είναι αυτό που καθορίζει το σωστό και το λάθος στη ζωή; Τα αισθήματά της ήταν τόσο αγνά που τα ένιωθε σωστά. Αν όμως την έβλεπε κανείς με κάποιον άλλο άντρα, απλά να περπατάει, θα την κατηγορούσε. Γιατί όμως; Εκείνη ήθελε απλώς να γεύεται τη συντροφιά του. Λάτρευε τις κουβέντες τους και θα μπορούσε να μιλάει μαζί του ώρες ολόκληρες. Δεν ήταν όμως κοινωνικά αποδεκτό, όπως θα έλεγε κι ο άντρας της. Πότε χάνει τον εαυτό του ένας άνθρωπος; Γιατί το αφήνει να συμβεί; Χτύπησε το κινητό της. Τρόμαξε, καθώς είδε το νούμερο του σχολείου. Απάντησε βεβιασμένα. Μέχρι να της πει η δασκάλα του μεγάλου της γιου ότι απλά είχε βραχεί και ήθελε να του πάει μια αλλαξιά ρούχα, τα γόνατά της έτρεμαν. Δάκρυσε από την ένταση του φόβου της. Εκείνος κατάλαβε. Ή μήπως όχι; Την άγγιξε στον ώμο κι αυτό ήταν σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο. Ήταν μια κίνηση συμπαράστασης, αλλά γι’ αυτήν, ήταν κάτι παραπάνω. Τον κοίταξε βαθιά. Ένας παράδεισος τα μάτια του, σκέφτηκε. Και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα.
«Πρέπει να φύγω.»
«Καταλαβαίνω.» Και σαν να μην μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, άρχισε να τρέχει. Ίσα που πρόλαβε να της φωνάξει:
«Στις εννιά αύριο.»
Το ίδιο βράδυ, αφού είχε βάλει και τα τέσσερα μικρά της για ύπνο κι αφού είχε διαβάσει στο καθένα το αγαπημένο του παραμύθι, ξάπλωσε και πήρε ένα σημειωματάριο που είχε πάντα δίπλα στο κομοδίνο της και που συνήθως σχεδίαζε εικόνες που της έρχονταν στο μυαλό. Όμως το χέρι της, σαν να είχε δική του βούληση, άρχισε να γράφει:
«Γιατί δακρύζεις, ψυχή μου;»
«Γιατί πνίγομαι.»
Λίγο αργότερα, μπήκε στο δωμάτιο ο άντρας της. Είχε στ’ αλήθεια κάτι να του προσάψει; Λίγα πράγματα.
«Τι κάνεις, αγάπη μου, δεν κοιμήθηκες;»
«Όχι, σε περίμενα.»
«Αλήθεια; Γιατί;» Κι έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο που όμως δεν άργησε να σβήσει καθώς εκείνη του είπε ότι ήθελε να μιλήσουν.
«Αύριο, ξεκινάω σεμινάρια ζωγραφικής.» Εκείνος την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα απορίας κι έντασης μαζί.»
«Σοβαρά; Πότε το αποφάσισες; Και γιατί δεν μου είπες τίποτα;»
«Ήταν ξαφνικό. Θέλω να κάνω κάτι για μένα.»
«Για σένα; Και τα παιδιά; Πώς θα προλαβαίνεις;»
«Τις ώρες του σεμιναρίου, θα είναι σχολείο.»
«Και το σπίτι, οι δουλειές;»
«Ε, θα τα καταφέρνω, θα βοηθάει κι η μάνα σου.»
«Ούτως ή άλλως βοηθάει.»
«Σωστά.» Χαμήλωσε το κεφάλι. Εκείνος ξάπλωσε, γύρισε πλευρό και κοιμήθηκε. Εκείνη, μ’ ένα μικρό φωτάκι, άρχισε να σχεδιάζει. Ώσπου τα μάτια της δεν άντεχαν άλλο κι αποκοιμήθηκε. Μόνο που το μπλοκάκι, έμεινε εκεί, ανοιχτό, να δείχνει το καλοσυνάτο και υπέροχο πρόσωπο εκείνου.
Το πρωί, το πήρε στα χέρια του ο Λευτέρης, κάτι του θύμιζε ο τύπος, κάτι, αλλά τι; Το έσκισε και το άφησε κομματάκια δίπλα της. Λίγο αργότερα, άνοιξε τα όμορφα μάτια της και στη θέα της κομματιασμένης ζωγραφιάς της, εκείνα θόλωσαν, ποτάμια καυτά κυλούσαν για άλλη μια φορά, μούσκευαν το είναι της, την ίδια της την καρδιά. Πώς είχε μπλέξει έτσι; Και τώρα, τι θα έκανε; Άκουσε τα τερατάκια που ξυπνούσαν κι έκαναν φασαρία. Έπρεπε να σύρει τα πόδια της. Το έκανε. Πλύθηκε, ντύθηκε απλά, με ένα τζιν παντελόνι κι ένα απλό λευκό μπλουζάκι. Σαν ρομπότ, εντελώς μηχανικά έκανε την πρωινή της ρουτίνα. Μόνο το χαμόγελό της ήταν αληθινό όταν κοιτούσε τα παιδιά της κι η αγκαλιά τους. Ο άντρας της κι η πεθερά της, την κοιτούσαν περίεργα, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Δεν πτοήθηκε. Παρά ύψωσε ανάστημα.
«Τα παιδιά είναι έτοιμα, θα τα πάω εγώ σχολείο με τα πόδια. Τα ρούχα σου είναι από χθες σιδερωμένα πάνω στην καρέκλα, το φαγητό είναι έτοιμο απ’ το βράδυ κι εγώ θα πάω κατευθείαν στο μάθημα ζωγραφικής. Κι απευθυνόμενη στην άλλη γυναίκα της παρέας είπε:
«Αν μπορείτε μόνο, να τα πάρετε απ’ το σχολείο, γιατί σήμερα τελειώνουν νωρίς.» Ένευσε θετικά εκείνη. Ο άντρας της, απλά την κοίταζε. Άραγε, διέκρινε τη διαφορά;
Έκανε λοιπόν αυτό που είπε κι έφυγε. Η έξαψή της ήταν μεγάλη. Θα έκανε επιτέλους αυτό που αγαπά και θα έβλεπε και τον άνθρωπο που την είχε σημαδέψει. Ήταν η τελευταία που μπήκε στην αίθουσα κι αντίκρισε όλες τις μαθήτριες δίπλα του. Ένα αγκάθι ζήλιας την τρύπησε ξαφνικά. Δεν είχε το δικαίωμα, αλλά αυτό ένιωθε. Όταν ο Μιχαήλ την είδε, έλαμψε, κάτι που έκανε και την ίδια να λάμψει. Πώς καταφέρνουν κάποιοι άνθρωποι και κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή μας; Πόσο υπέροχο και συνάμα τρομακτικό είναι όλο αυτό;
«Αγαπητοί μου, σήμερα, πρώτο μας μάθημα, θα μιλήσουμε για την ωραιότητα της ψυχής, μέσα από τη ζωγραφική. Αν σας ζητούσα να ζωγραφίσετε κάτι απ’ την ψυχή σας και να βάλετε κι έναν τίτλο, τι θα μου φτιάχνατε; Κι επειδή το θέμα είναι ευαίσθητο, θέλω να μου το δώσετε προσωπικά και θα κρίνουμε αν θα το δουν όλοι. Έτσι, θέλω να σκιαγραφήσω κι εγώ ένα κομμάτι του χαρακτήρα σας. Αρχίστε λοιπόν. Δώστε όλο σας το είναι στην πρώτη σας δημιουργία, δώστε ελεύθερα ό,τι δεν μπορείτε να πείτε με λέξεις.»
Εκείνη ήταν η τελευταία που παρέδωσε το έργο της, τυλιγμένο προσεκτικά. Είχε αποφασίσει να εκτεθεί, όσο δεν το είχε κάνει ποτέ. Έπρεπε να φύγει, του είπε βιαστικά.
Όταν εκείνος άνοιξε την κατάθεση της ψυχής της, συγκλονίστηκε, μαγεύτηκε και την ερωτεύτηκε ακόμη πιο πολύ.
Είχε σχεδιάσει το πρόσωπό του και σαν τίτλο είχε βάλει:
«Γιατί δακρύζεις, ψυχή μου;»
Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Heaven in your eyes”
ΤΟΝΙΑ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Υπέροχο!!!!
Γιατί δακρύζεις ψυχή μου???? Πόσοι μπορούν να δουν την ψυχή σου, πόσοι θέλουν να δουν τη ψυχή σου. Ένα υπέροχο διήγημα που σε κάνει να βγεις από την πεζή καθημερινότητα και να ταξιδέψεις με τα φτερά της ψυχής ❤️❤️❤️
Εξαιρετικό!!! Δεν ήθελα να τελειώσει! Υπέροχη αφήγηση σε κάνει να ταυτίζεσαι και σου δημιουργεί περιέργεια για την συνέχεια!! Πολλά συγχαρητήρια!!!!
Καταπληκτικό!
Ποσο ομορφο…
Πόσες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μας διαβάζοντας το….πολύ καλό! Συγχαρητήρια!
Γιατί δακρύζεις, ψυχή μου;
Φοβάμαι την εκκωφαντικη σιωπή που θα ξεχυθεί από τα βάθη της …
Απλά υπέροχο ..συγκινητικό ..απολαυστικό..
☺️
Γιατί δακρύζεις,ψυχή μου;
Φοβάμαι την εκκωφαντική σιωπή που θα ξεχυλισει από τα βάθη της ..
Απλά υπέροχο ..συγκινητικό..απολαυστικό..
ΑΠΛΑ ΥΠΕΡΟΧΟ!!!!
Υπέροχο!
ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΟ!!!ΜΠΡΑΒΟ!!!
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!!!
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ!!!ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!
einai teleio, bravo sas!!!
ΠΟΛΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ!!!ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ!!!
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ!!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!
Υπέροχο…. Σαν εσένα… Σαν τη ψυχή σου… Κάθε φορά που πιάνεις την πένα δημιουργείς ήρωες με δυνατά αισθήματα… Είτε είναι πόνος είτε αγάπη… Μπλέκονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο και ο αναγνώστης ταξιδεύει.. Συγχαρητήρια αγαπημένη μου…
Υπέροχο και διαχρονικο!!!!
Δακρυζει όντως κάθε ψυχη όταν οι λέξεις μιλάνε τοσο ηχηρα.
Καλογραμμένο,με ριγη συγκινησης να σε κατακλυζουν,με πολλες προεκτασεις.
Εύγε στη φιλη Τονια.
Καλή επιτυχία.
Ένα μυστήριο η ψυχή μας.Πολύ όμορφο.
Τέλειο… Αληθινό… καθημερινό….
Γλυκό,τρυφερό ,τόσο αληθινό !!!
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!!
Η ψυχή μας τελικά όντως μπορεί να δακρύσει…πολύ όμορφο!
Συγχαρητήρια! Αυτό το υπέροχο κείμενο άγγιξε την ψυχή μου.
Είσαι η καλύτερη!!!! Τρέλανέ μας!!!
Τέλειο!!! Ανυπομονούμε για το επόμενο!!!
Υπέροχο Τονια!
“Άραγε τι είναι αυτό που καθορίζει το σωστό και το λάθος στη ζωή”; ΤΙ???Η ψυχή κάτι ξέρει.Ευχαριστούμε Τόνια Κοντοπούλου..
Fabulous!!!!!
Excellent, fabulous!!!!!
Υπέροχο!!!!
Με άγγιξε, υπέροχο!
Πολύ τρυφερό! Μπράβο , Τόνια!
Σαγηνευτικό!
Υπέροχο κείμενο, δυνατή γραφή! Συναρπαστικό!