ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Είμαι μια μπαλαρίνα από αυτές που βγαίνουν από τα κουρδιστά κουτιά. Κάθε πρωί ένα κοριτσάκι με κουρδίζει και ανοίγει το κουτί και βγαίνω και χορεύω. Από την πρώτη στιγμή πρόσεξα ένα στρατιωτάκι που στεκόταν απέναντί μου και με κοίταζε στα μάτια. Από εκείνη τη μέρα περιμένω να ανοίξει το κουτί μου και να τον αντικρύσω. Θέλω να του μιλήσω για τον έρωτά μου γι’ αυτόν. Το ξέρω ότι νιώθει το ίδιο κι αυτός, αφού μόλις με βλέπει, μου χαμογελάει. Είμαι όμως εγκλωβισμένη. Η ευτυχία μου διαρκεί όσο παίζει το τραγούδι και εγώ χορεύω γύρω-γύρω στον ίδιο ρυθμό. Μετά το κουτί κλείνει και εγώ βυθίζομαι στο σκοτάδι και αυτή είναι μόνο η αρχή της ιστορίας μου.
Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα αρχικά μέσα σε αυτό το μουσικό κουτί. Το κουτί όμως, το έβγαλε η μητέρα από μία κούτα που είχε φορτωθεί τελευταία στο διπλό φορτηγό με το οποίο κατέβηκαν για να κάνουν μία νέα αρχή.
Η κούτα αυτή περιείχε τα παιχνίδια του κοριτσιού: μία κούκλα με ένα κεφάλι που έβγαινε συχνά από τη θέση του και τότε το κορίτσι άρχιζε τα κλάματα.
Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, δεν μπορούσαν να την κάνουν να σταματήσει με τίποτα να κλαίει. Την επόμενη όμως ημέρα, ο πατέρας της γύρισε από τη δουλειά με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί και της είπε:
«Άνοιξέ το, είναι δώρο για σένα.»
Έσκισε το περιτύλιγμα με λαχτάρα και έβγαλε έναν πλαστικό πίνακα με χρωματιστά πλαστικά γράμματα και το μουσικό κουτί που βρισκόμουν εγώ.
Μεσημέρι. Ο χειμωνιάτικος απογευματινός ήλιος έμπαινε από την πόρτα πλάγια στην κουζίνα που ήταν τεράστια και στη μία της άκρη βρισκόταν το ντιβάνι.
Στο μπαλκόνι της κουζίνας που έβλεπε σε μια άδεια αλάνα καλυμμένη με άσπρα χαλίκια, είχαν τοποθετήσει το βαρέλι με το πετρέλαιο πάνω σε μία τετράγωνη σκουριασμένη θήκη και η μικρή διαρροή του την ώρα που το μεταγγίζουν στο δοχείο, έχει βάψει το μωσαϊκό.
Ο πλαστικός πίνακας συνοδεύεται από 50 χρωματιστά γράμματα 5α, 5κ, 5σ, 5ο, 5ν, 5ι, 3μ, 3λ, 3π και όλα τα υπόλοιπα γράμματα μονά, με μικρές κάθετες προεξοχές στο πίσω μέρος, ώστε να εφαρμόζουν ακριβώς ανάμεσα στις στενές σχισμές του άσπρου πλαστικού πίνακα που στηρίζεται σε δύο μεταλλικά πόδια.
«Τώρα μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις και να με αφήνεις και μένα να διαβάζω την εφημερίδα μου.»
Και εκείνη γράφει:
«Κόψτε του το κεφάλι.»
«Θα γυρίζεις αυτό το διακόπτη δεξιά προσεκτικά για να την κουρδίζεις, κοίτα είναι εύκολο», άνοιξε το καπάκι και ξεπρόβαλα εγώ με τα χέρια ελαφρώς λυγισμένα πάνω από το κεφάλι μου να στροβιλίζομαι με τη μουσική.
Το κορίτσι χτύπησε τα χέρια του με ενθουσιασμό. «Αχ, τι ωραία ξανακούρδισέ το πάλι, σε παρακαλώ», είπε.
«Κάτσε ήσυχη και παίξε μόνη σου, πρέπει να μάθεις οπωσδήποτε να το κάνεις μόνη σου», της φώναξε απότομα και εκείνη έβαλε πάλι τα κλάματα.
«Μα εγώ θέλω να παίξουμε μαζί.»
Τη βρήκαν να κλαίει και για πρώτη φορά δεν τη μάλωσαν. «Είναι εύκολο να ξαναμπεί, για αυτό κλαις;»
Και με μια κίνηση ο πατέρας της ζούληξε τη μικρή πλαστική σφαίρα του κορμού ώστε να χωρέσει στην υποδοχή που βρισκόταν στο κάτω μέρος του κεφαλιού.
Δεν ήθελε καθόλου να βγάλει το κεφάλι της κούκλας της. Τη λάτρευε και κοιμόταν μαζί της, από τότε που την εξόρισαν από το μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο που είχε στην αριστερή του πλευρά ένα φωταγωγό όπου κάθε βράδυ αντηχούσαν άγριες αντρικές φωνές, στη διώροφη μονοκατοικία που βλέπει σε μία αλάνα με άσπρα χαλίκια, με τα αυτοσχέδια πορτατίφ με το πορτοκαλί καπέλο πάνω σε μπουκάλια λικέρ, στα κομοδίνα και τη μεγάλη καρυδένια σιφονιέρα με τον καθρέφτη εσωτερικά ανοίγοντας την αριστερή πόρτα.
Στις δύο πόρτες της σιφονιέρας χαράζει με το μπρούτζινο, στρογγυλό, με τις τρεις παράλληλες γραμμές στο πιάσιμό του, κατάλληλο μικρό για τα μικρά της χέρια κλειδί, λέξεις που είναι διακριτές μόνο στα δικά της μάτια.
«Κόψτε του το κεφάλι.»
Παιδικά κλάματα. Ένας εσωτερικός φωταγωγός όπου κάθε βράδυ αντηχούν άγριες αντρικές φωνές στη διώροφη μονοκατοικία που βλέπει σε μία αλάνα με άσπρα χαλίκια.
Το παιδικό κρεβάτι που ξαφνικά έγινε πολύ μικρό και δε χωράει και τους δύο.
«Εσύ θα κοιμάσαι έξω από εδώ και πέρα. Βλέπεις ότι αλλιώς κλαίει όλη την ώρα.»
Κάθε φορά που με κούρδιζε, δεν ήξερα αν χαιρόμουν που θα χόρευα πάλι ή στεναχωριόμουν που θα έβλεπα το κοριτσάκι να κάθεται με μάτια κλαμένα στο άδειο δωμάτιο, κλείνοντας τα αυτιά του για να μην ακούει τις φωνές από το διπλανό δωμάτιο.
Ο μικρότερος αδερφός της έκλαιγε συνέχεια και μόνο όταν του έδιναν να παίξει με τα στρατιωτάκια του σταματούσε, αλλά εκείνον δεν τον μαλώνανε.
Το βράδυ με τοποθετούσε στο χαρτόκουτο με τα παιχνίδια στην κουζίνα μπροστά από το μπαλκόνι που έβλεπε στην αλάνα με τα άσπρα χαλίκια. Το μωσαϊκό του μπαλκονιού κάτω από το βαρέλι που φύλαγαν το πετρέλαιο έμοιαζε σκουριασμένο.
Από την αρχή πρόσεξα ένα στρατιωτάκι με μπλε στολή, κόκκινα κουμπιά και ζώνη να κρατάει όρθια τη ξιφολόγχη και να στέκεται ακίνητος με μισόκλειστα πόδια. Το ψηλό τσόχινο καπέλο του έπεφτε μέχρι χαμηλά και κάλυπτε λίγο τα μάτια του, όμως εγώ παρατήρησα ότι το βλέμμα του ήταν θλιμμένο.
Το κουτί άνοιγε και έκλεινε την ίδια ώρα κάθε μέρα το πρωί.
Ένα πρωί πήρα θάρρος να του μιλήσω, όμως τελείωσε η μουσική και το καπάκι έκλεισε με θόρυβο πάνω στο πρόσωπό μου.
Οι ώρες που έπρεπε να περιμένω μέχρι το άλλο πρωί μού φαίνονταν ατελείωτες. Και πάλι σε τόσο σύντομο χρόνο τι θα προλάβαινα να του πω; Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ, σκεφτόμουν συνεχώς τρόπους να κρατήσω ανοικτό για πάντα το καπάκι του μουσικού κουτιού, σπιτιού, φυλακή μου.
Πέρασαν μέρες για να καταλήξω στο εξής σχέδιο που μου φάνηκε τέλειο: όταν ανοίξει το κουτί, να βάλω το δαχτυλίδι μου να σφηνώσει στο διάστημα, ανάμεσα στη στρογγυλή ξύλινη βάση που πάνω της κινούμαι και στο εσωτερικό του ξύλινου κουτιού για να ακινητοποιήσω το δίσκο που περιστρέφεται κάτω από τα πόδια μου.
Αντί να στέκομαι ευθεία απέναντι στον στρατιώτη μου και να στριφογυρίζω ασταμάτητα και μετά θόρυβος, κλείσιμο καπακιού και μοναχικό τρομαχτικό σκοτάδι.
Άνοιξε το καπάκι. Άρχισε πάλι η περιδίνηση. Έβγαλα το δαχτυλίδι που φορούσα στο αριστερό μου χέρι και το πέταξα να σφηνώσει ανάμεσα στο εσωτερικό περίβλημα και στην περιστρεφόμενη βάση της.
Μ’ ένα ελαφρύ τρίξιμο ο δίσκος ακινητοποιήθηκε.
Το κοριτσάκι είχε βαρεθεί το μουσικό κουτί για να με βλέπει να χορεύει και δεν την αναζήτησε. Κοίταξα προς τη μεριά του στρατιώτη. Ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και μουρμούρισε δειλά καλημέρα. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά πρωινά. Εκείνος είχε κατασκευαστεί στο Μόναχο σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει ξύλινα παιχνίδια.
Εκείνη δεν ήξερε πού γεννήθηκε. «Το κομμάτι που χορεύεις πάντως είναι γερμανικό.»
«Θέλεις να πάμε στο Μόναχο μαζί;» του είπε ένα πρωί.
«Δε θα σου αρέσει, κάνει πολύ κρύο και θα κρυώνουν τα πόδια σου.»
«Δεν θέλεις να πάμε κάπου μαζί όμως;»
«Πώς θα ξεκολλήσεις όμως από τη βάση σου, είσαι καθηλωμένη και αν προσπαθήσεις, θα σπάσεις τα πόδια σου.»
«Θέλω να μάθω να πετάω», του είπε κάποιο πρωινό.
«Μα δεν έχεις φτερά.»
«Εσύ πού το ξέρεις;»
«Σε βλέπω.»
«Δε σε πιστεύω. Πρέπει να μου φέρεις ένα καθρέφτη για να δω μόνη μου την πλάτη μου.»
«Θα πάω μέχρι την κρεβατοκάμαρα που κοιμάται μαζί με τους γονείς του το αγόρι που κλαίει όλο το βράδυ και ο πατέρας του φωνάζει ότι θα τον πετάξει από το φωταγωγό και θα κλέψω το μικρό καθρεφτάκι από το συρτάρι.»
«Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
Όλο το βράδυ βυθισμένη στο σκοτάδι στην κούτα με τα παιχνίδια σκεφτόταν πόσο ωραίο είναι να σε αγαπάει κάποιος τόσο, ώστε να σου φέρνει ένα καθρέφτη για να δεις αν έχεις στην πλάτη σου κολλημένα ένα ζευγάρι φτερά και από την αγωνία δεν έκλεισε μάτι.
Το άλλο πρωινό, το κοριτσάκι μετακίνησε το κουτί-φυλακή της χωρίς να ενδιαφερθεί καθόλου που η μουσική είχε από μέρες σταματήσει και η μπαλαρίνα έμενε εκείνη ακίνητη στο ίδιο σημείο. Κοίταξε προς τη μεριά του στρατιώτη· δεν ήταν στη θέση του. Κοίταζε ξανά, αλλά τίποτα. Άρχισε να κλαίει.
Α όχι και εσύ, φώναξε ο άντρας και την εκσφενδόνισε από τον φωταγωγό του τρίτου. Το καπάκι έσπασε εκατό κομμάτια αυτή αποκολλήθηκε από τη βάση και κάνοντας γκελ στον απέναντι τοίχο προσγειώθηκε στο πάτωμα.
Ο στρατιώτης της με στραπατσαρισμένη στολή και σπασμένη ξιφολόγχη την αγκάλιασε σφικτά.
«Τελικά έχω φτερά, είδες που σου έλεγα;»
«Θέλεις να πάμε να βρούμε τους φίλους μου;» της είπε ο στρατιώτης.
«Αυτοί πετάνε στα αληθινά και όχι επειδή τους εκσφενδονίζουν στον απέναντι τοίχο.»
Αναρριχήθηκε στον σωλήνα που βρισκόταν στο φωταγωγό. Ανέβαινε πρώτος και εκείνη ακολουθούσε. Είχε περάσει τη ζώνη του από τη λεπτή της μέση και την τραβούσε μαζί του όσο εκείνος ανέβαινε.
Την οδήγησε στον επάνω όροφο, όπου έμενε μία άλλη οικογένεια.
Τρύπωσαν μέσα από το ανοικτό παράθυρο της κουζίνας. Την κρατούσε από το χέρι και την οδήγησε στο παιδικό δωμάτιο. Ένα γαλάζιο φως γλύκαινε την ούτως ή άλλως, ήρεμη ατμόσφαιρα.
Κατευθύνθηκαν στην ντουλάπα, την άνοιξε με τη σπασμένη στην άκρη ξιφολόγχη του, κάνοντας θόρυβο. Την αγκάλιασε και έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Στην ντουλάπα υπήρχαν πάρα πολλά χρωματιστά παιχνίδια, φώτα, ακουγόταν μουσική, όλα τα παιχνίδια χόρευαν. Η μπαλαρίνα κοίταξε φοβισμένη την πόρτα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να ανοίξει και ένας μεγάλος να βάλει τέρμα στο χορό. Τίποτα όμως.
«Έχεις ξανάρθει εδώ;»
«Ναι, κάθε βράδυ γίνεται πάρτυ.»
«Πάμε να σε γνωρίσω με τους φίλους μου.»
Τα παιχνίδια χόρευαν όλη την ώρα, κουνώντας ανεξάρτητα τα μέλη τους∙ αν και ξύλινα, είχαν μεγάλη ευλυγισία. Τους υποδέχτηκαν με κραυγές ενθουσιασμού.
«Αυτή είναι η μπαλαρίνα που αγαπώ και θέλει να πετάξει.»
Η μπαλαρίνα έκανε μία κομψή υπόκλιση, όπως είχε μάθει να κάνει όταν τελείωνε η γερμανική μουσική μέσα στο μουσικό της κουτί, παρακαλώντας σιωπηρά να μην ακούσουν την καρδιά της που χτυπούσε τόσο δυνατά, από τη στιγμή που άκουσε ότι την αγαπά.
«Ωραία», είπε η πρώτη ξύλινη μαριονέτα και άρχισε να επιθεωρεί το σώμα της μπαλαρίνας με τα ξύλινα χέρια της. Η μπαλαρίνα ένοιωσε αμηχανία και κοίταξε προς το στρατιώτη της. Εκείνος όμως είχε ξεκινήσει να κάνει γυμναστική με μία άλλη μαριονέτα.
«Μην ντρέπεσαι, θέλω να δω αν οι κλειδώσεις σου είναι ευλύγιστες, το πέταγμα δεν είναι εύκολη υπόθεση.»
«Εγώ νόμιζα ότι αρκεί ένα ζευγάρι φτερά.»
«Τα φτερά δεν χρειάζονται καθόλου. Όλα είναι θέμα μυαλού», της απάντησε.
«Θα σε μάθουμε εμείς να πετάς, όμως πρώτα έλα, πρέπει να κάνεις αρκετές ασκήσεις» και άρχισε να της δείχνει πώς να λυγίζει χέρια, πόδια, κεφάλι.
«Δεν μπορώ να λυγίσω τα χέρια μου όπως εσείς, μόνο επάνω από το κεφάλι μου ξέρουν να σηκώνονται, δε θα μάθω ποτέ να πετάω», κάθισε στη γωνία κλαίγοντας.
Ήρθε ο στρατιώτης και κάθισε δίπλα της. Είχε περασμένα σκοινιά στους αγκώνες και στα γόνατά του. Τα χέρια και τα πόδια είχαν περισσότερη ευλυγισία από εκείνη.
«Έλα», της είπε, «θα πετάξεις μαζί μου, θα σε δέσω με τη ζώνη μου όπως ανεβήκαμε στο σωλήνα του φωταγωγού.»
Οι υπόλοιπες μαριονέτες τον αποθάρρυναν: «Δεν είσαι ακόμη έτοιμος, μην πετάξεις, σε παρακαλούμε», του είπαν.
«Σούτ», τους μάλωσε αυτός. «Θα σας ακούσει. Δε βλέπετε πόσο δυστυχισμένη είναι;»
Σταμάτησε αμέσως η μουσική, ο τυμπανιστής άρχισε να χτυπάει ρυθμικά το τύμπανο και όλες οι μαριονέτες τούς βοήθησαν να κρεμαστεί ο στρατιώτης από ένα καρφί στον τοίχο.
Ο στρατιώτης άρχισε να κινιέται, αριστερά, δεξιά προσπαθώντας να δώσει ώθηση στο σώμα του για να ανέβει ψηλά. Ολοένα και πιο γρήγορα. Η μπαλαρίνα ένοιωθε εκστασιασμένη.
«Είδες που πετάμε μαζί, αγάπη μου;» Οι μαριονέτες χειροκροτούν το ιπτάμενο ζεύγος. Αρχίζει η μουσική και όλοι χορεύουν.
Ο στρατιώτης και η μπαλαρίνα σφιχταγκαλιασμένοι πετάνε όλο και πιο ψηλά και η επόμενη φορά πιο ψηλά και πιο ψηλά…
Με τόση φασαρία κανείς δεν άκουσε τους τριγμούς που έκανε το σκοινί όταν έσπασε. Έπεσε πρώτος κάνοντας θόρυβο και η μπαλαρίνα δεμένη μαζί του ακολούθησε.
Σταμάτησε ακαριαία η μουσική.
«Πάρε το καθρεφτάκι και βάλε το κοντά στο στόμα τους να δεις αν θα θαμπώσει», είπε η μεγαλύτερη και πιο σοφή μαριονέτα.
Στα σκουπίδια βρήκαν σε ένα κουτί έναν κουτσό στρατιώτη και μία γρατσουνισμένη μπαλαρίνα σφιχταγκαλιασμένους και δεμένους με μία κόκκινη ξεθωριασμένη ζώνη, μπλεγμένους με σκοινιά.
Στο χάρτινο κουτί υπήρχε επίσης ένας πλαστικός πίνακας σπασμένος στη μία γωνία με τρία παράλληλες σχισμές· στη μία αυτά τα γράμματα σε αυτή τη σειρά:
«Κόψτε του το κεφάλι.»
Πάνω στο κουτί έγραφε: «πρόσφυγες της μνήμης».
Άννα Ματζιάρη
όμορφο
Πολύ όμορφο και ευφάνταστο κείμενο. Μπράβο!
Καλοταξιδο
Εντυπωσιακό. Ιδιαίτερο.
Πολύ ωραία οπτική. Με κράτησε σε αγωνία.
Kαταπληκτικο! Σε συνεπαιρνει η ροη μιας γραφης που ειναι ξεχωριστη, αλλα τοσο ζωντανη.
Συναισθηματα κ δραση τρεχουν παραλληλα πανω στο χαρτι κι εσυ αγωνιας μαζι τους, τρεχοντας για το τελος.
Αν υπαρχει τελος ποτε….
Τέλειοοοοο!!!!
Πολύ καλό
…ιδιαίτερη ιστορία…αξίζει να μπει στην επόμενη φάση…
και προσφυγες και μνημη και αγωνια! υπεροχο….
Υπέροχο…βαθιά συγκινητικό χωρίς να γίνεται μελοδραματικό…ιδιαίτερη γραφή…αξίζει να διακριθεί
Υπέροχο!!!
Μια εξαιρετική ιστορία με έναν υπέροχο τρόπο γραφής που σε κρατάει καθηλωμένο μέχρι το τέλος.Τα συναισθήματα καθώς την διαβάζεις εναλλάσονται, η ροή σε παρασύρει σε ένα ταξίδι δίπλα στους ήρωες τις ιστορίας νιώθοντας κάποιες στιγμές να ταυτίζεσαι μαζί τους.Όμορφα μηνύματα κρυμμένα μες στις λέξεις…Μαγευτικό κείμενο.
Ταξιδιάρικο. Ωραίο!
Πάρα πολύ ωραίο κείμενο. Σε καθηλώνει και θέλεις οπωσδήποτε να το διαβάσεις όλο!
Συγχαρητήρια!!
Πολύ καλό αισθησιακό και ρομαντικό
Ιδιαιτερη ιστορια,ιδιαιτερη αφηγηση…
πρωτότυπο, γλυκό, μελαγχολικό
Φανταστικο!!!!με ταξιδεψε!!!
υπεροχο!!!!!
Πολύ όμορφο κείμενο!!! Συγχαρητήρια!
με ταξίδεψε, εξερετικο!!!!
Πολύ καλό διήγημα με όμορφη και ιδιαίτερη γραφή. Διάχυτος ρομαντισμός από την αρχή μέχρι το τέλος. Συγχαρητήρια!
Μοναδικά περιγραφικό, ποιητική γραφή που σου γεννά συναισθήματα!! Μου άρεσε πολυ!
Πολύ ομορφο!
“Μαριονέτες” for president..
Υπέροχη ιστορία με ροή που σε συνεπαίρνει..
Υπέροχο! Καταπληκτική ιστορία και γραφή που σε αιχμαλωτίζει με την κάθε της πρόταση!
Υπέροχο κείμενο!!!συναισθηματικο ,ρομαντικό, γλυκόπικρο. Ιδιαίτερη γραφή που σε ελκύει μ ένα μοναδικό τρόπο.
ΠΟΛΥ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ!!!ΜΠΡΑΒΟ!
Πολύ όμορφο και ιδιαίτερο κείμενο απλά σε μαγεύει..
Πολυ εντονο συναισθημα!
Ιδιαιτερο κ συγκινητικο!
Μπραβο!
υπέροχο!
Γλυκό όσο και ρεαλιστικό!
Εύστοχο πολύ!