Από παιδί, μα και όταν μεγάλωσε, όταν έγινε άντρας, βολευόταν θαρρείς στη μοναξιά. Έμενε στη μοναξιά, γιατί έτσι τα έφερε η τύχη, η ατυχία, η ενδοτικότητα ίσως στους τρεις αδελφούς του.
Σαν έπαιρνε τον δρόμο για την πρωτεύουσα, να αναλάβει υπηρεσία στο υπουργείο, η καρδιά του έμενε στον τόπο του, μονάχο το κορμί να πηγαίνει μπρος. Γιομάτος όνειρα κινούσε, να βιάζεται να τα πραγματοποιήσει, άλλα να έχουν για τούτον αποφασισμένα οι… μοίρες, να μένει πίσω.
Γύρευε να φτιάξει οικογένεια, να μεγαλώσει τον κόσμο του, να μην τα καταφέρει, γιατί, άβουλα, σε άλλους άφηνε τον πρώτο λόγο.
Τώρα όμως, με τα σχέδια του αρχιτέκτονα που είχε στα χέρια του, να τα λογαριάζει την πιο ακριβή νίκη, πήγαινε να ανασταίνεται. Τώρα που πλησίαζε ο καιρός να βάλει σε τάξη εκείνα που δούλευε χρόνους πολλούς με τις φωτογραφίες του, έδειχνε να βρίσκει τον δρόμο του. Ένιωθε να αλλάζουν κρίση οι μοίρες, να τον καλοπαίρνουν, η διάθεσή του να θυμίζει τη νιότη, να πορεύεται σε ισώματα.
Είχε κάμποσες οικονομίες από τα τριάντα πέντε χρόνια υπηρεσίας στο Δημόσιο, πάνω σε τούτα να πατά σαν γύριζε στον τόπο του. Γύριζε στο χωριό του, να λογαριάζει να χτίσει σπίτι στην πατρική γη, να κάμει πέρα τον πέτρινο κόσμο της πόλης. Γύρευε να ανταμώσει με καθάρια πρόσωπα, με τούτα να στήσει κουβέντες αγαπητικές, να αναπαυτούν τα μέσα του.
Το χωριό του, στερνό, ακριβό όνειρό του, είχε χρόνους να το επισκεφτεί, γιατί έμπαιναν μπρος οι τρεις αδερφοί και του έκλειναν τον δρόμο. Τούτοι τον έκαμαν να παρατήσει τα όνειρά του, επαίτης να πορεύεται στη ζωή. Τώρα ζητούσε να αναπαλαιώσει τα κιτρινισμένα του όνειρα, να πάψουν οι ορφάνιες του, λεύτερος να φανερωθεί.
Ανακατώνονταν τα μέσα του με τον καυγά που έκαμαν οι τρεις αδελφοί, τότε που ήρθαν στην πρωτεύουσα να ανταμώσουν μαζί του. Θυμόταν, πως επέμεναν να δώσει τη συγκατάθεσή του να πουληθεί το πατρικό, γιατί και οι “τρεις” χαλιόνταν σε στενωσιές. Αυτός επέμενε να μη χαθεί το τελευταίο κομμάτι της πατρικής κληρονομιάς, να του βάζουν το μαχαίρι στον λαιμό, να χάνεται. Τον κατηγορούσαν πως δεν τους μετρά ως αδελφούς, πως αυτός καλά ήταν βολεμένος με κείνα που κέρδιζε, να μη γνοιάζεται για τις χρείες τους. Θα πούλαγαν το σπίτι, θα μοίραζαν τα χρήματα στα τρία, να “πάρουν πάνω” τους, έτσι έλεγαν.
Επέμεναν σταυρωτικά στην κρίση τους: «… εσύ, γυναίκα, παιδιά-σκυλιά, δεν έχεις, τι τα θες τα παραπέρα; Πλήθος παράδες κερδίζεις, να μην έχεις ποιος να σου τα χαλάσει, ενώ εμείς! Εμείς τσιγαριζόμαστε, δεν το νιώθεις;» Άλλες φορές τού έλεγαν: «... μήτε τους αποθαμένους γονέους μας δε σκιάζεσαι, να θωρούνε τα πάθια μας, να χάνονται με τον χαμό μας, να μην ησυχάζουνε με τον χαλασμό μας!»
Πονούσε τον τόπο που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, όπως αγαπά, όπως πονά ένα παιδί τα παιχνίδια της καρδιάς του. Αγαπούσε τον τόπο του, όπως δένεται ένα παιδί με τα πεντακάθαρά του όνειρα, κι ας είναι απλά, όπως ο αγέρας που φυσά και χάνεται.
Τι ήταν τούτο που τον έδενε με τον τόπο του; Παραξενιά; Αδυναμία; Ίσως να έφταιγε ο χρόνος που ήθελε να τον σταματήσει, να γυρεύει να ξεγελά τον εαυτό του, να μένει παιδί. Ίσως να έφταιγε η “αρρωστημένη” αγάπη που είχε για τούτον. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε τούτη η επιθυμία για το πατρικό, να επιμένει να μην πουληθεί, μα παραδόθηκε “άνευ όρων”.
Έμενε ακόμη πάνω σε μια άλλη αδυναμία, ένα “κουσούρι” που το απόχτησε σαν ήταν μαθητής γυμνασίου, πρωτάκουστο για τον καιρό του. Αγόρασε, κρυφά από τους γονέους του, μια φωτογραφική μηχανή, να φωτογραφίζει, κομμάτι-κομμάτι, το χωριό του. Φοβόταν, θαρρείς, μην καταστραφεί από κάποια αιτία, να μην έχουν πού να βολευτούν τα όνειρά του.
Πέρασε στο πανεπιστήμιο με υποτροφία, και τώρα, σαν φοιτητής, μακριά από τον έλεγχο της φαμελιάς του, έκαμε οικονομίες, να αγοράσει τη φωτογραφική μηχανή “των πολλών δυνατοτήτων”, όπως ψιθύριζε στους μονολόγους του.
Ανέβαινε στο χωριό, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, πρώτο εφόδιο να έχει τη φωτογραφική μηχανή. Σε κανέναν δεν τη φανέρωσε, αφού κάτεχε τις κατηγόριες που θα έστηναν μπρος του. Ήταν παραπάνω από βέβαιος, πως δε θα τον καταλάβαιναν, να τον κακοπάρουν, να χαλαστούν πλήθος δοξαστικές γιορτές του. Έτσι, φυλάκιζε με τη μηχανή και τα πιο ασήμαντα μέρη του χωριού, να τα κάμει χτήμα του.
Ώρες-ώρες, είχε την αίσθηση, πως ο πατέρας και τα αδέλφια του τον αντιμετώπιζαν σαν άνθρωπο που δεν ανήκε στην οικογένεια. Δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του η απογοήτευση που δοκίμασε σαν ήταν μικρός, γυμνασιόπαιδο, όταν ο πατέρας πήρε την οικογένεια να πάνε στη “Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης”. Θυμόταν πως τότε στάθηκε να χαζέψει μπρος σε μια βιτρίνα, να θαυμάσει, στην τύχη, μια μικρή φωτογραφική μηχανή. Ζήτησε από τον πατέρα του να του την αγοράσει, μα εκείνος, όχι μονάχα αρνήθηκε, μα του τράβηξε δυνατά το αυτί, να πονέσει πολύ. Τον μάλωσε άσκημα, να μη ζητά κούφια πράματα, όπως έλεγε, να του χαλάσει τη γιορτή που ένιωθε. «… τέτοιες κουτουράδες», του είπε, «δεν τις κάμουνε τα δικά μου τα παιδιά! Φτου να χαθείς, παλιομπάστ…! Με τούτα γυρεύεις να χαμηλώσεις το μπόι μου, να με κουβεντιάζουνε στους καφενέδες!»
Μετά τη μέρα εκείνη, τη μέρα που τον χτύπησε η σκληράδα του γονιού του, είχε τη βεβαιότητα πως ήταν παραγιός, μπάλωμα παράταιρο στο στρωσίδι της φαμελιάς. Για την προσβολή που του έγινε μπρος σε τόσο κόσμο, αποφάσιζε να κάμει το αντίθετο από εκείνο που γύρευε ο κύρης του, με τούτο να λογαριάζει να τον εκδικηθεί. Ορκίστηκε να αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή, να κάμει άλλο, πέρα από εκείνο που όριζε εκείνος. Με τούτον τον όρκο, ξεχνούσε θαρρείς την αδυναμία του να σταματήσει τον χρόνο με τις φωτογραφίες του, μη χαθούν θύμησες ακριβές.
Τώρα πια ήταν άντρας. Μόλις γύρισε από τον στρατό διορίστηκε στο Δημόσιο και κατέλαβε υψηλό πόστο στο υπουργείο. Στην καρδιά του είχε μεγάλα σχέδια, να λογαριάζει πως είναι καιρός να τα πραγματοποιήσει, οι “τρεις” να μπαίνουν μπρος, να έχουν τον πρώτο λόγο, τούτος άβουλα τον τελευταίο. Σε πλήθος όνειρα χανόταν με την οικογένεια που γύρευε να χτίσει, για τις όμορφες έγνοιες που θα έπεφταν πάνω του, μα έκαμε πίσω, αφού έμπαιναν μπρος του οι “τρεις”.
Έκαμε πέρα πλήθος αναστάσιμες σκέψεις, ξέχασε την οικογένεια που λαχταρούσε και αφοσιωνόταν στις φωτογραφίες του. Κουβάλησε το χωριό με τις φωτογραφίες στο διαμέρισμά του, αυτές να έχει γυναίκα και παιδιά, άλλα ανεκπλήρωτα όνειρα.
Με προσοχή, με τάξη πολλή, ταίριαξε πάνω στους τοίχους τις φωτογραφίες, τη μια σιμά στην άλλη, ολάκερο το χωριό να ζωντανεύει μπρος του. Γινόταν παιδί, να τρέχει εδώ και εκεί, να γιομίζουν τα μέσα του, να ανασταίνεται, όλα ψευτιές, της στιγμής φαντάσματα να είναι.
Ενώ περιδιάβαζε στους δρόμους και στις γειτονιές και στα βοσκοτόπια, η ματιά του, το δάχτυλό του, σκόνταφταν στη ρεματιά. Σε κείνη τη ρεματιά που γνώρισε την Ευτυχία, τον μοναδικό του έρωτα. Έμενε σε τούτον τον τόπο, έμενε να παραπονιέται που τον αδίκησε ο πατέρας της, γιατί δεν μπιστευόταν στα “μπέσα” των μορφωμένων.
Έμενε στο σπίτι μονάχος, ώρες ατέλειωτες να κάθεται μπρος στο παζλ με τις φωτογραφίες, να γίνεται παιδί, να μένει να θυμάται τούτο και εκείνο και το παραπέρα. Με τούτη τη συνήθεια γιόμιζε τις ώρες του, χανόταν σε πλήθος θύμησες, πιο πολλά τα σταυρώματα, λιγότεροι οι αναπαμοί. Οι θύμησες αυτές γίνονταν αιτία να σφιχταγκαλιάσει όσους βρίσκονταν στο χωριό, με τούτο να μην μπορεί να πει κακό λόγο, μήτε για τους “τρεις”.
Αποφάσιζε, τώρα που πλησίαζε στο τέλος της υπαλληλικής θητείας, να πάει στο χωριό, να ξεκουραστεί στο πατρικό, μα τούτο είχε πουληθεί. Το πατρικό χάθηκε, μα υπήρχε ο τόπος του, σε τούτον να έχει τα θάρρητα, γιατρικό να γίνεται στις λαβωματιές του. Σαν έμαθε πως στα σύνορα του χωριού πουλιόταν ένα αγρόκτημα, βιάστηκε να το αγοράσει.
Από τούτη τη μέρα η ζωή του άλλαζε πορεία, η ζήση του έπαιρνε ξέχωρο νόημα, να αποχτά παραδείσιες ομορφιές. Πήγαινε τώρα να αναπαλαιώνει παρατημένα όνειρα, ξεθωριασμένες θύμησες να χρωματίζει, να ανασταίνεται.
Ήταν στον τελευταίο χρόνο της θητείας του, να βιάζεται να περάσει ο καιρός, να ανέβει στο χωριό, να επιστατήσει στο χτίσιμο του σπιτιού, στο χτίσιμο των ονείρων του. Πλήθος σχέδια πάνω του, όμοια των νιόπαντρων, του νέου ζευγαριού χρείες και βολέματα, να τα μετρά.
Σαν πλησίαζε στον τόπο του, λίγο ήθελε ο ήλιος να γκρεμιστεί πίσω στα μακρινά βουνά.
Λογάριαζε να περάσει έξω από το πατρικό, να δει, έστω από απόσταση, τους νέους νοικοκυραίους, τα παιδιά να παίζουν στην αυλή, ολάνθιστο τον κήπο. Σχεδίαζε να περάσει έξω από το πατρικό, να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια, να γίνει παιδί με τα παιδιά των νέων νοικοκυραίων, να αναστηθεί. Γύρευε από το πατρικό του, κι ας ήταν τώρα ξένο, να πάρει δύναμη στο νέο του ξεκίνημα, μα δεν υπήρχε τίποτε από εκείνα που έπλαθε η φαντασία του. Εκεί ήταν χτισμένο ένα φανταχτερό οικοδόμημα, δίχως αυλή, δίχως χώρο για παιδιά, τόπος να νιώσει και αυτός παιδί.
Παράτησε τούτη την ασκήμια, να λογαριάζει να πάει στο χτήμα, εκεί να αποθέσει τα παλιγκαιρινά όνειρά του, με κείνα να στήσει μουχαμπέτια.
Ενώ κινούσε για το χτήμα, άλλαξε κρίση, να αποφασίζει να κάμει μια γυροβολιά στο χωριό, να το ξεπεθυμήσει, αφού ο καιρός ήταν γλυκός. Ώρα έμενε στα αγαπημένα του μονοπάτια, ξανάφερνε στη μνήμη αδυνατισμένες εικόνες και θύμησες, να τις χρωματίζει, να πηγαίνει να σκάει το χείλι του.
Ολόγιομο το φεγγάρι, να πηγαίνει σήμερα να κάμει με περισσό μεράκι τη δουλειά του. Θαρρείς πως ζούσε τον παλμό αυτού του ξενομερίτη, να πηγαίνει να παρασταθεί στις χρείες τούτου του γεροντάκου που γινόταν παιδί.
Πέρασε και από τη ρεματιά, εκεί που πρωτοξομολογήθηκε τον έρωτά του στην Ευτυχία, που της έδωσε το πρώτο άγουρο φιλί. Για μια στιγμή του φάνηκε πως την είδε να έρχεται στη μεριά του, να τρέχει να τον αγκαλιάσει, ταχιά να χάνεται το όραμα, να χαλιέται αθεράπευτα.
Ενώ σηκωνόταν να φύγει, σιγομουρμούρισε μια ευχή για τον χαμένο του έρωτα. «…ας είσαι ευτυχισμένη, Ευτυχία μου! Ας έχουν γιομίσει τα όνειρά σου χρώματα και ευωδιές του Μαγιού».
Σαν ένιωσε πως με τούτες τις αναπολήσεις περνούσε σε τυράγνιες, γύρισε στο αυτοκίνητο, να πάρει το δρόμο για το χτήμα. Αναπάντεχα τον έπιασε βιασύνη, αδικαιολόγητη θέρμη να κυλήσει στο κορμί του. Έψαξε στις αποσκευές του να βρει τη μακέτα του σπιτιού του, να μένει κάμποση ώρα να θαμάζει τον θησαυρό του. Σαν κρατούσε τη μακέτα στα χέρια του, με τα μάτια της καρδιάς του περνούσε μέσα, να ερευνά κάθε χώρο. Περνούσε και από τα πιο ασήμαντα μέρη, να τα βρίσκει όλα με τάξη βαλμένα, να ησυχάζει. Τώρα που οσμιζόταν τη μυρωδιά του χτήματος, ήταν σίγουρος πως θα βρει το σπίτι τελειωμένο. Ήταν όλα τόσο ζωντανά μέσα του, να βεβαιώνεται, τώρα που ένιωθε τη μικρή απόσταση που τον χώριζε από το χτήμα, πως το σπίτι είναι ετοιμασμένο, πως τον περιμένει, αυτός να καθυστερεί αδικαιολόγητα.
Πάνω που έκαμε τούτες τις σκέψεις, τον έπιασε παράξενη ανησυχία. Ανησυχούσε αν είναι κλεισμένα τα παραθύρια, μη γίνει καμιά ζημιά με τούτον τον αγέρα που φανερώθηκε. Αν ταΐστηκαν ο σκύλος και οι κότες, αν ασφαλίστηκαν καλά οι πόρτες, μην κατεβούν αλεπούδες από το βουνό. Αν ποτίστηκαν τα ζωντανά, αν ποτίστηκαν τα λουλούδια, αν κλαδεύτηκαν στον καιρό τους τα δέντρα.
Έτσι ανήσυχος έφτανε στο χτήμα του, στο σπίτι του.
Ησύχασε. Όλα ήταν στη θέση τους. Χάρηκε πολύ και είπε στον εαυτό του φωναχτά: «… τούτη είναι η νέα Εδέμ Θεέ μου, συχώρα με, μα ξεπερνάει τον παράδεισό Σου! Φέρε τους αγγέλους Σου να μείνουν εδώ, ο δικός Σου να δείχνει δεύτερος». Λίγο αργότερα, σιγοψιθύρισε: «…με τούτο το θάμα που μου έλαχε, τι άλλο να περιμένω ζωή!»
Την ευτυχία που δε γνώρισε τόσους χρόνους τη δοκίμαζε μονομιάς, άρχοντας να φανερώνεται, έγνοια καμιά να μην τον αγγίζει. Με τούτη τη δόξα έγερνε στον καναπέ να απολαύσει τον πλούτο της καρδιάς του, να αλαφρώνουν τα βάρητά του.
Με το ξημέρωμα, στα σύνορα του χωριού, κάποιος τσοπάνης βρήκε σε παρακείμενο χωράφι έναν γέροντα πεσμένο πάνω στα ξερόχορτα και ειδοποίησε του χωρικούς. Οι γεροντότεροι τον αναγνώρισαν και φώναξαν τους τρεις αδελφούς. Η καμπάνα της εκκλησιάς χτυπούσε πένθιμα, μα αυτός, αν την άκουγε, δε θα συμφωνούσε, γιατί “έφυγε” νικητής. “Έφυγε”, την πιο ωραία στιγμή της ζωής του, σαν δοκίμαζε τη μεγαλύτερη χαρά της ζήσης του. “Ανηφόριζε”, σαν γευόταν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση για ό,τι ήθελε να κάμει, για ό,τι δεν πρόλαβε να κάμει, για ό,τι έκαμε, κι ας χαλάστηκε ανεβαίνοντας Γολγοθάδες, πλήθος ακανθώνες το διάβα του.-
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Πολύ όμορφο διήγημα!
Μπράβο! Μου άρεσε πολύ.
Πολύ ωραίο!