Αγαπημένε μου φίλε,
Σήμερα πέρασε από την δουλειά μου ο Νίκος, ο παλιός σου συγκάτοικος από τότε που είσαστε και οι δύο φοιτητές στην Θεσσαλονίκη και μου είπε τα νέα για σένα. Και ύστερα, σύντομα, βρέθηκα να αναπολώ μαζί του εκείνη την τρελή και ανέμελη, εφηβική χρονιά του ΄92 όπου σχεδόν, κάθε σαββατοκύριακο σας επισκεπτόμουν για να με φιλοξενήσατε με μεγάλη χαρά σε εκείνο το μικρό δυαράκι στο κέντρο της πόλης όπου μένατε.
Και σε θυμήθηκα να με περιμένεις, συνήθως Παρασκευή απόγευμα, στον παλιό σταθμό των λεωφορείων, κατά την άφιξή μου εκεί, χαμογελώντας πλατιά, μεταδίδοντας αυτόματα και σε μένα, την αστείρευτη θετική σου ενέργεια. Και πριν ακόμα κατέβω τα σκαλοπάτια του λεωφορείου σε θυμάμαι που άνοιγες τα χέρια σου και πέφταμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, θαρρείς και είχαμε να βρεθούμε χρόνια. Στον δρόμο για το διαμέρισμά σου με ρωτούσες για τα νέα από την πόλη που μόλις είχα έρθει και εγώ, άλλο που δεν ήθελα, σου μιλούσα για τους κοινούς γνωστούς μας, την νυχτερινή διασκέδαση, τα κορίτσια και την αγωνιώδη αναμονή μου να με καλέσουν να καταταγώ στον στρατό. Τότε εσύ, στην θέα του σκυθρωπού προσώπου μου, γελούσες δυνατά χτυπώντας με απαλά με την παλάμη του χεριού σου στην πλάτη και έδειχνες τον άγνωστο κόσμο γύρω μας, υπενθυμίζοντάς μου, μέσα σε μια στιγμή, την αίσθηση της ελευθερίας.
«Πεινάω!» σου έλεγα τότε, θαρρείς και είχα να φάω μέρες, με την ελπίδα να με πας στο μικρό εστιατόριο που τόσο μου άρεσε. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η σκέψη και μόνο του πήλινου σκεύους, γεμάτο από μακαρόνια και ποικιλίες τυριών, νομίζω ότι ανεβάζει απότομα την χοληστερίνη μου…
Αρχές Φθινοπώρου, τέλη Σεπτέμβρη ήταν, και ο ήλιος άρχισε πια να δύει γρηγορότερα. Θυμάμαι την λάμψη από τα φώτα της πόλης, τα μικρά μαγαζάκια, τα καφέ και τα μπαρ, τον κόσμο, φοιτητές κυρίως, να βαδίζουν με βιάση, ενθουσιασμένοι από το τέλος μιας ακόμα κουραστικής εβδομάδας και τον ερχομό του σαββατοκύριακου. Αυτό που εντυπώθηκε έντονα στην μνήμη μου, είναι τα χαρούμενα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μας. Κοιτάζοντας τώρα πίσω, μπορώ να βρω σαν δικαιολογία, το νεαρό της ηλικίας μας, αλλά και μιας εποχής που είχες τόσα πολλά για να ελπίζεις και τόσο λίγα για να φοβάσαι πως θα χάσεις.
Μας θυμάμαι άγρυπνους να συζητάμε ακατάπαυστα στο σκοτάδι του δωματίου σου, κουκουλωμένοι στα κρεβάτια μας, ο ένας απέναντι από τον άλλον, ακούγοντας την πόλη έξω από τα παραθυρόφυλλα να σφύζει από ζωή, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες που οι αχτίδες του ήλιου γλιστρούσαν από τις γρίλιες. Και ύστερα ξάγρυπνοι, αλλά γεμάτοι από ενέργεια, ξεχυνόμασταν από νωρίς το πρωί του Σαββάτου για να προλάβουμε την ημέρα. Βόλτες στα σοκάκια, στα καφέ, συναντήσεις με άλλους συμφοιτητές και συμφοιτήτριες. Και αργότερα, λίγο πριν το μεσημέρι, το επικείμενο ραντεβού μας με την φίλη μας την Σοφία, πηγαίνοντας, όπως της είχαμε υποσχεθεί, ως εθελοντές μοντέλα στην σχολή αισθητικής στην οποία φοιτούσε. Ακόμα χαμογελάω στην θύμηση της ημέρας εκείνης. Πόσο ανυποψίαστοι είχαμε μπει σε εκείνο τον τεράστιο αμφιθεατρικό χώρο και πόσο αμήχανα και παγωμένα ανεβήκαμε στην κεντρική σκηνή όταν αυτό μας ζητήθηκε από την καθηγήτρια της Σοφίας για να διδάξει στην κατάμεστη, από θηλυκές υπάρξεις αίθουσα, τα μυστικά του επαγγελματικού μακιγιάζ. Θυμάμαι τα χαχανητά και τα πειράγματα μεταξύ μας αλλά και των φοιτητριών προς εμάς. Δεν το γνωρίζαμε, αλλά εκείνη την στιγμή πιθανότατα εξαργυρώναμε τα δεκαπέντε λεπτά διασημότητας της ζωής μας. Λίγες ώρες μετά, βγήκαμε σκασμένοι στα γέλια από το κτίριο και με τον ήλιο ολόλαμπρο ακόμα, πήραμε τον δρόμο που οδηγούσε στο τέλος της ημέρας…
Η Κυριακή ήταν πάντοτε λίγο θλιβερή. Σήμαινε το τέλος της επίσκεψής μου στην Θεσσαλονίκη και την επιστροφή πίσω στην πόλη μου αργά το απόγευμα. Μα η ήλιος ήταν ακόμα ζεστός εκείνο το καταμεσήμερο, έτσι όπως περπατούσαμε νωχελικά στην παραλία με θέα τον Θερμαϊκό κόλπο και μας έκανε να νιώθουμε ωραία, χωρίς καμία έγνοια. Ο απαλός, δροσερός αέρας μάς χτυπούσε απαλά στο πρόσωπο και μας ανακάτευε τα μαλλιά. Ήμασταν νέοι, υγιείς και είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας. Τι παραπάνω μπορούσαμε να ζητήσουμε από την ζωή; Στον μεγάλο μας, χρονικά, ποδαρόδρομο ανταλλάξαμε ιδέες, όνειρα και συμβουλές. Ομολόγησε ο ένας στον άλλον τα κρυφά του μελλοντικά σχέδια. Και ύστερα κάπου εκεί, μπροστά ακριβώς από τον Λευκό Πύργο, είχαμε συναντήσει τον υπαίθριο, μεσήλικα καλλιτέχνη του οποίου την συμπαθητική μορφή έχω, για κάποιον άγνωστο λόγο, χαραγμένη, ακόμα, στο μυαλό μου. Καθόταν, θυμάμαι, σε ένα χαμηλό, αναδιπλούμενο σκαμπό, με τα χέρια και τα ρούχα του γεμάτα λεκέδες. Δίπλα από τον στημένο στον τρίποδα κενό καμβά που στέκονταν μπροστά του, κείτονταν ανοικτή η γεμάτη από λογής χρώματα κηρομπογιές, κασετίνα του. Διάφορα δείγματα από την τέχνη του αποτυπωμένα σε σκούρο μαύρο βελουτέ χαρτί, κείτονταν παραδίπλα του. Δεχτήκαμε να μας ζωγραφίσει, κάτι που θα μας θύμιζε αργότερα την όμορφη εκείνη μέρα, με ένα μικρό αντίτιμο. Και τότε εκείνος, μέσα σε ελάχιστα λεπτά, γλιστρώντας το χέρι του πέρα δώθε με κοφτές, αλλά ακριβείς κινήσεις, κατάφερε να μας εντυπωσιάσει με το τοπίο που είχε πάρει ξαφνικά μορφή στον σκούρο καμβά. Πριν τον αποχαιρετήσουμε, έκανα τον πίνακα ρολό και αφού του πέρασα ένα λεπτό λαστιχάκι τον κράτησα για το υπόλοιπο της διαδρομής στο χέρι μου. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει…
Λίγες ώρες αργότερα μου έκανες παρέα, συνοδεύοντάς με πίσω στον σταθμό των λεωφορείων. Αποχαιρετηθήκαμε, για άλλη μια φορά, εγκάρδια και ύστερα από εκείνη την στιγμή έχω την εντύπωση πως ταξίδεψα χρόνια ολόκληρα σε αυτό το τεράστιο, θολό, κενό της ύπαρξης, που σε καθιστά ανίκανο να αντιληφθείς το πέρασμα του χρόνου. Ήρθε η ενηλικίωση καταπλακώνοντάς με, με νέους φίλους, νέους έρωτες, με πολλές απώλειες αγαπημένων προσώπων, με επιτυχίες και αποτυχίες, με αλλαγές τόσο στην εμφάνιση όσο και στην ψυχή. Και όσο και αν δεν μου αρέσει που το ομολογώ, άθελά μου πρόδωσα και από αφέλεια προδόθηκα. Σου τα λέω όλα αυτά τώρα γιατί θέλω να σου εξηγήσω τον λόγο που εκείνη η αγκαλιά που κάποτε με περίμενε στον σταθμό τον λεωφορείων, έγινε κάποια στιγμή για μένα μια μακρινή ανάμνηση. Και αν κάποτε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι μου είχε συμβεί, σου το ορκίζομαι, τώρα πια το βλέπω καθαρά. Μου συνέβη η ζωή…
Καμιά φορά κάθομαι και αναρωτιέμαι πού χάθηκαν όλοι. Γιατί χάνονται οι φίλοι; Μήπως επειδή η ζωή είναι ένα τρένο που τρέχει στις ράγες του χρόνου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ πάνω του προσπαθούν να γαντζωθούν απεγνωσμένα όλοι όσοι γνωρίζουμε και αγαπάμε; Είναι αυτός ο λόγος που χανόμαστε οι φίλοι μεταξύ μας; Μήπως είναι τελικά απλά θέμα αντοχής του καθένα; Αναρωτήθηκες άραγε όπως και εγώ γιατί δεν κατάφερε να αντέξει η δυνατή εκείνη φιλία μας; Έφταιγε ο διαφορετικός επαγγελματικός μας προσανατολισμός; Οι γνωριμίες μας με καινούρια, πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα; Κάποιος δυνατός, μήπως, έρωτας ή η μεγάλη γεωγραφική απόσταση που μας χώριζε; Είχαμε αλλάξει τόσο πολύ σαν χαρακτήρες ώστε να μην μας ενδιαφέρει άλλο πια τι συνέβαινε στην ζωή του καθένα από εμάς; Ίσως τίποτα ή και όλα τα παραπάνω μαζί θα μου έλεγες με εκείνο το αυθόρμητο χαμόγελο σου. Αν ήσουν τώρα εδώ…
Η αλήθεια είναι πως κατά καιρούς μάθαινα σποραδικά νέα σου ρωτώντας παλιούς κοινούς μας γνωστούς που τύχαινε να συναντήσω στον δρόμο και οι οποίοι μάθαιναν με την σειρά τους τα νέα σου από άλλα άτομα που σε γνώριζαν μέσα από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Προτίμησα με άλλα λόγια να πάρω μέρος σε αυτό το παιχνίδι του σκουριασμένου τηλεφώνου, χωρίς να έχω την αποφασιστικότητα να σε πάρω, προσωπικά εγώ, ένα τηλέφωνο για να ακούσω την φωνή σου και να μάθω πώς περνάς και τι κάνεις. Δικαιολογούσα την απραξία μου αυτή, βάζοντας στην σειρά τις προτεραιότητές μου και τις υποχρεώσεις μου. Και εσύ, δεν ήσουν μία από αυτές…
Δεν μπήκα στον κόπο να έρθω σε επαφή μαζί σου για να σε συγχαρώ όταν έμαθα ότι παντρεύτηκες, ούτε όταν γεννήθηκε το πρώτο σου παιδί. Δεν πτοήθηκα να σε αναζητήσω ακόμα και όταν έμαθα για την σοβαρή σου αρρώστια και την, εξαιτίας της, επιστροφή σου στην Ελλάδα μετά από χρόνια. Βλέπεις, και η δική μου η ζωή είχε τα δικά της προβλήματα και τους δικούς της ρυθμούς που με κρατούσαν όμηρο της καθημερινότητάς μου. Επίσης, υπάρχει και αυτή η πλάνη στην σκέψη μας πως είμαστε ακόμα νέοι και ο χρόνος απεριόριστος. «Άστο για αργότερα», μας προτρέπει μια μικρή φωνή…
Σήμερα πέρασε από την δουλειά μου ο Νίκος, ο παλιός σου συγκάτοικος. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό, το χαμόγελό του βεβιασμένο και μελαγχολικό. Βγήκα να τον χαιρετήσω, μα όταν τον κοίταξα στα μάτια ένιωσα το βήμα μου να γίνεται ξαφνικά βαρύ και η καρδιά μου πέτρα. Είχε έρθει να με πληροφορήσει πως εσύ είχες φύγει για πάντα…
Η επιστροφή στο δρόμο για τον σπίτι μου, θέλω να σου πω, πως ήταν δύσκολος. Έσερνα τα πόδια μου, νιώθοντας το βάρος από τις τύψεις για σένα να με συνθλίβει. Ο ήλιος στεκόταν φωτεινός σε έναν καταγάλανο ουρανό που με έκανε να νιώθω την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Στην θέα των δέντρων γύρω μου και των φύλλων τους που σύντομα θα άλλαζαν χρώμα και θα χάνονταν, οι σκέψεις μου με ταξίδεψαν πολλά χρόνια πίσω, σε εκείνη την Φθινοπωρινή Κυριακή, με την εικόνα των δυο μας να βολτάρουμε αμέριμνοι και χαλαροί δίπλα στο απαλό κύμα του Θερμαϊκού. Βαδίζοντας στο φλογισμένο δειλινό κάναμε όνειρα και δίναμε υποσχέσεις αιώνιας φιλίας, ο ένας επρόκειτο να παντρέψει τον άλλο και τα παιδιά μας θα παίζανε κάποτε παρέα στην παιδική χαρά, μεγαλώνοντας μαζί. Και αν ποτέ έκανα γιο μπορεί να παντρευόταν την κόρη σου, σου έλεγα, και σιγά μην άφηνες εσύ την κόρη σου να έχει εμένα για πεθερό, μου απαντούσες, και ξεσπούσαμε σε δυνατά γέλια. Δύο δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπό μου στην ανάμνηση του ηλιοβασιλέματος και του απόηχου από τα νεανικά μας γέλια. Ώσπου θυμήθηκα το ρολό από βελουτέ χαρτί που κρατούσα στα χέρια μου, κατά την επιστροφή, την ημέρα εκείνη και επιτάχυνα τον βηματισμό μου.
Μετακινώντας κούτες και διάφορα, παλιά αντικείμενα από την μία μεριά στην άλλη και ερευνώντας εξονυχιστικά την κάθε γωνιά στο πατάρι του σπιτιού μου, ανακάλυψα τελικά αυτό που έψαχνα με λαχτάρα. Το ξεχασμένο, ξύλινο σεντούκι των εφηβικών μου χρόνων υπήρχε ακόμα άθικτο κάτω από μια στοίβα από παλιές βαλίτσες, διατηρώντας τις αναμνήσεις άλλων, καλύτερων εποχών. Κράτησα στο χέρι μου το παλιό ρολό από βελουτέ χαρτί, αφαίρεσα προσεκτικά το φθαρμένο λαστιχάκι που υπήρχε ακόμα και με ευλάβεια το ξετύλιξα, αποκαλύπτοντας τελικά τον ζωγραφικό πίνακα. Κάθισα σε θέση οκλαδόν στο σκληρό, κρύο πάτωμα, νιώθοντας τα πόδια μου να μην με κρατάνε. Καταπνίγοντας τους λυγμούς μου σου ψέλλισα μια συγνώμη. Συγνώμη που δεν φάνηκα αντάξιος σε μία τόσο ζωντανή και αληθινή φιλία. Συγνώμη που είμαστε τώρα αναγκασμένοι να θάψουμε τις αμέτρητες υποσχέσεις και όλα τα όνειρα που είχαμε κάνει. Εγώ, βαθειά στο υποσυνείδητο και εσύ ακόμα πιο βαθειά, στο χώμα.
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν γυρνώντας τον ζωγραφικό πίνακα από την πίσω μεριά ανακάλυψα το συμβόλαιο ζωής που είχαμε προσυπογράψει στο τέλος και οι δύο, μία στιγμή η οποία είχε διαγραφεί τελείως από την μνήμη μου.
«27 Σεπτεμβρίου 1992 – Φίλοι για πάντα»
Για τον Γιάννη
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΧΑΝΙΩΤΗΣ
Υπέροχο!
Μία αληθινή κατάθεση ψυχής για ένα φίλο που έφυγε νωρίς από κοντά μας..
Απλά υπέροχο!!!!!!!Συνέχισε να μας ταξιδεύεις όπως μόνο εσύ ξέρεις …
Φανταστικό!! Συγχαρητήρια!!
Εξαιρετική διήγηση, συγχαρητήρια!
Πολύ ωραίο, αληθινό κι ανθρώπινο! Ένα ξυπνητήρι για να μην ξεχνάμε τις παλιές φιλίες όσο είναι ακόμα νωρίς………. Μπράβο!
Εξαιρετικό ,ανθρώπινο ,υπέροχο διήγημα. Μπράβο.
Ωδή σ έναν φίλο!!!
Πάρα πολύ ωραίο !! πραγματικά μια ωδή για την φιλία!!
Πολύ συγκινητικό!! ένα πολύ όμορφο ταξίδι συναισθημάτων!!
Πολύ αληθινό!! Σε ποιον δεν θυμίζει μια παρόμοια χαμένη φιλία…
Άγγιγμα ψυχής το κείμενο σου!! Υπάρχει άραγε κανένας που διαβάζοντας το δεν ένιωσε ότι έχει βρεθεί στην ίδια θέση με τον ήρωα σου?? Χίλια μπράβο!!!
Eξαιρετικό!
Πολύ ωραίο!