Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για τη συγγραφή του βιβλίου σας «Πόσες είναι οι εποχές»;
Δεν ήταν ερέθισμα. Ήταν πλήθος από αυτά. Ό,τι με γαλήνευε, το μετέτρεπα σε έμπνευση και ερέθισμα. Η θάλασσα, ας πούμε, ένα φύλλο που πέφτει από το δέντρο στο έδαφος, ο αέρας που μυρίζει καλοκαίρι και αλμύρα, μια βόλτα με το ποδήλατο, η μυρωδιά ενός λουλουδιού πάνω στο βουνό, οι δροσοσταλίδες του χειμώνα, οι φλόγες από το τζάκι, οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, η μοναξιά. Κοιτούσα μέσα από όλα αυτά και ταξίδευα σε έναν μοναδικό κόσμο, αλλιώτικο μα συνάμα ίδιο με τον δικό μας και έτσι έπλασα τις ιστορίες μου με το συναίσθημα να ξεχειλίζει.
Τα πεζογραφήματα που το αποτελούν, είναι εξολοκλήρου προϊόντα μυθοπλασίας ή περιλαμβάνουν και βιωματικά στοιχεία;
Η μυθοπλασία είναι η σκιά πίσω από την οποία κρύβομαι… μπορεί και όχι. Έχω δημιουργήσει ιστορίες, καταστάσεις στις οποίες θα ήθελα να έχω εμπλακεί η ίδια, όμως αυτό δε συνέβη. Μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Ωστόσο, ναι, υπάρχουν απτά βιωματικά στοιχεία μέσα στο βιβλίο μου, που όσοι με γνωρίζουν, διαβάζοντάς το θα καταλάβουν αμέσως πως σε εκείνο το σημείο περιγράφεται η αληθινή Στέλλα και όχι η φαντασία της. Μου αρέσει πολύ όμως να πλάθω σενάρια μέσα από τη φαντασία μου, όπως κάποια ερωτικά διηγήματα που έγραψα… Η φαντασία μου με βοηθά να ξεφεύγω από την αγανάκτηση της πραγματικότητας και να αντικρίζω κάτι το αποκλειστικά δικό μου, εκεί που μονάχα εγώ κατοικώ.
Πόσο καιρό διήρκεσε η συγγραφή του έργου σας;
Όταν πρόκειται για έμπνευση, ο χρόνος απλά παγώνει. Δεν υπάρχουν ούτε ρολόγια ούτε μέρες ούτε μήνες. Όταν η έμπνευση σε καλέσει, το μυαλό πρέπει να δώσει το παρών και τα χέρια απλά να αρχίσουν να γεμίζουν το χαρτί με το πλήθος των σκέψεων που περνούν εκείνη τη στιγμή από μέσα του. Θυμάμαι τον εαυτό μου, να γράφει ακόμα και την ώρα που παρέδιδε μάθημα ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Μέσα σε λεωφορεία αστικά, όμως εκεί που αφηνόμουν πραγματικά ελεύθερη για να γράψω ήταν το δωμάτιό μου, ή ένας δικός μου προσωπικός χώρος. Η εκκίνηση πάντως έγινε στα δεκαοκτώ προς τα δεκαεννέα μου χρόνια.
Ποιο λογοτεχνικό είδος προτιμάτε να υπηρετείτε διά της συγγραφής; Με ποιο δεν θα καταπιανόσασταν ποτέ;
Το είδος που προτιμώ κυρίως να γράφω είναι ο πεζός λόγος με λίγη δόση ποιητικού στοχασμού. Μου αρέσει να δίνω χρωματισμούς στα κείμενά μου με λέξεις που από μικρή μού προξενούσαν θαυμασμό και έλξη. Μου αρέσει να διαβάζω αρκετά λογοτεχνικά ήδη, όμως ως συγγραφέας δεν θα επέλεγα ποτέ μου να γράψω υπερρεαλιστική ποίηση, διότι είναι κάτι το οποίο χρειάζεται κατανόηση εις βάθος, και δεν είμαι ακόμη έτοιμη να διεισδύσω σε τέτοιους δύσβατους δρόμους.
Έχετε δεχτεί ποτέ αρνητικές κριτικές; Κατά πόσο σας επηρεάζουν;
Λόγω του ότι το βιβλίο μου δεν έχει αρκετό καιρό που εκδόθηκε και κυκλοφορεί, οι αρνητικές κριτικές ακόμη δεν έχουν έρθει. Είμαι σίγουρη πως θα υπάρξουν στο μέλλον, διότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και εκλαμβάνει αυτό που διαβάζει εντελώς διαφορετικά. Ωστόσο, δεν με πειράζει καθόλου να με κριτικάρουν αρνητικά, διότι θα έχω την ευκαιρία σε κάποιο άλλο μελλοντικό μου βιβλίο, να προσεγγίσω και εκείνους που στην αρχή με κατέκριναν και να γίνω ίσως ακόμη καλύτερη.
Ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο κύριος στόχος κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου; Το οικονομικό όφελος, η φήμη ή η ικανοποίηση μιας εσωτερικής ανάγκης;
Ο βασικός στόχος που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας κατά την δημιουργία του βιβλίου του, θεωρώ πως δεν είναι ούτε το οικονομικό όφελος αλλά ούτε και η δόξα. Αυτό που πραγματικά μετρά για εμένα είναι όταν ο αναγνώστης πάρει το βιβλίο μου στα χέρια του και το διαβάσει, να διεισδύσει στον τρόπο σκέψης μου και στο πώς εγώ βλέπω και αντιμετωπίζω τα πράγματα, τις καταστάσεις, τους ανθρώπους. Να δει την δική μου αλήθεια, την δική μου αγανάκτηση, να αφουγκραστεί τα συναισθήματά μου, να με νιώσει με λίγα λόγια, και ίσως να ταυτιστεί μαζί μου.
Τι σημαίνει για σας «συγγραφή»;
Για εμένα η συγγραφή σημαίνει διαφυγή. Διαφυγή από τη προσωπική φυλακή και τα προβλήματά μου. Σημαίνει εκτόνωση γράφοντας ατελείωτες ώρες επάνω στο χαρτί. Σημαίνει ταξίδι πότε στο άγνωστο και πότε σε προορισμούς μαγευτικούς που το ανθρώπινο μάτι θέλει να παραμείνει για πάντα εκεί και να αγναντεύει όμορφα τοπία. Σημαίνει φαντασία και ταυτόχρονα πλήθος αναμνήσεων που κλείνοντας τα μάτια έρχονται κατευθείαν μπροστά σου σαν σε ταινία μικρού μήκους. Τέλος, σημαίνει γαλήνη και λύτρωση της ψυχής όταν πια έχω καταφέρει και έχω ολοκληρώσει κάτι που με τόσο κόπο προσπαθούσα να αποτυπώσω στο χαρτί.
Ευχαριστώ πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία να εξωτερικευθώ περισσότερο. Ελπίζω να σας δω σύντομα και να τα πούμε από κοντά. Και σας καλώ και θα χαρώ πολύ να σας δω στην παρουσίαση του βιβλίου μου στη Θεσσαλονίκη, στις 21 Νοεμβρίου.
Με εκτίμηση,
Λειβαδιώτου Στέλλα