Ο μικρός Γιαννάκης έτρεχε παρέα με τους φίλους του προς την κοντινή παραλία. Ο ήλιος έκαιγε πολύ εκείνη την ημέρα, αλλά αυτό δεν σταματούσε τα παιδιά από το παιχνίδι τους. Με ένα ταλαιπωρημένο τόπι, ξεκίνησαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή όμως, ένα δυνατό χτύπημα έστειλε την μπάλα μακριά, σε μια καλύβα που βρισκόταν κοντά στην θάλασσα. Κανένα παιδί δεν ήθελε να πάει να πάρει την μπάλα από εκεί. Ένα απ’ τα παιδιά γύρισε στον μικρότερο, τον Γιαννάκη, και του είπε «Πήγαινε, Γιαννάκη, να φέρεις την μπάλα» και ο Γιαννάκης που ήταν αγαθός, δέχτηκε να πάει.
Όταν έφτασε έξω από την καλύβα για να πάρει την μπάλα, είδε μια μαύρη φιγούρα να τον κοιτάζει από το κατώφλι. Το παιδάκι πάγωσε. Ήταν ένας μελαμψός άνδρας, μεγάλος στην ηλικία, με κάτασπρα γένια και με ένα μαντήλι στο κεφάλι. Ήταν εκείνος με τον οποίο φοβέριζαν τον Γιαννάκη για να φάει όλο του το φαγητό. Ο «μπαμπούλας» του νησιού που τρώει παιδιά, ο τρελός που κάθεται όλοι την μέρα σε μια καρέκλα μιλώντας στο κενό. Πολλοί χαρακτηρισμοί, μα ούτε ένας δεν τον ήξερε πραγματικά ποιος ήταν. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο παιδί. Εκείνο απλά άρπαξε το τόπι και έφυγε τρέχοντας. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή καθώς προσπαθούσε να επιστρέψει στην παρέα του. Οι φίλοι του τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. «Τα κατάφερες!» φώναξε ο Δημήτρης. Ο Γιαννάκης γύριζε πίσω και είδε τον άνδρα να τους κοιτάζει από μακριά, και ένα ρίγος τον διαπέρασε. Παρά ταύτα, τα παιδιά συνέχισαν το παιχνίδι τους, και ο Γιαννάκης ξεχάστηκε.
Αργότερα, καθώς μεσημέριαζε, τα παιδιά ξεκίνησαν για να γυρίσουν πίσω. Περνώντας έξω από την καλύβα, είδαν τον γέροντα να κάθεται σε μια κουνιστή καρέκλα, και να κοιτάζει την θάλασσα λέγοντας κάτι στα σιγανά. Κάποια παιδιά γέλασαν, και άλλα είπαν πως ήταν τρελός. Ο Γιαννάκης δεν είπε τίποτα, γιατί το μόνο που έβλεπε ήταν έναν σιωπηλό άνθρωπο, που δεν έδινε κανένα δικαίωμα.
Μία μέρα, η μητέρα του Γιαννάκη, τον έστειλε να παραδώσει ένα καλαθάκι με φρέσκια χορτόπιτα στη γιαγιά του. Ο μικρός έτρεξε χαρωπός να εκπληρώσει την αποστολή του. Περνώντας αρκετά σπίτια, κατέληξε στην παραλία, και έξω από την καλύβα του παράξενου γέροντα. Ο μικρός κοντοστάθηκε για να τον κοιτάξει. Ήταν καθισμένος στην κουνιστή καρέκλα του, και κοιτούσε προς την θάλασσα όπως πάντα. Στα χέρια του είχε ένα πορτοκάλι το οποίο καθάριζε αργά-αργά. Ο νεαρός κοίταξε μέσα στο καλάθι που του είχε δώσει η μητέρα του. Υπήρχαν τέσσερα κομμάτια πίτα. Αρχικά δίστασε, όμως πήρε ένα κομμάτι από το καλάθι, και πλησίασε δειλά τον άνδρα. Εκείνος, όταν αντιλήφθηκε πως κάποιος ήταν κοντά του, σήκωσε το κεφάλι αντικρίζοντας τον μικρό. Τα φρύδια του άνδρα ήταν τόσο πυκνά και μαύρα, που έκαναν το βλέμμα του να φαίνεται μοχθηρό. Το παιδί ήταν φοβισμένο, αλλά στάθηκε στο ύψος του. Άπλωσε το χέρι του, προτάσσοντας το κομμάτι πίτας που κρατούσε. Ο άνδρας κοίταξε την πίτα και μετά πάλι το παιδί, με ένα βλέμμα απορίας. Το παιδί κούνησε το χέρι του, σαν να έλεγε, «έλα πάρ’ το». Ο γέροντας δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιος του πρόσφερε κάτι, γι’ αυτό άπλωσε δειλά τα χέρια του προς την λαχταριστή πίτα. Πήρε το κομμάτι, και τρώγοντας την πρώτη δαγκωνιά, κοίταξε το παιδί στα μάτια. Στο πρόσωπό του πλέον υπήρχε ένα πλατύ χαμόγελο και δύο μάτια τόσο χαρούμενα, που έμοιαζαν σαν μικρού παιδιού. Ο Γιαννάκης ένιωσε έκπληξη. «Ευχαριστώ!» είπε γεμάτος χαρά ο γέρος. Το παιδί χαμογέλασε και γύρισε να φύγει, όμως ο γέρος το σταμάτησε. Του είπε βιάστηκα ένα «Περίμενε!» και μπήκε μέσα στην καλύβα. Μετά από λίγο, επέστρεψε με ένα μικρό πραγματάκι στα χέρια του. Πλησίασε κοντά στο παιδί για να δει καλύτερα. «Αυτό είναι για σένα», είπε ο άνδρας και άπλωσε το χέρι του προς το παιδί. Ήταν ένα μικρό ξύλινο αλογάκι, με σέλα και χαλινάρι. Τόσο λεπτομερές και όμορφο. Ο Γιαννάκης δεν είχε ξαναδεί τέτοιο παιχνίδι στην ζωή του. Πήρε το αλογάκι χαρούμενος στα χέρια του. Κοίταξε τον γερό και χαμογέλασε. Ήταν μικρός και ντροπαλός για να πει ευχαριστώ, αλλά τα μάτια του τα έλεγαν όλα, και ο γέροντας το καταλάβαινε. Ο Γιάννης έφυγε χαρούμενος για το σπίτι της γιαγιάς του, ενώ ο παράξενος εκείνος άνδρας, δεν φαινόταν πια τόσο παράξενος.
Την επόμενη μέρα, όταν ο Γιαννάκης κατέβηκε στην παραλία με τους φίλους του, έριξε την ματιά του προς την καλύβα του γέρου. Ήταν εκεί, στην κουνιστή του καρέκλα. Κοιτούσε την θάλασσα, όταν ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του προς τα παιδιά. Σαν είδε τον Γιαννάκη χαμογέλασε και άρχισε να τον χαιρετά. Ο Γιαννάκης δίστασε, αλλά σήκωσε το χέρι του και άρχισε να το κούνα, ενώπιον των φίλων του. Εκείνοι ξαφνιάστηκαν. «Μην χαιρετάς, Γιαννάκη!» είπε ένα από τα παιδιά. «Η μαμά μου λέει ότι τρώει παιδιά», συνέχισε ένα άλλο. «Είναι τρελός», είπε ένα τρίτο παιδί. Όμως ο Γιαννάκης, ένιωθε πως τελικά, όλα αυτά που άκουγε γύρω του για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ήταν μάλλον υπερβολές. Από την στιγμή που του προσέφερε εκείνο το κομμάτι πίτας, είδε στα μάτια του μια ειλικρίνεια, μία αθωότητα, που δεν μπορούσε κανείς να δει κοιτάζοντάς τον από μακριά. Τα παιδιά ξεκίνησαν να κλοτσούν την μπάλα, αλλά ο Γιαννάκης δεν είχε διάθεση για παιχνίδι. Κοιτώντας τον γεράκο να κάθεται μόνος, αισθάνθηκε τόσο λυπημένος. Άφησε την παρέα του και κινήθηκε προς το σπιτάκι. Ο γέρος είχε στα χέρια του ένα μικρό κομμάτι ξύλου, το οποίο σκάλιζε επιδεκτικά. Όταν αντιλήφθηκε το παιδί να πλησιάζει, το προσκάλεσε κοντά του για να δει τι φτιάχνει. Ήταν ένα ξύλινο καραβάκι. Ο Γιαννάκης ενθουσιάστηκε τόσο, που ο γέρος του έδειξε όλη την συλλογή από τις ξύλινες δημιουργίες του. Ξύλινα αλογάκια, ανθρωπάκια, γατάκια, σκυλάκια και πολλές βαρκούλες. Βαρκούλες κενές, βαρκούλες με μικροσκοπικούς ταξιδιώτες, ακόμα και ολόκληρες παραστάσεις με βάρκες πάνω στο κύμα. Ο Γιαννάκης ήταν τόσο μαγεμένος, που θέλησε να μάθει και ο ίδιος την τέχνη. Από εκείνη την μέρα, επισκεπτόταν τον γερό καθημερινά και μάθαινε μαζί του πως να σκαλίζει το ξύλο, ενώ παράλληλα, μία δυνατή φιλιά άρχισε να δημιουργείτε. Ο Γιαννάκης είχε αρχίσει να τον καταλαβαίνει, όμως υπήρχαν και κάποια πράγματα που δεν καταλάβαινε. Πολλές φορές ο άνδρας έμενε να κοιτάζει την θάλασσα για αρκετά λεπτά και να ψελλίζει λέξεις σε μια άγνωστη για εκείνον γλώσσα. Κάποια φορά τον είδε και να δακρύζει, όμως ποτέ δεν ρωτούσε, γιατί φαινόταν ότι ήταν κάτι πολύ προσωπικό.
Μία μέρα, εκεί που καθόντουσαν παρέα και σκάλιζαν από ένα κομμάτι ξύλου ο καθένας, ο Γιαννάκης έριξε μια ματιά στα χέρια του γέρου για να δει τι έφτιαχνε. Ήταν μια βάρκα. Είχε ήδη πολλές βάρκες και καραβάκια στην συλλογή του, τόσα πολλά που ο Γιαννάκης καιγόταν να μάθει το γιατί. «Μα κ’ άλλη βαρκούλα;» ρώτησε ο μικρός. Ο γέρος τον κοίταξε. «Όταν έχεις κάποια πράγματα συνέχεια στο μυαλό σου, περιορίζεις και την φαντασία σου…» απάντησε ο γέρος. Ο Γιαννάκης τότε θυμήθηκε πως ο άνδρας περνούσε σχεδόν όλη του την μέρα κοιτάζοντας το πέλαγος, για αυτό και τον ρώτησε, «Εννοείς τη θάλασσα;» Ο γέρος άφησε το κομμάτι του ξύλου στο τραπέζι. «Τη θάλασσα, τη βάρκα, την οικογένεια. Τέτοια πράγματα», είπε και έμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας το βαθύ γαλάζιο. Έμεινε εκεί για λίγο, μέχρι που δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Ο Γιαννάκης ήθελε να μιλήσει, να ρωτήσει τι του συμβαίνει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν. Ο γέρος τότε άρχισε να διηγείται την ιστορία του. «Όλα όσα ξέρω είναι εκεί, όλα όσα είχα. Πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν παιδί, έφυγα με την οικογένειά μου από την πατρίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Πέντε άτομα πλέαμε σε μια βάρκα για μέρες. Κάποια στιγμή η στεριά άρχισε να αναφαίνεται στον ορίζοντα και όλοι ήμασταν τόσο χαρούμενοι, τα είχαμε σχεδόν καταφέρει. Το μέλλον έμοιαζε λαμπρό. Αυτή ήταν η τελευταία ανάμνηση που θυμάμαι, εκείνη που θέλησα να κρατήσω. Έπειτα ξέσπασε άγρια τρικυμία. Μόνο εγώ κατάφερα και έφτασα στην ακτή, σε αυτήν ακριβώς την παραλία. Γι’ αυτό και έκτισα το σπίτι μου εδώ. Για να μπορώ να τους κοιτάζω εκεί που είναι. Για να μπορούν να με ακούν όταν τους μιλάω.» Τα μάτια του Γιαννάκη είχαν βουρκώσει πλέον και αυτού.
Ο γέρος γύρισε και κοίταξε τον νεαρό στα μάτια, με ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Μην λυπάσαι, μικρέ. Είναι όλοι τους εκεί», του είπε και γύρισε το βλέμμα του προς το ραφάκι με τις δημιουργίες του. Ο Γιαννάκης τότε το είδε. Ο γέροντας είχε δίκιο. Ήταν όλα εκεί. Η θάλασσα, η βάρκα, η οικογένεια. Ξύλινα χαμογελαστά προσωπάκια να κοιτάζουν τον ορίζοντα μέσα σε μια βάρκα, όπου γύρω της έσκαγε το κύμα. Θα έλεγε κανείς πως τελικά τα κατάφεραν. Ήταν πλέον στην στεριά.
Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Looking at the sea”
ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Πολύ συγκινητικό ♥️♥️
Μπράβο τέλειο!
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ
Πολύ όμορφο κείμενο!
Καλή επιτυχία Ρέα!
Πολύ καλό Ρέα να είσαι καλά !!!!
Ένα κείμενο που θα μπορούσε να είναι μια πραγματική ιστορία. Μπράβο Ρέα!!
Καλη επιτυχία!
Πολύ συγκινητική ιστορία! Μπράβο!
Πολύ ωραίο κείμενο!
Απλά μπράβο! Καλή επιτυχία να έχεις!
Τέλειο… απλά μαγικό….
Με συγκινησε πολύ η ιστορία σου…Καλη επιτυχία κορίτσι μου!
Πραγματικά με ταξίδεψε… μπράβο σου!
Ωραίο
Super
Μου θυμίζει ιστορίες που διαβάζαμε κάποτε στα σχολικά ανθολογία… Πολύ όμορφο κείμενο.
Δεν ήξερα ότι γράφεις! Πραγματικά πολύ ωραία γραφή και ύφος. Σου αξίζει η πρώτη θέση!
ΑΠΛΆ ΥΠΈΡΟΧΟ
Συγχαρητήρια Ρέα μου!
❤️Τέλειο❤️
Πολυ ομορφη ιστορια!!!! Μπραβο!!!!
Τι όμορφη ιστορία!μπραβο!
Μπράβο Ρέα!
Ωραίο μπράβο.
Ένα από τα καλύτερα διηγήματα που διάβασα!
Συγχαρητήρια!!!
Πολύ ωραίο διήγημα με νόημα.
Ένα κείμενο βγαλμένο από την ζωή.. Μπράβο!
Πολύ ωραίο! Μπράβο!
Καλογραμμένο και συγκινητικό διήγημα. Μπράβο Ρέα.
Υπέροχη ιστορία
Πολύ ωραίο
Τι συγκινητική ιστορία! Μπραβο σου!
Πολύ ωραία και καλή ιστορία!
Very good!
Καλή επιτυχία κορίτσι μου…!
Ρέα μου έχεις ταλέντο! Πολύ ωραίο το διήγημα σου. Καλή επιτυχία!
Το καλύτερο διήγημα που διάβασα.
Ένα διήγημα που αγγίζει ένα πολύ φλέγον ζήτημα. Μπράβο σου!
Θαυμάσια γραφή και ύφος
Τέλεια ιστορία με ανατρεπτικό τέλος.
Ρέα πολύ ωραίο το κείμενο σου… Αντε και με την νίκη!
Με συγκίνησες ομολογώ! Μπράβο!
Πολύ καλό διήγημα
Εξαιρετικό!
Φοβερη προσπάθεια Ρέα! Μπράβο!
❤️❤️❤️ Τελειοοο
Καταπληκτικό!
Απλά τέλειο
Συγχαρητήρια για την επιτυχία σου Ρέα! Καλή συνέχεια!