Έγραφε το αγαπημένο του T-shirt. Είχε τρυπήσει σε κάποια σημεία, αλλά συνέχιζε να το φορά. Χρόνια τώρα. Είχε ξεχάσει πόσα. Ήταν δώρο από τον κολλητό του σε κάτι γενέθλια.
Μαζί με την μουσική του Jay-Z που ηχούσε στ’ αυτιά του απ’ τα μεγάλα ακουστικά, η φράση τον ακολουθούσε καθώς περπατούσε στο δρόμο για το βενζινάδικο. Ψιθύριζε τους στίχους του τραγουδιού, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι πότε αριστερά και πότε δεξιά στο μπιτ του κομματιού.
Μιλούσε μέσα του αυτή η φράση. Με τον καιρό είχε αρχίσει να της δίνει νόημα. Και αν αποφάσιζε να κάνει τατουάζ, θα ήθελε σίγουρα να την χτυπήσει στο χέρι του, κοντά στον καρπό για να την βλέπει συνέχεια. Δεν είχε να νοιαστεί για τα λεφτά. Ο τατουατζής ήταν φιλαράκι του. Κερασμένο.
«Το αφεντικό πάλι θα μου την πει αν αργήσω», σκέφτηκε. Εντωμεταξύ, χοντρές σταγόνες έπεφταν στο πρόσωπο του. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. “Fuck!” Άρχισε να βρέχει. Ξενέρωσε. Σήκωσε την κουκούλα του φούτερ, σκέπασε όλο το κεφάλι του μέχρι το μέτωπο, ανέβασε μέχρι πάνω το φερμουάρ και έγειρε το σώμα του ελαφρώς προς τα μπρος για να προφυλαχτεί όσο μπορούσε. Έπρεπε να βιαστεί αν ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
***
Την βαριόταν την δουλειά στο βενζινάδικο. Τις ώρες που δούλευε delivery τις χαιρόταν περισσότερο. Καβαλούσε το μηχανάκι του μαγαζιού και πήγαινε σφαίρα τις παραγγελίες. Οι περισσότερες κοντινές στις γύρω γειτονιές. Αλλά δεν τον πείραζε αυτή η ρουτίνα. Το μηχανάκι του χάριζε αίσθηση πρόσκαιρης ελευθερίας. Κάποιοι πελάτες μάλιστα τον γνώριζαν πια και του έδιναν και κανά ευρώ φιλοδώρημα.
Τα φιλοδωρήματα δεν τα ξόδευε ποτέ. Τα φύλαγε σ’ ένα πήλινο κουμπαρά που δεν είχε τάπα στον πάτο. Ήταν πιο δελεαστικό έτσι να μαζεύει τα ψιλά. Ανυπομονούσε για την στιγμή που θα φουλάριζε για να τον σπάσει. Ήξερε τι θα έκανε με αυτά που θα μάζευε.
Ονειρευόταν να αγοράσει μια ΥΑΜΑΗΑ YZ65 με όλο τον σχετικό εξοπλισμό- μπουφάν κράνος επιαγκωνίδες, επιγονατίδες γάντια- και να κανονίζει μόνος ή με παρέα να πηγαίνει για moto-cross. Γνώριζε τα μέρη που γίνονταν τέτοιου είδους αγώνες. Και μόνο στην σκέψη, η αδρεναλίνη έκανε τις φλέβες του να σφυροκοπούν. Αλλά το όνειρο φυσικά δεν σταματούσε εδώ. Φανταζόταν να κάνει road trip τον γύρο της Λατινικής Αμερικής. Ήθελε να επισκεφτεί τον τόπο καταγωγής του πατέρα του και μ’ έναν τρόπο να έρθει πιο κοντά στα χνώτα και την κουλτούρα του. Να μάθει- ή μάλλον ν’ ανακαλύψει όσα εκείνος δεν πρόλαβε να του δείξει.
Προς το παρόν, όμως, τον έτρωγε η έννοια της μάνας του. Το πρόβλημά του είναι η κατάστασή της. Δεν έχει όρεξη να βγει από το σπίτι. Δεν έχει την διάθεση να ψάξει για δουλειά. Μπορεί και να μείνει άλουστη και απεριποίητη για μέρες. Χωρίς να φάει τίποτα. Καθισμένη πάντα στον ίδιο φθαρμένο εμπριμέ καναπέ. Μα πιο πολύ όμως τον τρόμαζε το βλέμμα της. Ανέκφραστο τελείως. Χαμένο στο διάστημα.
Δεν θα ξεχνούσε την νύχτα που την μετέφερε στα χέρια του μισοπεθαμένη στην πλησιέστερη κλινική. Είχε πιει το μισό κουτί από τα αντικαταθλιπτικά. Ο ψυχίατρος της συνέστησε να τα παίρνει. Η μάνα του δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του πατέρα του. Σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ακαριαία.
Ο ίδιος σαν να την έχει απωθήσει μέσα του αυτή την απώλεια. Ζοριζόταν. Έθαβε κατά συρροή τα συναισθήματα του. Ένας κόμπος μόνιμα θρονιασμένος στο στομάχι του.
Και είναι και εκείνες οι φορές, που δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου να νιώσει. Απλώς ζει. Υπάρχει για να διεκπεραιώνει. Υπάρχει για να προσπαθεί ν’ αντέξει. Και να είναι σ’ όλα καλός. Ή τουλάχιστον επαρκής. Δεν τον παίρνει να γίνει αλλιώς. Όλοι οι οικείοι περιμένουν από αυτόν. Λεφτά, φροντίδα, προσοχή.
Όλα έχουν πέσει πάνω του. Βαρίδια που τον πλακώνουν. Παραπάνω, ίσως, απ΄ όσα μπορεί να σηκώσει ένα παιδί της ηλικίας του. Η μάνα, οι δύο μικρότερες αδερφές, το νυχτερινό, οι δυο δουλειές. Το όνειρό του σε αναμονή.
***
Δονήθηκε το κινητό στην τσέπη του μπουφάν του. «Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς!» τον παρακαλούσε η φωνή της Σίας. Η μεγαλύτερη από τις δυο μικρότερες αδερφές του, ακουγόταν σαν να είχε πέσει βόμβα στο σπίτι. Και έτσι ήταν. «Έχουμε καλέσει ασθενοφόρο. Η μαμά. Δεν ξέρω αν την προλαβαίνουμε αυτή την φορά, Μάικλ.» Δεύτερη απόπειρα μέσα σε ενάμιση χρόνο. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι να τον σφίγγει και ένα μούδιασμα να απλώνεται σε όλο του το κορμί.
Δεν την είχε προσέξει τις τελευταίες μέρες. Ένιωσε λες και την είχε παραμελήσει. Έκαναν πάρτυ όλα τα ενοχικά του σύνδρομα. Δεν ήταν αρκετά καλός γιος. Εκείνος πάντα προσπαθούσε να στέκεται δίπλα της και να την φροντίζει. Βράχος να ακουμπήσει η Βασούλα. Έτσι την φώναζε. Λες και είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι. Εκείνη το παιδί. Εκείνος ο γονιός. Αναρωτιόταν αν η συμπεριφορά της είχε δείξει σημάδια που θα μαρτυρούσαν αυτή την κίνηση. Τι του ξέφυγε; Τι δεν πήρε χαμπάρι;
«Όχι πάλι ρε γαμώτο. Όχι ρε μάνα», αναστέναξε.
Σε δυο βήματα ήταν στο βενζινάδικο. Και πώς να εξηγήσει τώρα ότι ήταν επείγουσα ανάγκη να φύγει. Θα έδινε την χαριστική για να τον σουτάρουν μια ώρα αρχύτερα. Καρφί δεν του καιγόταν στην παρούσα φάση. Αλλά δεν του άρεσε να λέει ψέματα. Η περηφάνια δεν τον άφηνε να εκθέσει την μάνα του. Βρήκε μια δικαιολογία του τύπου «Πρέπει να πάω να πάρω την Τζώρτζια από το σχολείο. Ανέβασε πυρετό και δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι». Τα μάτια του αφεντικού πετούσαν σπίθες, αλλά ξεφυσώντας του ένευσε να φύγει.
Δεν μπορούσε να πάει μόνος. Ήταν από τις λίγες φορές που ήθελε παρέα. Κάποιον για να μπορέσει να στηριχτεί. Το είχε τεράστια ανάγκη.
Το σπίτι του κολλητού του δεν απείχε πολύ. Στο δρόμο του ήταν για το νοσοκομείο. Ήξερε ότι θα τον έβρισκε εκεί. Είχε ρεπό σήμερα και θα σάπιζε παίζοντας PS4.
«Βασίλη, η μάνα μου. Ναι πάλι. Έλα τσακίσου σήκω. Τρέχουμε τώρα». Ο φίλος του έβαλε μπουφάν, βούτηξε τα κλειδιά για το παπάκι και έβαλε μπρος αμέσως.
Ο άνεμος σφύριζε στα αυτιά του. Τον χτυπούσε δυνατά στο πρόσωπο. Σαν να τον ξυπνούσε από τον λήθαργο των σκέψεων. Τον έκαιγε αν θα την προλάβαινε ζωντανή. Αγωνιούσε μήπως δεν φτάσει πριν εκείνη φύγει. Όχι. Δεν ήθελε να πεθάνει. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να την χάσει.
***
«Την πήρανε αμέσως για την εντατική», ήταν η πρώτη κουβέντα που του είπε η Σία μόλις τον είδε να καταφθάνει στα επείγοντα. «Περίμενε εσύ εδώ και θα πεταχτώ να πάρω την Τζώρτζια από το σχολείο. Δεν ειδοποίησα την δασκάλα νωρίτερα. Δεν ήθελα να ανησυχήσω την μικρή.»
Ατέλειωτη η ώρα της αναμονής. Όπως άλλωστε γίνεται πάντα με όλες τις αναμονές. Είχε μετρήσει τον διάδρομο του νοσοκομείου και εκείνος δεν ήξερε πόσες φορές. Ευτυχώς ο Βασίλης πάντα εκεί, πάντα δίπλα. Όπως όλα αυτά τα χρόνια. Παραπάνω από κολλητός. Αδερφός.
«Άκουσες ρε το καινούργιο τραγούδι του Tupac; Τα σπάει ο τύπος για άλλη μια φορά.» Ο Μάικλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Το στόμα του λες και δεν είχε σάλιο να αρθρώσει λέξη.
Άνοιξε η πόρτα της εντατικής και βγήκε ο χειρουργός. «Είναι κάποιος απ’ τους δυο σας συγγενής της κυρίας Παπαδάκου;»
Ο Μάικλ τον πλησίασε και τον κάρφωσε κατευθείαν στα μάτια.
«Δυστυχώς», είπε ο γιατρός. «Η καρδιά της αυτή την φορά δεν άντεξε και η δόση των χαπιών ήταν υπερβολικά μεγάλη. Λυπάμαι πραγματικά.» Τον έσφιξε στον ώμο και έφυγε σκυφτός.
***
Μπήκε στο δωμάτιο της μάνας του. Κουρτίνες τραβηγμένες. Ανακατεμένα σεντόνια. Ρούχα πεταμένα όπου να ’ναι. Η μάλλινη κουβέρτα τσαλακωμένη στο κρεβάτι. Η μυρωδιά της πλανιόταν στο χώρο. Ήταν ακόμα εκεί.
Πάνω στο κομοδίνο, το αδειανό κουτί με τα χάπια. Υπήρχε και μια ποιητική συλλογή του Σαχτούρη. Ήταν από τους λίγους αγαπημένους του. Όταν είχε χρόνο, διάβαζε και εκείνος. Η ποίηση μόνο του άρεσε. Οι στίχοι μιλούσαν για λογαριασμό του. Έλεγαν όλα όσα εκείνος δεν μπορούσε να εκφράσει με λέξεις. Ξεφύλλισε το βιβλίο. Έπεσε πάνω στην τσακισμένη σελίδα ενός ποιήματος. Και επιτέλους άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να ξεσπάσει σε κλάματα.
Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά…
Κι αυτή: Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.
ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΥΜΑΤΙΔΟΥ