Σαν χτες, ένα χρόνο πριν, τα έφτιαξα με τη Ρούλα. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της. 5 Αυγούστου. Λιονταράκι αυτή, Ζυγός εγώ, ταιριάξαμε όπως ο τέντζερης με το καπάκι.
Η Ρούλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νορβηγία, από Νορβηγούς γονείς, και το κανονικό όνομά της ήταν Μπρουχίλντα. Όταν όμως ήρθε Ελλάδα, υιοθέτησε το Ρούλα. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Μια φορά που ρώτησα, η απάντηση ήταν:
-Αφού τα όνομά σου είναι Δημήτρης, γιατί σε φωνάζουν Μίμη;
Δεν ξαναρώτησα. Βέβαια το Μπρουχίλντα παραπέμπει σε κάτι ευμέγεθες, γιγαντόσωμο. Η Ρούλα όμως ήταν μάλλον μικρόσωμη και λεπτή. Δεν ξεπερνούσε το 1,68 μ. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και μακριά που τα μάζευε συνήθως πίσω σε αλογοουρά. Ομολογώ ότι το Ρούλα τής ταίριαζε καλύτερα.
Στη Νορβηγία, σπούδασε αγγλική φιλολογία. Μετά, αν εξαιρέσουμε δυο χρόνια που πήγε στη Βιέννη με το πρόγραμμα «Έρασμος», ήρθε στην Ελλάδα, άνοιξε μια μικρή μπουτίκ με ανδρικά αξεσουάρ, στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου. Εκτός από Νορβηγικά, μιλούσε άλλες τρεις γλώσσες με μεγάλη ευχέρεια. Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά. Όταν τη γνώρισα, σχεδόν δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα, μιλούσε άψογα Ελληνικά, χωρίς προφορά. Το μόνο της πρόβλημα ήταν ότι μπέρδευε στα Ελληνικά κάποιες ομόηχες λέξεις. Είχε μια ελαφρά δυσλεξία. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω, ήταν να τηλεφωνήσω στον Κυριάκο, ένα φίλο μου λογοθεραπευτή. Πολύ κάλος στη δουλειά του, αλλά λίγο αθυρόστομος. Όταν του εξήγησα την κατάσταση, με ρώτησε:
-Δηλ. η καινούργια σου γκόμενα είναι μια τεράστια Βίκινγκ; Τι σου βρήκε, ρε ασχημομούρη;
-Δεν είναι τεράστια…
-Και μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες; χαχαχα
-Άκου, Κυριάκο.. Κόψε τις μαλακίες και πες μου αν μπορείς να βοηθήσεις.
-Καλά. Θα τη δω αύριο το απόγευμα στις έξι στο γραφείο μου. Χαχα. Ανυπομονώ… Και πού ’σαι… Όταν σου ζητάει λούτσο…
Του το ’κλεισα.
Η Ρούλα πήγε στο ραντεβού κι όταν γύρισε, τη ρώτησα τι έγινε. Μου είπε πρώτα, κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου, ότι δηλαδή ο Κυριάκος ήταν δήθεν πολύ συμπαθητικός. Τι ήθελα και τηλεφώνησα στο μαλάκα;
-Κυριάκος, μου έκανε διάφορα τεστ και μου σύστησε να γράφω κείμενα στα ελληνικά, στον υπολογιστή, και μετά να τα περνάω από ορθοπεδικό έλεγχο,
συμπλήρωσε η Ρούλα.
-Ορθογραφικό, τη διόρθωσα, κι εισέπραξα την κλασική απάντηση.
-Γιατί, εγώ τι είπα;
Οι φίλοι μας έβρισκαν πολύ διασκεδαστική αυτή την ιδιαιτερότητα της Ρούλας κι επεδίωκαν τρόπους να την κάνουν να μιλάει. Η Ρούλα όμως δεν φαινόταν να ενοχλείται ιδιαίτερα. Κάθε φορά που έκανε κάποιο λάθος, το διασκέδαζε μαζί με όλους σαν να μην την αφορούσε το ζήτημα. Μερικά δε από τα λεγόμενά της έγιναν σλόγκαν στην παρέα, όπως αυτό που είπε πρόσφατα όταν τη ρώτησαν γιατί δεν μαυρίζει στον ήλιο.
-Οι Νορβηγοί δεν έχουμε στο δέρμα μας πολλή μελαμίνη, δήλωσε ατάραχη.
Εν πάση περιπτώσει, για να μην μακρoλογούμε, αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε με κάποιους από τους φίλους μας. Η Ρούλα σηκώθηκε πρωί για να ετοιμάσει τα φαγητά κι εγώ αφού ήπια έναν καφέ, έκανα μια βόλτα μέχρι την κοντινή κάβα για τα ποτά.
Όταν όμως γύρισα, δεν μ’ άφησε σε ησυχία. Για διαφορές μικροελλείψεις, που μου τις έλεγε μια – μια, μ’ έστειλε ακόμα πέντε φόρες στο σουπερ μάρκετ.
Μέχρι τις 8μ.μ., το σπίτι ήταν καθαρό, τα φαγητά έτοιμα και οι καλεσμένοι είχαν καθίσει ήδη, στη στρωμένη τραπεζαρία.
Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Ισραέλ – παγοθραύστης – Άντελμαν, ο Βίνσεντ – τρελόσκυλο – Κολ, ο Τόμας – Βουτυροδάχτυλος – Μόραν και ο George – Πολυβόλο – Kelly.
Χαχα… Αστειάκι… Λοιπόν…
Από αριστερά προς τα δεξιά: οι Κατερίνα και Γιώργος, συνάδελφοι κι ανταγωνιστές γραφίστες, ο Κώστας, στέλεχος στη Φορθνετ και η εκθαμβωτική Λίτσα, δικηγόρος κοινών ποινικών υποθέσεων. Οι πρώτοι είναι ζευγάρι και θα παντρευτούν τον Νοέμβριο. Οι δεύτεροι δεν είναι ακριβώς ζευγάρι, με την έννοια ότι ο Κώστας είναι, αλλά η Λίτσα ακόμα το σκέφτεται.
Φάγαμε εξαιρετικά, σβήσαμε και τα κεράκια, 27 για τα γενέθλια κι ένα για την επέτειο. Χωρίς παρατράγουδα. Όταν περάσαμε στα σκληρά ποτά, η Λίτσα ζήτησε από τη Ρούλα να μας διηγηθεί τις ερωτικές περιπέτειές της στη Βιέννη. Η Ρούλα δεν έφερε αντίρρηση.
-Γνωριστήκαμε τον δεύτερο χρόνο σε μια καφετέρια όπου είμαστε για καφέ με μια φίλη μου από τη Νορβηγική Πρεσβεία. Τον έλεγαν Κλάους. Ήταν γύρω στα 45. Ωραίος, κομψός και εύπορος. Εγώ ήμουν σχεδόν 24. Βγαίναμε μια – δυο φόρες την εβδομάδα, για λίγους μήνες. Άλλοτε πηγαίναμε για καφέ, άλλοτε για ποτό ή για φαγητό. Μ’ αυτοκίνητο μ’ έπαιρνε από το σπίτι, μ’ αυτοκίνητο με γυρνούσε. Νοίκιαζα δωμάτιο σε μια πανσιόν όπου δεν επέτρεπαν επισκέψεις σε άνδρες. Περνούσαμε καλά μαζί. Ήταν πολύ ευγενικός. Κάναμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις και έδειχνε να γνωρίζει τους πάντες. Ήταν επίσης γενναιόδωρος. Όχι σαν κάποιους Νορβηγούς γκόμενους που έχουν παγούρια στην τσέπη.
Η ομήγυρη έσκασε στα γέλια.
-Καβούρια, διόρθωσα εγώ…
Η Ρούλα έκανε πως δεν άκουσε. Γέλασε μαζί με όλους και συνέχισε ακάθεκτη.
-Βέβαια, όλον αυτό τον καιρό δεν έκανε κάτι.. Πώς να το πω; Δεν μου έδειξε ότι με θέλει.. Άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι ομοφιλότιμος…
Πάλι γέλια. Δεν μπήκα στον κόπο να τη διορθώσω.
-Μετά χάθηκε για κάνα μηνά και όταν ξαναεμφανίστηκε, μου ζήτησε να πάμε στην Όπερα να δούμε το THE MAGIC FLUTE του Mozart. Του είπα ότι δεν έχω τι να φορέσω κι αυτός μου αγόρασε μια ακριβή τουαλέτα. Στο τέλος της παράστασης μου έδωσε ένα μονόπετρο και μου ζήτησε να τον παντρευτώ. Ήταν λίγο απότομο. ”Θέλω να το σκεφτώ,” του είπα. ”Δεν ξέρω ούτε τι δουλειά κάνεις.” ”Θα σου πω”, μου λέει. ”Αλλά δεν πρέπει να μαθευτεί. Είμαι νηστικός πράκτορας”.
-Αγγλικά; φώναξε γελώντας ο Κώστας.
-Secret agent… Μα αφού καταλαβαίνετε τι θέλω να πω… είπε ναζιάρικα η Ρούλα.
-Αλλά δεν τον παντρεύτηκες, την παροτρύνε να συνεχίσει η Λίτσα.
-Έγινε πολύ πιεστικός τις επόμενες μέρες, οπότε ετοίμασα τις βαλίτσες μου και ήρθα στην Αθήνα.
-Και τον Μίμη πώς τον γνώρισες;
-Ερχόταν στη μπουτίκ κι αγόραζε γραβάτες… χαχα… Μια – δυο φόρες τη εβδομάδα για κάνα δυο μήνες. Όταν μου πρότεινε να βγούμε για φαγητό, ήταν η μέρα των γενεθλίων μου. Με πήγε σε ένα πολύ καλό αστειατόρειο, στην Κηφισιά.
Πάλι γέλια. Η Ρουλά όμως δεν σταμάτησε την αφήγηση.
-Όταν φάγαμε, του λέω ”Μίμης, δεν ήταν ανάγκη ν’ αγοράσεις τόσες γραβάτες για να μου ζητήσεις να βγούμε”. Αλλά το πιο αστείο ήταν ότι μας πείραξε το φαγητό κι όλο το βράδυ το περάσαμε στην τουαλέτα με διάνυα…
Εδώ κι αν έγινε ο χαμός…
-Μα τι λες τώρα, ρε Ρούλα; διαμαρτυρήθηκα εγώ. Αλλά όλοι με αγνόησαν κανονικά.
-Και τι απέγιναν οι γραβάτες; ρώτησε η Κατερίνα.
-Μα δεν φοράει γραβάτες. Δεν άνοιξε ούτε τις συσκευασίες. Μου τις έδωσε και τις πούλησα…
-Και τα λεφτά; Του τα επέστρεψες; ξαναρώτησε η Κατερίνα.
-Γιατί; Δεν υπήρχε λόγος. Αφού τώρα έχουμε κενό ταμείο.
Το γέλιο κτύπησε κόκκινο. Γελούσαμε όλοι για ώρα, μέχρι δακρύων. Μαζί μας και η Ρούλα.
-Να τι μ’ αρέσει στην Ελλάδα, κατέληξε η Ρούλα. Οι Έλληνες έχουν χιούμορ, ενώ οι Νορβηγοί δεν έχουν…
-Ούτε μελαμίνη έχουν, πρόσθεσε ο Γιώργος.
-Έχουν όμως παγούρια στην τσέπη, συμπλήρωσε η Λίτσα που παραλίγο να πέσει ξερή από νευρικό γέλιο. Αλλά δεν έπεσε κι εγώ έχασα την ευκαιρία να της δώσω το φιλί της ζωής.
Η βραδιά έληξε με επιτυχία. Όλοι έφυγαν ευχαριστημένοι. Ήταν περασμένες τρεις το πρωί. Η Ρούλα άρχισε να συμμαζεύει κι εγώ βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι. Έκανε ζεστή. Είδα τους φίλους μας να μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους γελώντας και τότε μου πέρασε για πρώτη φορά από το μυαλό μια ύπουλη σκέψη. Πώς είναι δυνατόν μια κοπέλα που μιλεί με ευχέρεια τόσες γλώσσες να έχει ένα τέτοιο ελάττωμα; Και πώς είναι δυνατόν να της συμβαίνει μόνο στα ελληνικά κι όχι στις άλλες γλώσσες; Μήπως το κάνει επίτηδες; Μήπως είναι ο δικός της τρόπος να γίνεται αρεστή στο περιβάλλον της, να κερδίζει δημοφιλία. Τέλειωσα το κρασί μου και πήγα για ύπνο. Όχι ότι κοιμήθηκα κι αμέσως. Είχαμε κι οι δυο πολλά κέφια κι η νύχτα μας βυθίστηκε σ’ έναν ωκεανό ” μορφασμών ”.
Σηκωθήκαμε γύρω στις 12. Άνοιξα την τηλεόραση. Η Ρούλα έστυψε φρέσκο χυμό πορτοκάλι και μου έφτιαξε μια μεγάλη ομελέτα με μπέικον. Αυτή αρκέστηκε σ’ έναν καφέ.
-Τι συμβαίνει, Ρούλα; Γιατί δεν τρως κάτι;
-Βάρυνα λίγο από χτες. Σαν να έχω μια ελαφριά δυσλεξία…
-Δυσπεψία…
-Γιατί, εγώ τι είπα; απάντησε η Ρούλα κι έκλεισε την τηλεόραση.
-Έχεις και πονοκέφαλο;
-Μα δεν λένε τίποτα, ρε Μίμη… Όλο για το Μνημόσυνο μιλάνε…
Δεν τη διόρθωσα. Πρώτη φορά κάποιος πρόφερε σωστά το Μνημόνιο.
Νίκος Γιαννόπουλος
Το τέλος όλα τα λεφτά!
Έξυπνο κείμενο. Μπράβο στον συγγραφέα.