Ήταν ψηλός, ξερακιανός με μαύρο μαλλί. Αν κι είχε περάσει τα πενήντα, δεν είχε ούτε μία άσπρη τρίχα. Και το πρόσωπό του με γωνίες, σ’ έκανε να προσέχεις να μη βρεις πάνω του. Ατσαλάκωτος όμως. Η χωρίστρα αριστερά, ευδιάκριτη ευθεία και το μαλλί πάνω και δεξιά, στητό, βουτηγμένο στην μπριγιαντίνη. Μάτια απλανή, σχεδόν κενά βλέμματος, κοιτούσε δε κοιτούσε τους ανθρώπους! Μάλλον αιωρείτο στο άπειρο… Μύτη σε κανονικό μέγεθος αλλά γαμψή και τα χείλη του, μια παχιά γραμμή. Το χαμόγελό του ήταν παράξενο, πλατύ σαν να είχε ψυχή από μόνο του. Φάνταζε ανεξάρτητο, δεν έδενε με τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου. Λες και το είχε αρπάξει από κάποιον άλλον κι ήταν παράταιρο στην όλη εικόνα. Άνοιγε καταβόθρα εκεί, με μια σειρά κίτρινα δόντια σαν κάγκελα σε κελί, που δεξιά και αριστερά στις άκρες του φαινόμενου σχήματος έλειπαν δυο δόντια, σαν κάποιος να τα είχε βγάλει για να αποδράσουν οι κατάδικοι από το χάος της ρωγμής. Φορούσε πάντα μαύρα, χειμώνα καλοκαίρι, με ήλιο και βροχή, με κρύο και ζέστη. Μόνο που το καλοκαίρι το πουκάμισο ήταν κοντομάνικο, ενώ το χειμώνα φόραγε κι ένα μαύρο δερμάτινο σακάκι.
Φήμες πολλές κυκλοφορούσαν στη μικρή μας πόλη για τον Λάκη Κοράκι. Δηλαδή δεν ήταν αυτό το όνομά του, αλλά το πραγματικό το ήξερε η ταυτότητά του και οι τράπεζες στις οποίες χρωστούσε τα κατάμαυρα μαλλιά της κεφαλής του. Αθηνογένης Πιτσικολάκης λεγόταν. Όλος ο κόσμος τον φώναζε Λάκη, όχι βέβαια απ’ το Αθηνογένης αλλά απ’ το Πιτσικολάκης. Και κόλλαγαν το κοράκι πίσω από το Λάκης, λόγω επαγγέλματος. Γιατί ο φίλος μας ήταν νεκροθάφτης. Ο μοναδικός της πόλης και των περιχώρων. Η εμφάνισή του έδενε πλήρως με τη δουλειά του. Δηλαδή ούτε παραγγελία αδελφέ μου. Μαύρος κατάμαυρος με γαμψή μύτη. Ο τέλειος κόρακας. Βέβαια να μη χαμογελούσε, χαλούσε όλη την εικόνα του κορακιού. Οι φήμες λοιπόν έλεγαν ότι ο Λάκης λόγω της δουλειάς του, τα είχε βρει με τον χάρο, δηλαδή είχαν αναπτύξει κάτι πάρε δώσε, ακριβώς σε τι συνίσταντο οι δοσοληψίες δεν έλεγαν, αλλά ότι ο χάρος είχε μεσολαβήσει στον γέρο διάολο προκειμένου να του εξασφαλίσει το άφθαρτο. Γι’ αυτό, είχε κορμί λαμπάδα, βελούδο πρόσωπο και μαλλί Κλαρκ Γκέιμπλ. Τώρα τι ανταλλάγματα έπαιρνε ο χάροντας ποιος να ξέρει;
Ο Λάκης ήταν άριστος επαγγελματίας, πλην κάποιων εξαιρέσεων που είχαν σχέση με το αλκοόλ. Κατ’ αρχήν τα φέρετρα τα έφτιαχνε μόνος του. Είχε μια τεράστια αποθήκη γεμάτη νεκροκρέβατα. Στην οποία δούλευε συνεχώς από τις έξι το πρωί, χωρίς σταματημό, μέχρι τις έξι το απόγευμα, τρώγοντας το μεσημέρι εν κινήσει, ψωμί με τυρί ή ελιές. Τα φέρετρά του, κοσμήματα για την τελευταία κατοικία. Με ποικιλία ακόμα και σε χρώματα, μπεζ, καφέ, μαύρα, κάποιος έλεγε ότι είχε δει και άσπρα. Αλήθεια υπάρχουν λευκά φέρετρα; Ο ίδιος είπε ότι ήταν ειδική παραγγελία από την Αθήνα κι ότι προορίζονταν για κάποιους πλούσιους, που ήθελαν να τα βάλουν όχι σε τάφους, αλλά να τα χρησιμοποιήσουν για κάτι άλλο, νεκροφυτεία, νεκροφιλία, δεν κατάλαβε και καλά.
Ύστερα στη προετοιμασία της κηδείας, η ταχύτητα ήταν το μεγάλο του προσόν. Βέβαια υπήρξαν περιπτώσεις που πήγαινε στο δήμο να πάρει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, χωρίς την ιατρική γνωμάτευση με αποτέλεσμα να συναντά την άρνηση του δήμου και να εξαναγκάζεται σε πρόσθετα δρομολόγια. Κάποια φορά, θυμάμαι, καθυστέρησε η κηδεία ενός παππού δύο ολόκληρες ώρες κι όπως έκανε κρύο, ο κόσμος που περίμενε έξω από την εκκλησία να έλθει ο πεθαμένος για το τελετουργικό, χώθηκε στα καφενεία και τό ‘ριξε στα τσίπουρα για να ζεσταθεί. Το αποτέλεσμα ήταν, οι μισοί να μεθύσουν και να ακούνε κλαρίνα κι οι άλλοι της σειράς του τεθνεώτος, να την κοπανήσουν για το σπίτι, γιατί δεν άντεχαν άλλο την αναμονή.
Σε μια άλλη περίπτωση βιασύνης ήμουν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας:
-Κυρά Λένη, ρώτησε ο Λάκης τη μάνα μου, πότε έρχεται η σορός του παππού Γιώργη για να κανονίσω την ώρα της κηδείας;
-Τι λες, συφοριασμένε, ο πατέρας μου είναι καλά και το βράδυ θα τον φέρουν σπίτι.
-Μα δεν είναι δυνατόν, εγώ μίλησα με τους γιατρούς στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι από ώρα σε ώρα πεθαίνει, στα τελευταία του ήταν.
-Να που δεν πέθανε. Να τον σκοτώσουμε;
-Αυτό είναι ανήκουστο. Εγώ τι να κάνω τώρα, που αγόρασα και έφερα όλα τα απαραίτητα για την κηδεία;
-Τι να σου πω, Λάκη; Ή μάλλον έχω μια ιδέα, του είπε η μάνα μου.
-Τι, κυρά Λένη, πες μου, ρώτησε με ελπίδα και αγωνία συνάμα ο Λάκης.
-Γιατί δεν πεθαίνεις εσύ να μη χάσεις τα έξοδα που έκανες;
Με άρπαξε από το χέρι απότομα και φύγαμε, αφήνοντάς τον με τη καταβόθρα ανοιχτή.
Μια άλλη φορά πάλι, είδα την εξής εκπληκτική σκηνή: Είχε πεθάνει ένας παππούς, δεν είχε συγγενείς και φίλους. Πρέπει να πω ότι ο Λάκης σε τέτοιες περιπτώσεις αναλάμβανε χορηγός κι έκανε την κηδεία μόνος του. Δηλαδή είχε τους λόγους του. Χρησιμοποιούσε τις περιπτώσεις αυτές για προπόνηση, κάτι σαν φιλικό αγώνα για να δοκιμάζει το σχήμα της ομάδας του. Γιατί είχε ομάδα ο Κοράκις. Δηλαδή τέσσερα μαύρα ομοιόμορφα και λυπητερά κοστούμια, για τη μεταφορά του πεθαμένου, δύο σκαφτιάδες συνήθως αλβανικής καταγωγής και την κυρά Φρόσω για τη περιποίηση του πεθαμένου και το στολισμό του νεκροκρέβατου. Έπρεπε λοιπόν να δοκιμάζει το σχήμα γιατί κάποιες φορές αναλόγως συνθηκών άλλαζε. Έτσι και με τον παππού δοκίμαζε κάτι αναπληρωματικούς βαστάζους. Κόσμος δεν υπήρχε, μόνο η Λάκης Κοράκις τιμ, ο παπά Λάμπρος, ένας ψάλτης και εμείς κάτι πιτσιρίκια, συνοδεύαμε από περιέργεια και χαβαλέ. Όλα καλά μέχρι τη στιγμή που κατέβασαν το φέρετρο. Εκεί κάτω από τις οδηγίες του μαέστρου Λάκη άρχισε να κατεβαίνει, αμόλα σχοινί ο δεξιά, κράτα ο αριστερά, πρόσεξε, όχι, μη γαμώ το φελέκι σου, πέφτει το καπάκι και τους φεύγει το φέρετρο, παρασέρνοντας τον Λάκη στον λάκκο του πεθαμένου. Βρέθηκε με τον παππού αγκαλιά σε ερωτική στάση, ενώ τόσο ο παπά Λάμπρος, όσο κι όλοι οι άλλοι, είχαν ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια, ενώ ο Λάκης έβριζε και απειλούσε Θεούς και δαίμονες. Πάντως ο συγχωρεμένος δεν έδειξε να ενοχλήθηκε. Μάλλον χαμογελούσε κι αυτός…
Θα έπρεπε να δείτε το ύφος του την ώρα της κηδείας: Ήταν για αργό πλάνο ταινίας του Αγγελόπουλου. Η θλίψη του τεράστια, όταν τον έβλεπες έλεγες σίγουρα κηδεύει τον αδελφό του. Και δεν προσποιούνταν, το ζούσε, έμπαινε στο πετσί του ρόλου του ο άνθρωπος. Όμως για όσο κρατούσε η κηδεία. Πέντε λεπτά μετά, το είχε ξεχάσει κι έπινε ούζα, “τη συνοδεία” κλαρίνου. Πριν πούμε για την αδυναμία του αυτή στα κλαρίνα, να σημειώσουμε ότι διέθετε και στολή κηδείας. Δηλαδή φορούσε μόνο για την ώρα της τελετής, συγκεκριμένη στολή: δερμάτινο παντελόνι μαύρο φυσικά, άσπρο πουκάμισο –άγνωστο γιατί, δερμάτινη λεπτή μαύρη γραβάτα και ομοίως δερμάτινο γιλέκο μαύρο κι αυτό. Αψεγάδιαστος, δέσποζε στην κορυφή της πομπής.
Ο Λάκης Κοράκις δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων. Κι όπου έπαιζε κλαρίνο ο απίθανος βιρτουόζος ο Κώστας Αριστόπουλος, ήταν πρώτο τραπέζι πίστα. Ο νούμερο ένα κλαρινογαμπρός, αφού εκτός των άλλων ο Λάκης ήταν εργένης! Όλα του τα λεφτά τα χάλαγε πίνοντας και χορεύοντας. Αγαπημένο του τραγούδι το “Μαραίνομαι ο καημένος”, που το απογείωνε ο Γιαννάκης Κωνσταντίνου. Δηλαδή δεν ήταν πάντα εργένης. Αγάπησε μια πανέμορφη λένε τσιγγάνα, από τη κάτω Αχαγιά, την οποία έκλεψε γιατί δεν του την έδιναν οι δικοί της. Αν και τον κυνηγούσαν δύο τάγματα ομοφύλων της, κατάφερε να ξεφύγει και να την παντρευτεί σ’ ένα ξωκλήσι, βυθίζοντας στη θλίψη την πάνω και την κάτω Αχαγιά. Κι όπως κρύβονταν στο βελανιδόδασος της Παλαιομάνινας Ξηρομέρου για μήνες, σε μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα, ένας κεραυνός έπεσε και πυρπόλησε την ατυχή Ζεριντέ. Όλοι είπαν ότι γι’ αυτόν πήγαινε ο Θεός αλλά κατά λάθος έπεσε στη κοπέλα. Τρανό παράδειγμα ότι η φράση “Ξέρει ο Θεός γιατί τον πήρε” είναι ευφημισμός και ότι τις περισσότερες φορές έχει βαθιά μεσάνυχτα! Κι έτσι παρέμεινε μόνος και κλαρινογαμπρός!
Κάποια φορά πήγε και πήρε τον πεθαμένο απ’ την Αθήνα, τον έφερε πρωί στις πέντε η ώρα και σταμάτησε στο σπίτι του να βάλει κάτι στο στόμα του. Στις δέκα έπρεπε να τον πάει στο διπλανό χωριό, κατευθείαν στην εκκλησία, μιας και ο εκλιπών, είχε πουλήσει το πατρικό του, αλλά ήθελε να θαφτεί κοντά στους δικούς του, στο νεκροταφείο του χωριού του. Έτσι, έβαλε λίγο τσίπουρο να πιει, να συνοδέψει την ελιά δηλαδή, όχι τίποτε άλλο και να περάσει η ώρα μέχρι τις εννιά που θα ξεκινούσε. Στο χωριό όμως είχε πάει έντεκα η ώρα, ο κόσμος περίμενε κι ο Λάκης με τον πεθαμένο δεν έλεγαν να εμφανιστούν. Οι γιοι του νεκρού τον έψαξαν και τον βρήκαν στουπί στο μεθύσι ν’ ακούει κλαρίνα και να φωνάζει όπα μαζί με το πεθαμένο. Βέβαια δεν έδειξαν καμία αίσθηση χιούμορ και του κάνανε τα μάτια ομοιόχρωμα με το μαύρο πουκάμισό του.
Θα ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, που έλειπα απ’ τα μέρη μου, μετανάστης στην αγκάλη της Ελλάδας και όχι μόνον. Είχα επισκεφτεί τη μικρή μας πόλη, να κάνω δεκαπενταύγουστο με τη μάνα μου. Μόλις κατέβηκα από το αυτοκίνητό μου και παρατήρησα μια περίεργη πομπή να περνά. Επικεφαλής, σαν κορυφαίος χορού αισχυλικής τραγωδίας, ο κλαρινίστας Κώστας Αριστόπουλος να παίζει μαγευτικά και πίσω του ακριβώς, τέσσερα μαύρα κοστούμια, να κουβαλάν ένα σκαλιστό μαύρο φέρετρο. Έψαξα να βρω, στην κεφαλή του πλήθους, τον γνωστό Φον Κάραγιαν, δεν τον εντόπισα όμως.
Γύρισα σ’ ένα θεατή παραδίπλα και ρώτησα :
-Συγγνώμη κύριε, ποιος συγχωρέθηκε;
-Ο Λάκης Κοράκις, απάντησε αυτός.
-Από τι πέθανε; Εγκεφαλικό, ανακοπή;
-Όχι, ούζο 12! Χτες βράδυ, στη μεγάλη πανσέληνο, ήπιε τρία μπουκάλια. Λένε, ότι όπως κυνηγούσε να πιάσει το φεγγάρι, στα νερά του Ασπροπόταμου, πνίγηκε. Τον βρήκαν το πρωί σε τριάντα πόντους νερό.
Η πομπή με προσπέρασε και χάθηκε στη στροφή προς το νεκροταφείο, ενώ το κλαρίνο έκλαιγε στον ρυθμό του “Μαραίνομαι ο καημένος”. Είναι σίγουρο ότι κάποτε, κάποια μέρα, στο μακρινό ελπίζω μέλλον, ένας Λάκης Κοράκις θα μας θάψει… Αν έχει και το κλαρίνο του Αριστόπουλου παρέα, ακόμα καλύτερα!
Δημήτρης Αρβανίτης
Ένα δύσκολο κι ασυνήθιστο θέμα, δοσμένο με χιούμορ κι ανθρωπιά!Μου άρεσε και με συγκίνησε!
Πόσο όμορφο και καλογραμμένο διήγημα, γεμάτο χιούμορ και ανθρωπιά! Τον έβλεπα μπροστά μου ολοζώντανο το Λάκη σου και την κουστωδία του και στα αυτιά μου είχα κλαρίνα! Συγχαρητήρια!