Είναι ένα πρωινό του Δεκέμβρη. Μανιασμένος άνεμος δέρνει ανελέητα το χωριό του κυρ-Μαθιού, που ριζωμένο εκεί, αιώνες γλείφει τα ριζιμιά ποδάρια του βουνού. Της φύσης ο θυμός ανταμώνει το λυγμικό παράπονο τεραγνισμένων απομειναριών ζωής. Της γης ο αέρας λυσσομανά, σαν κολασμένος, σα να θέλει να σπάσει το πουρί από κρύες καρδιές, να μαλάξει της απονιάς τ’ ατέρμονα χωνευτήρια, να εκπληρώσει ακοίμητους πόθους βουβούς.
Ο κυρ-Μαθιός ο Πουρνάρης – έτσι τον παρατσούκλιαζαν στο χωριό – έμενε με την κυρά του, τη Βγενιώ, σ’ ένα καλυβόσπιτο, ρημάδι παγερό, απόμακρο. Απόμαχοι, όχι λιποτάχτες της ζωής, κατάφερναν να ψωμοζούν παιδέματα σκληρά να ‘ξασφαλίζουν, ιδρώτες, αγκομαχητά βουβού πόνου να στοιβάζουν.
Νιές ζωές υπήρξαν κάποτε, μυροβόλες πνοές, που σβήσαν αλλόκοτοι άνεμοι αδίστακτοι.
Πάλεψαν ν’ αντρώσουν τα βλαστάρια τους. Τα ‘δαν μικρά ν’ ανθούν, το σπίτι να στολίζουν με τα γέλια τους, την καρδιά των γονιών τους με ελπίδες, περηφάνια κι όνειρα. Τα μόρφωσαν, τα ‘καναν παλικάρια, ανθρώπους σωστούς, με τον ιδρώτα που ‘σταζε στο χώμα, με τα ροζιασμένα χέρια που ‘πιαναν δυνατά τ’ αλέτρι για όργωμα, με τα λόγια, που ‘διναν κουράγιο κι αγάπη. Και πρόκοψαν, ο Γιώργος άξιος δικηγόρος, ξετοπίστηκε στην Αμερική να κυνηγήσει την επιτυχία, ο Γιάννης δάσκαλος, έφυγε στην Γερμανία και ο Δημητρός γιατρός, παντρεύτηκε στην πρωτεύουσα.
Και οι γονιοί πάλι μόνοι, τους έμειναν τα βάσανα, οι στερήσεις και οι πόνοι, λάφυρα ζωής.
Οι μέρες γίνονταν χρόνια κατοχικά, δεν τολμούσαν να ονειρευτούν ροδόφεγγη αυγή…
Μέσ’ τ’ ανεμοδαρμένο καλυβόσπιτο η φωτιά ήταν σβηστή. Γονατισμένη η κυρά-Βγενιώ στο παγερό τσιμέντο μουρμούριζε ευλαβικά λόγια προσευχής και σταυροκοπιόταν κάπου – κάπου. Πονεμένη μάνα! Δεν άντεξε η ασθενική καρδιά της το φευγιό των παιδιών της, κι όμως, η αβυσσαλέα φωτιά του πόνου δεν γένναγε λάβα κι ας έσταζε η πίκρα, φαρμάκι δυνατό, απ’ τα ξέθωρα χείλια.
-Σήκω Μαθιέ! Φώναξε τελειώνοντας.
Σύρε να μαζέψεις κανά ξύλο. Ξυλιάσαμε καημένε μου. Κάνει τόσο κρύο ‘δω μέσα.
-Ε…! μη φωνάζεις κυρά και θα πάω.
Χριστούγεννα μεθαύριο Βγενιώ! Αχ…! Βαριαστέναξε η πατρική καρδιά. Και μείς μονάχοι μας! Που ‘ν τα παιδιά μας κυρά-Βγενιώ; Ανάθεμά σε ξενιτιά!…
-Σώπασε, Μαθιέ! Και μην καταριέσαι, μέρες που ‘ναι. Να δεις, σου λέω! Δεν μπορεί να μας ξέχασαν τα παιδιά μας! Κάτι μου λέει πως φέτος θα ‘ρθει ο Δημητρός ο γιόκας μας, με τη γυναίκα του και τ’ αγγόνια μας! Θα ‘ρθουν σου λέω! Άντε συρε τώρα!…
Έλαμψαν απ’ την ελπίδα τα γέρικα, βουλιαγμένα στις κόγχες, μάτια του μπάρμπα-Μαθιού και σκίρτησε η ψυχή του. Πήρε το σακούλι που κρεμόταν στον τοίχο, έγειρε πίσω του την πόρτα και βγήκε.
Άφησε πίσω του συγχωριανούς που τον καλημέριζαν στο διάβα του. Μαζί τους είχε παλέψει τη γη, μαζί τους ξαπόσταινε στον καφενέ πίνοντας κανά ποτηράκι κρασί, κοινές οι ελπίδες για καλή σοδειά, κοινές οι πίκρες στην αποτυχία. Κανένας τους τόσο δικός…
Βάδιζε με το σακούλι ριγμένο στους σκεβρωμένους απ’ τη δυναστεία του χρόνου ώμους ο λιπόσαρκος γέροντας και μονολογούσε.
-Δημητρό μου, παλικάρι μου, θα ‘ρθεις, το ξέρω πως θα ‘ρθεις. Μικρό σ’ έπαιζα στα γόνατά μου. Θυμάσαι; Πώς άντρεψες με τόσα βάσανα… κι έμαθες γράμματα, πολλά γράμματα κι έγινες γιατρός. Θυμάσαι, τότε!…, τότε που μου ‘γραψες πως πήρες το πτυχίο σου; Ήμουνα τόσο περήφανος για σένα. Τι χαρές έκανα, κέρασα όλο το χωριό για τις χαρές σου… Πόσο θα ‘θελα να ‘παιζα με τ’ αγγόνια μου, τα παιδιά σου, γιόκα μου, μας άφησες όμως ολομόναχους… και καλά μένα, κείνη τη δόλια γριά μάνα σου δεν την σκέφτηκες; Κανένας σας δεν τη σκέφτηκε.
Σα να ‘βγαινε από μέσα του μια κάποια φωνή… φωνή καταγγελίας. Αλλά, προς ποιον, για ποιον για πού; Και συνεχίζει το μονόλογό του ο Μαθιός.
-Δεν πειράζει, όμως, ας σας έχει καλά ο θεός!…
Μάζεψε τα ξύλα, γέμισε το σακούλι, το φορτώθηκε και πήρε το μονοπάτι του γυρισμού. Γαλήνευε την πονεμένη ψυχή και γλύκαινε το πικρό στόμα η ελπίδα του ερχομού… Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
-Κυρά! Φώναξε, βλέποντας τη κυρά-Βγενιώ πεσμένη στο στρώμα.
Τίποτα! Νεκρική σιγαλιά απλωνόταν στο δωμάτιο. Θεέ μου! Ψέλλισε και βημάτισε κοντά της. Άρχισε, γεμάτος από αγωνία, να την κτυπά στο πρόσωπο και να της κουνά τα χέρια.
-Βγενιώ, κυρά μου, ψέλλισε, κοβόταν η φωνή, παρέλυαν τα γόνατα, σφίγγοταν η καρδιά, λύγιζε… Πάγωσε το στόμα του μπάρμπα-Μαθιού. Όχι! Δεν μπορεί! Γερμένος πάνω στο νεκρό, κοκαλιασμένο σώμα δάγκωνε τα χείλια, το πρόσωπο… Ναι, ένιωθε το χαμό της κυράς του, μα δεν μπορούσε να χύσει δάκρυα, μόνο μονολογούσε, πονεμένο μοιρολόι βουβό…
«Καλήν ημέραν άρχοντες…» Το χαρμόσυνο άγγελμα των Χριστουγέννων έφτασε και σε τούτη την απόμερη γωνιά. Η αγάπη ήρθε και ‘δω να ανοίξει το φεγγοβόλο ναό της, να στήσει το λημέρι της και σε τούτες τις αγνές ψυχές τις παιδευμένες…
Κορναρίσματα ακούστηκαν ξέφρενα έξω απ’ το σπίτι του Μπάρμπα-Μαθιού.
Ένας άντρας, γύρω στα σαράντα, ψηλός καλοφτιαγμένος και μια γυναίκα, φαινόταν νεότερη του, πετάχτηκαν έξω απ’ τ’ αμάξι.
-Εδώ είμαστε, είπε ο άντρας, να δείτε τι χαρές θα κάνουν.
-Μπαμπάα… ακούστηκε μια παιδική φωνή. Μπαμπά, εδώ μένουν ο παππούς και η γιαγιά;
-Ναι παιδί μου εδώ. Κι από δω και μπρος θα τους έχουμε μαζί μας. Θα δείτε τι όμορφα που θα ‘ναι. Άντε τρέξτε τώρα μέσα!…
Δυο ζευγάρια αγγελικά ματάκια γλείφοντας με το βλέμμα τους τα κοτόπουλα που περιφέρονταν τεμπέλικα έξω απ’ το καλυβόσπιτο, σταμάτησαν στη θέα του πατέρα τους που άνοιγε την ξύλινη πόρτα.
Μπήκε μέσα με γρήγορα βήματα, μια γριά νεκρή πάνω στο στρώμα κι ένας γέρος γερμένος πάνω της ξερός, κοκαλιασμένος.
-Μάνα μου, πατέρα μου, μουρμούρισε μεσ’ τ’ αναφιλητά του ο γιος. Γιατί;…
Το απόγευμα ο Δημητρός, η γυναίκα του και τ’ αγγόνια, που πρόωρα γνώρισαν την απύθμενη χοάνη του θανάτου, συνόδεψαν μαζί με λιγοστούς χωριάτες τα νεκρά κορμιά, που του χάρου το πελέκι τα ‘χε αγγίξει, στο απόμερο κοιμητήρι.
Τ’ ανελέητο τ’ ανέμου λυσομάνημα, δεν άφησε ν’ ακουστούν τα λόγια του γιου μπροστά στο μνήμα.
«Αναπαυτήκατε με το θεό! Μα εμείς αντί του μάννα σάς ποτίσαμε χολή…»
Κατερίνα Γιαννακοπούλου
Λυρικό λεξιλόγιο, γλαφυρές εικόνες!
Υπέροχη γρφαφή , προάγει τον προβληματισμό.Να τιμούμε τους γονείς όσο ζουνε…..πριν να θρηνήσουμε για χαμένες στιγμές.