Παλιά η μαμά μού ’φτιαχνε με τα ρόλεϊ μπούκλες. Τώρα η μαμά αδιαφορεί για τα μαλλιά μου. Τώρα η μαμά αδιαφορεί για όλα. Η μόνη της έξοδος είναι μέχρι το σούπερ μάρκετ. Όταν γυρίζει, βουτάει όλα τα προϊόντα σε αντισηπτικό. Η μυρωδιά του είναι βαριά, μου φέρνει ναυτία. Η τηλεόραση παίζει όλη μέρα στη διαπασών, μιλάει για θάνατο. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν την κλείνει. Περνάει όλη τη μέρα σιωπηλά στο παράθυρο κοιτώντας το μπαλκόνι. Τι ακριβώς δεν ξέρω. Μπορεί τα τριαντάφυλλα που ’χουνε μαραθεί, αφού κανείς μας πια δεν τα ποτίζει. Η ζωή μας πλέον φαίνεται να κυλά νωχελικά, σαν υπνωτισμένη.
Η αδελφή μου κλειδαμπαρώνεται στο δωμάτιό της, βγαίνει μόνο για τις χημειοθεραπείες. Φοράει μάσκα και στο κεφάλι μια μαντίλα με εμπριμέ σχέδια, όμοια μ’ αυτή που φορούσε η γιαγιά πριν πεθάνει. Ένα βράδυ κρυφοκοίταξα απ’ την κλειδαρότρυπα. Είχε βγάλει τη μαντίλα και ήταν καραφλή. Μου ξέφυγε μια κραυγή κι έτρεξα να χωθώ στο δωμάτιό μου.
Την επομένη το αποφάσισα. Στάθηκα για λίγο στον καθρέφτη, χάιδεψα τα μαλλιά μου, πήρα το ψαλίδι και τα ’κοψα λίγο πάνω απ’ τους ώμους. Δεν έβγαλαν αίμα, αλλά πόνεσαν. Στο σαλόνι η μαμά καθισμένη συνέχεια στο παράθυρο, οι δημοσιογράφοι ν’ ανακοινώνουν τα νέα μέτρα της καραντίνας -«Μένουμε σπίτι»- να το λένε και να το ξαναλένε σαν να θέλουν να μας το φυτέψουν στο κεφάλι, η αδελφή μου σωριασμένη στον καναπέ με τη μαντίλα και τα μάτια κόκκινα. Με είδε έκπληκτη να της προσφέρω τα μαλλιά μου. Έφυγε κλαίγοντας. Η μαμά μίλησε -πρώτη φορά μετά από πόσο καιρό;- παίζεις με τον πόνο μας, παλιοκόριτσο; Τσακίσου από δω!
Κείνη τη μέρα έκλαψα κι εγώ.
ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ