Η ώρα είχε πάει δύο.
Κανένας από τη συντροφιά δεν έλεγε να φύγει κάνοντας την αρχή της διάλυσης του πάρτι.
Μια φίλη της παρέας έπρεπε να είναι στο αεροδρόμιο το αργότερο στις 5 π.μ. Που σημαίνει ότι εκεί γύρω στις 03 θα έπρεπε να φύγει.
Κάποιος έριξε την ιδέα να την συνοδεύσει όλη η παρέα. Δηλαδή, άλλη μια δικαιολογία παράτασης χρονικής του πάρτι αυτού, τ’ ονείρου.
Ο Αιμιλιανός με την Κλαίρη μετά από τον συνεχή χορό ένιωθαν εξουθενωμένοι, μα πανευτυχείς. Και όταν η ώρα έγινε 03π.μ. ζήτησαν ευγενικά συγγνώμη και την κατανόησή τους να μην πάνε μαζί τους γιατί αν το έκαναν θα κοιμόντουσαν μέσα στο μετρό ή το αυτοκίνητο, διαλέξτε και πάρτε. Και έμειναν μόνοι οι δυο τους σε ένα σπίτι άδειο, να περάσουν μια βραδιά αξέχαστη, κάνοντας έρωτα ξανά και ξανά υπό το σεληνόφως και μουσική όχι Μπετοβενική αλλά της φύσης, με το θρόισμα των δέντρων και το μονότονο τραγούδι του γκιόνη, που ποιος ξέρει αν τραγουδούσε κι αυτός για να γιορτάσει κάτι δικό του αυτό το μαγεμένο βράδυ, γι’ αυτό και δεν έλεγε να σταματήσει το τραγούδι του το μονότονο.
Αγαπήθηκαν λοιπόν ξανά και ξανά, θαρρείς και έπρεπε να κορεστεί η επιθυμία του ενός για τον άλλο, σαν να επρόκειτο να μην είναι ποτέ ξανά μαζί.
Τόσο ο ένας όσο και η άλλη, ήξεραν καλά ότι στη μελλούμενη ζωή τους τέτοιας παρόμοιας ομορφιάς και μαγείας νυχτιές δύσκολο να ζήσουν. Ήταν κάτι θείο και πέραν του κόσμου τούτου. Ο Έρωτας αυτοπροσώπως και όχι διά αντιπροσώπου, είχε μπει στα κορμιά δύο πανέμορφων ανθρώπων και τα πυρπολούσε με μια φωτιά εξαγνισμού που τη σωματική επαφή τη μετουσίωνε σε ποίημα και μουσική. Να γιατί ο άνθρωπος βρίσκει τον μικρό αυτό θεό τον ωραιότερο όλων των συναδέλφων του.
Όταν τα παιδιά επέστρεψαν από το αεροδρόμιο, τους βρήκαν εκεί στην ταράτσα να κοιμάται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου…Η Αριάδνη δεν τους ξύπνησε. Άπλωσε ένα σεντονάκι πάνω τους, γιατί είχε πιάσει και ένα πρωινό αγιάζι. Οι υπόλοιποι έφυγαν για τα σπίτια τους και η οικοδέσποινα κατέβηκε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί 2-3 ωρίτσες, γιατί αισθανόταν λιώμα.
Ο δεσμός του ζευγαριού κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να έχουν στην ουσία χωρίσει ούτε μια ημέρα.
Κάποια στιγμή όμως συνέβησαν απρόβλεπτα γεγονότα. Η αίτηση του Αιμιλιανού για Πανεπιστήμιο της Γαλλίας εγκρίθηκε για μεταπτυχιακά και έπρεπε να στείλει την απάντησή του εντός 15 ημερών, αν δέχεται ή όχι. Εκείνος το απέρριψε αμέσως, μα η Κλαίρη τον έπεισε ότι θα ήταν κρίμα να διώξει μια τέτοια ευκαιρία που άλλωστε εκείνος την ονειρευόταν, όπως της είχε εξομολογηθεί.
Έτσι, εκεί που δεν χώριζαν λεπτό ήρθε όχι μόνον ο χρόνος μα και η απόσταση να τους χωρίσει.
Τα γράμματα, τα mails, τo skype, πυκνά. Και τελείως ξαφνικά σταμάτησαν τα πάντα από πλευράς Αιμιλιανού. Μαράζωσε η Κλαίρη, δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν παραπονέθηκε, τόσο από υπερηφάνεια όσο και από μοιρολατρία. Δεν ήταν άλλωστε από τους τύπους των γυναικών που εκβιάζουν καταστάσεις.
Τι σήμαινε που ο Αιμιλιανός δεν επικοινωνούσε; Μα τι άλλο; Ότι δεν τον ενδιέφερε η Κλαίρη πια. Η πλήρης εφαρμογή της ρήσης: «Μάτια που δεν βλέπονται» κ.τ.λ.
Κατάπιε λοιπόν την απογοήτευση και την πίκρα της και συνέχισε τη ζωή της, όπως και συνέχισε να τον αγαπάει το ίδιο πολύ, το ίδιο ιδανικά, το ίδιο δοτικά όπως στην αρχή, δεν ξέχασε τίποτα απ’ όσα έζησαν. Αναμασούσε τις αναμνήσεις της ζώντας τις ξανά και ξανά. Ούτε για μια στιγμή δεν είπε «γυρίζω σελίδα». Ήξερε τον εαυτό της. Αυτό, δεν θα το έλεγε ποτέ.
Οι αναμνήσεις της έγιναν βιβλία και τα βιβλία της αυτά ήταν η διέξοδός της. Η έξοδος κινδύνου από το σκοτεινό τούνελ μιας ζωής που δεν την ζούσε, μα μόνο τη θυμόταν, πάντα ζωηρά, πάντα το ίδιο έντονα, νιώθοντας το ίδιο ρίγος στην ανάμνησή της.
Λένα Μούλιου
Eνδιαφέρουσα συνέχεια…
Μπράβο στη συγγραφέα και στο site για την πρωτοβουλία. Είναι παρήγορο να βλέπεις να ανθεί η δημιουργικότητα σε τόσο δύσκολους καιρούς.
Ευχαριστώ πολύ πολύ, Μαργαρίτα και Σούλα. Να είστε καλά.