Έγινε γνωστή, πολύ γνωστή. Οι κριτικές διθυραμβικές. Και ο καιρός περνούσε. Έτσι κύλησαν πέντε ολόκληρα χρόνια από το τελευταίο mail του. Η σειρήνα της ξενιτιάς τον σαγήνευσε, γιατί και η ίδια γοητεύεται από ανθρώπους ποιότητας και αξίας σαν αυτόν. Εύκολα δεν αφήνει να της ξεφύγουν τέτοιες ευκαιρίες. Και τον έδεσε γερά. Έτσι σκεπτόταν η κοπέλα.
Η Κλαίρη όλα αυτά τα πέντε χρόνια δεν έμαθε για τον Αιμιλιανό το παραμικρό. Θαρρείς και εξαερώθηκε και πήγε να ζήσει σε άλλον πλανήτη του Στερεώματος. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και η καλή της φίλη η Αριάδνη της δεν είπε ποτέ μια λέξη γι’ αυτόν. Που σημαίνει τι; Ότι κι εκείνη δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη του κολλητού της φίλου.
Γι’ αυτό και η Κλαίρη ποτέ δεν την ρώτησε.
Να έκανε καλά;
Ίσως όχι…
Αχ αυτή η περηφάνια και ο εγωισμός!
Μα αν κάτι άλλο είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του, τι νόημα λοιπόν θα είχε να παίρνει πληροφορίες; Επιπλέον, ξέροντας από πρώτο χέρι τι δίνει ο Αιμιλιανός όταν αγαπά, (κατά πώς λέει και ο Ανατόλ Φρανς και έχει απόλυτο δίκιο), οτιδήποτε άλλο φάνταζε μικρό και μίζερο. Θα ήταν σε μια νέα ή σε νέες σχέσεις, οπότε τι νόημα θα είχε να έκανε εκείνη αισθητή την παρουσία της;
Τα πράγματα ήταν αυτονόητα, και παράλληλα θέμα ανθρώπου. Απλά ο Αιμιλιανός δεν άντεξε. Αλλιώς αγαπούν οι άντρες ακόμα και οι ποιητές. Απλά στις επιδερμικές τους σχέσεις δίνουν ένα ποιητικό περιτύλιγμα.
Έτσι νόμιζε.
Μα να ήταν έτσι;
Ακολούθησε ο ποιητής της την αντρική πεπατημένη;
Αν αυτό εκείνη πίστευε τελικά, έπεφτε τελείως έξω.
Τελείως όμως. Και θα δούμε το γιατί…
Η Κλάιρη, φρόντιζε να απασχολείται επί 24ώρου βάσεως με τη δουλειά της αφ’ ενός, και με το γράψιμο αφ’ ετέρου. Ίδρυσε έναν φιλόδοξο μικρό εκδοτικό οίκο τον στελέχωσε με άτομα που γνώριζαν καλά το αντικείμενο και λάτρευε αυτή της τη δραστηριότητα. Καθημερινά ραντεβού με συγγραφείς με ποιητές, καλλιτέχνες, και τρέξιμο τρελό με τις εκδόσεις της. Έτσι, τα κατάφερνε να διώχνει τη μαυρίλα της ψυχής της. Αυτό δεν ήταν επάγγελμα τελικά, ήταν ένα σαγηνευτικό ποίημα και δεν επέτρεπε στον εαυτό της ανάπαυλες, τις οποίες, αν υπήρχαν, τις κάλυπτε με γράψιμο γράψιμο, γράψιμο. Κατάφερνε έτσι να εξισορροπεί τη φυσική της αστάθεια που δημιουργήθηκε από την άβυσσο που ανοίχτηκε μπροστά της με την απουσία εκείνου. Το μοναδικό της διάλειμμα, αυτό που με το ζόρι επέτρεπε στον εαυτό της, ήταν μια φορά στις δεκαπέντε μέρες να πηγαίνει στης Αριάδνης για απογευματινό καφέ.
Διάλειμμα!!! Έξυπνη δικαιολογία για να βαφτίσει έτσι το προσκύνημα στις αναμνήσεις της, κάνοντας ακριβώς την ίδια διαδρομή με το μετρό και ζωντανεύοντας ένα όνειρο που δεν έλεγε όχι να σβήσει, αλλά έστω να ξεθωριάσει κατ’ ελάχιστον.
Το ζωντάνευε λεπτό το λεπτό με θρησκευτική -θα λέγαμε- ευλάβεια, θυμούμενη όλες τις λέξεις που είχαν ανταλλάξει, ακόμη και τις ανείπωτες.
Σε ένα από αυτά τα προσκυνήματα στον Έρωτα που ήταν το ίδιο δυνατά φορτισμένο, μπήκε στο μετρό και κάθισε στην αγαπημένη της θέση. Εύκολο να την βρίσκει κάθε φορά, γιατί η ώρα που πάντα επέλεγε ήταν βραδινή και ο κόσμος ελάχιστος.
Απέναντί της καθόταν μια νεαρή συμπαθέστατη μικρομάνα με το ζιζάνιο βλαστάρι της να μη βρίσκει ησυχία. Βολόδερνε με ένα τόπι που κάθε τόσο και λιγάκι τού έφευγε από τα χέρια και το κυνηγούσε μέσα στο βαγόνι. Η μάνα του είχε πια απαυδήσει, το μάλωσε και όταν για τελευταία φορά του ξανάφυγε από τα χέρια, τού απαγόρευσε να ψάξει να το βρει.
Η Κλαίρη έκανε γούστο το μικρό διαβολάκο και επειδή τα μικρά, είτε διαβολάκια ήταν, είτε αγγελάκια, τα λάτρευε, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Σηκώνεται λοιπόν από το κάθισμά της αφήνοντας την τσάντα της και ένα βιβλίο στην άδεια της θέση και βάλθηκε να ψάχνει για το τόπι του μικρού, αφού προηγουμένως τού έκλεισε το μάτι συνωμοτικά και καθησυχαστικά ότι το τόπι του θα το εύρισκε εκείνη.
Και εδώ είναι που λένε ότι: Όλα για κάποιο λόγο γίνονται.
Η μπάλα, το αγαπημένο παιχνίδι των αγοριών, είχε σταματήσει στα πόδια ενός νέου άντρα ο οποίος δεν φάνηκε να έχει αντιληφθεί τι συνέβη με το τόπι και με το φράγμα των ποδιών του. Το πρόσωπό του στραμμένο προς το παράθυρο, με τόσο ενδιαφέρον ως εάν να έβλεπε κάτι το πολύ σπουδαίο εκεί έξω που το έβλεπαν τα δικά του μάτια μόνο.
Η Κλαίρη τον κοίταξε κατάπληκτη, έσκυψε, έπιασε τη μπάλα και εμβρόντητη ξαναγύρισε στη θέση της έτοιμη να λιποθυμήσει.
Αναμφίβολα ήταν εκείνος.
Λένα Μούλιου