Μ’ έπιασε μια λαχτάρα να πάμε στο παγκάκι μας.
Να ξαπλώσουμε όπως τότε, μάγουλο με μάγουλο.
Θέλω να πάμε τ’ απογευματάκι, νωρίς, πριν πέσει ο ήλιος.
Όταν ο κόσμος θα πηγαίνει και θα έρχεται,
θα εκτελεί καθήκοντα και υποχρεώσεις.
Εμείς θα ξεκλέψουμε λεπτά από το χρόνο,
θα σταματήσουμε τη φόρα του.
Ξαπλωμένες στο παγκάκι μας, θα κοιτάζουμε τον ουρανό.
Θα παρατηρούμε τα δέντρα, τα πράσινα τα φύλλα και τα μωβ τα πέταλα.
Θα ακούμε τα πουλιά να αφηγούνται τη δική τους ιστορία
μέσα απ’ τα τραγούδια τους.
Θα μιλάμε για όσα μας έφερε ο χρόνος.
«Ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα» τα βάφτισες γεμάτη ανησυχία.
Τρόμαξες, φοβήθηκες πως εκείνα κλέβουν τον εαυτό σου.
Τρόμαξες, φοβήθηκες μη δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου.
«Δεν έμαθες ακόμη να ζεις μ’ αυτά;», σε ρώτησα τότε.
Τα είχαμε από πάντα, κρυφοκοιτούσαν τις στιγμές μας.
Εμείς περπατάμε στα σύννεφα, μωρό μου!
Άλλοτε είναι λεία και απαλά, άλλοτε γεμάτα βαθουλώματα.
Λακκούβες να ’χεις να χορεύεις.
Κάποιες φορές φτάνουμε μ’ ένα βήμα από το ένα στο άλλο.
Άλλες πέφτουμε σ’ αυτό που κρύβεται από κάτω.
Παλεύουμε να σκαρφαλώνουμε και ξάφνου πάλι πίσω.
Το μονοπάτι δεν υπήρξε ποτέ εύκολο.
Τα σύννεφα δεν ενώθηκαν ποτέ, λες και το ’καναν επίτηδες
για να γελούν πίσω από την πλάτη σου.
Θυμήσου.
Είδες ποτέ τον ουρανό λευκό;
Πάντα μία αχτίδα μπλε να ξεπροβάλλει.
«Και πώς θ’ ανέβουμε;» με ρώτησες.
Μια σκάλα χρώματα ο δρόμος.
Κάθε χρώμα κι ένα δάκρυ, πιτσίλισε ξάφνου ο ουρανός!
«Και πότε φτάνουμε;» με ρώτησες.
Τα πινέλα δεν κουράστηκαν να γράφουν,
θα σε περιμένει εκεί ο εαυτός.
«Δεν φοβάσαι τη στιγμή που θα πέσουμε από τα σύννεφα στο έδαφος;»
Τώρα τη φοβάμαι.
Μα ξέρω πως θα ’ρθει η μέρα που δεν θα με τρομάζει πια.
Θα ’χω φτάσει στο τέλος της διαδρομής.
Θα ’χω περπατήσει όλα τα σύννεφα ένα ένα.
Θα ’χω νιώσει την υφή τους.
Θα ’χω μάθει το χρώμα τους.
Ναι, θα μου λείπουν.
Μα θα μπορώ πια να τα βλέπω από κει κάτω.
Θα τα βλέπω πλέον καθαρά.
Όλα μαζί μπλεγμένα, τάχα μαλωμένα,
ταξιδεύουν μόνα στον απέραντο ουρανό.
Τότε, θα έρθει η ιδέα.
Αν τα σύννεφα συμφιλιώνονταν, θα έφτιαχναν ένα μονοπάτι
απλό να το διαβώ.
Τόσος κόπος άχρηστος, βουβός πόνος,
χρωματιστά δάκρυα,
καμβάς γεμάτος συναισθήματα.
Θυμώνω που μου έκαναν τόσο δύσκολο το δρόμο.
Θα είμαστε ξαπλωμένες στο παγκάκι μας, μάγουλο με μάγουλο.
Θα γυρίσεις, ήρεμη πια, να με κοιτάξεις.
Είναι δύσκολο να βρεις τον εαυτό σου.
Το ταξίδι σε μαθαίνει.
Θυμήσου μωρό μου, θα μου πεις.
Εκεί που νομίζεις πως όλα είναι απλά,
μία αχτίδα μπλε ξαφνικά θα ξεπροβάλλει.
Έχεις δει ποτέ τον ουρανό λευκό;
κατερινα και τα μυαλα στα καγκελα
Τι όμορφο !!!!
ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ !