Ανέμιζε το πέπλο κατάχαμα
Το σώμα της είχε πάρει μορφή άυλη
Το κορμί μαρτυρούσε απείθεια συμφωνίας
Διαμαρτυρόμενης αυτοκυριαρχίας.
Τα χέρια ήταν παγερά, απόμακρα, απόμερα
Από την ελαχιστοποίηση της πίεσής της
Η καρδιά παραλυρούσε στο στόχαστρο
Αφού της επέδωσαν τα χείριστα μαρτύρια
Την καταδίκασαν μεμιάς, τα ελαφρυντικά αποθαρρυντικά
Το ίσως και το αν, αντιπαρατέθηκαν σε ερωτήματα
Αμέτρητα αναμάρτητα και αμαρτωλά
Χάναν και έβρισκαν τους ρυθμούς τους.
Παλμοί που είχαν εξουθενώσει τη θέληση
Κραυγάζαν σιωπές μέσα σε ένα ξέπλυμα
Ποτέ χρήματος, το μισούσε ειλικρινέστατα
Μόνο φθοράς και ύλης, παρουσίας και αξιών
Ποτέ δεν είχε αμφιβάλλει δεν είχε κατασταλάξει
Πως κάτι έμελλε και την τραυμάτισε
Την αποδεκάτισε την υπομονή της, την όρεξη
Να παλέψει για τη ζωή, να μείνει και να πολεμήσει
Εξάλλου έμαθε πως δεν πρέπει να μάχεσαι
Τα σωθικά της άδεια, κενά, αμέτοχα
Τίποτα δεν παρακινούσε να πάρει τη ζωή
Στα χέρια της, να τρίξει τα δόντια της
Μα αδύναμη πια, χάμω, να σπαρταράει
Το μυαλό της, η ψυχή της, σιγοψιθύριζε
Κανείς δεν ήταν δίπλα της, φύγαν όλοι
Πάντα ήταν μόνη, παρέα με τους φόβους της
Ενσωματώθηκε, εγκλωβίστηκε στο είναι της
Απανεμιά, ενάερο και άυλο το ταξίδι της ψυχής της.
Άννα Ζανιδάκη