Σήκωσε το κεφάλι της διστακτικά και κοίταξε τον παλιό φρεσκογυαλισμένο καθρέφτη, αντίκα, κομμάτι της προίκας που με τόσο κόπο είχε συγκεντρώσει η μητέρα της. Έβλεπε μέσα του ένα κορίτσι. Μαύρα μακριά μαλλιά μέχρι τη μέση, πράσινα μάτια, φωτεινά σμαράγδια. Λευκή επιδερμίδα, μικρά χειλάκια, μια σχισμή, τονισμένα ελαφρώς με απαλό ροζ κραγιόν. Μάγουλα άγουρα κεράσια, ίσως υπερβολική ποσότητα ρουζ. Φορούσε ένα πάλλευκο μακρύ φόρεμα. Από τη μέση και πάνω στενό, αναδείκνυε την καλοσχηματισμένη σιλουέτα και το πλούσιο στήθος της. Έφτανε μέχρι την κλείδα, όπου ήταν κεντημένα επάνω μικροσκοπικά τριανταφυλλάκια. Το μανίκι μακρύ, μέχρι τον καρπό, ήταν και χειμώνας. Από τη μέση και κάτω, σαν να άνοιγε μία μεγάλη βεντάλια από εκείνες τις αυθεντικές, τις ακριβές με τις εκατοντάδες αναδιπλώσεις. Κάτω κάτω ξανά κεντημένα τριαντάφυλλα. Στο κεφάλι, μία ασημένια τιάρα στήριζε το μακρύ τούλινο πέπλο που έπεφτε απαλά στα κατάμαυρα μαλλιά της. Όμορφο κορίτσι, σκέφτηκε, αλλά δυστυχισμένο. Της πήρε αρκετή ώρα μέχρι να το αντιληφθεί πως κοιτούσε τον εαυτό της.
Τον αγαπούσε τον Φίλιππο. Της είχε σταθεί στις πιο δύσκολες στιγμές. Είχε εμφανιστεί ένα καλοκαιρινό βράδυ που η καρδιά της ήταν πιο μεγάλη από ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι, γεμάτη όμως πόνο και δυστυχία. Είχε χάσει πια το φως της και ο μέλλων άντρας της είχε έρθει να της το ξαναδώσει. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Όλα είχαν κυλήσει γρήγορα. Η μητέρα της είχε πάρει την απόφαση πριν προλάβει να ανάψει η σπίθα μεταξύ τους. Έπρεπε να τον παντρευτεί, τέτοιο παιδί δύσκολα βρίσκεις. Ήταν άλλωστε και μεγάλη, κόντευε σαράντα. Κι έβγαλε η μητέρα ξαφνικά το μπαούλο με τις χρυσές λίρες και τα κεντημένα σεμεδάκια και ξεκίνησαν οι επισκέψεις και οι συζητήσεις. Σαν αγοραπωλησία φαινόταν, ένα παζάρι, παρά σαν αρραβώνες. Έτσι ο έρωτας που πήγαινε να γεννηθεί, έμεινε κρυμμένος στον σάκο του, εκκολαπτόμενος, αλλά αρνούμενος να δημιουργηθεί, να αποκτήσει υπόσταση.
Ήταν έτοιμη να τον παντρευτεί, ο Φίλιππος ήταν το μέλλον της. Ωστόσο, εκείνη σκεφτόταν εκείνον. Εκείνον τον ένα και μοναδικό που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο δυνατά από καμπάνα την Ανάσταση. Είχε προσπαθήσει πολλά χρόνια να κρατήσει την ανάμνησή του μακριά, το πρόσωπό του στο σκοτάδι. Ήταν δύο χρόνια. Φωτιά, καυτή λάβα. Πάθος, έρωτας. Ένιωθε το βλέμμα του επάνω της και έλιωνε αργά σαν αναμμένο καντηλάκι. Κρατούσε τα φιλιά του σαν φυλαχτό, τα λόγια του γραμμένο ημερολόγιο. Εκείνος ήταν η μέρα της, η νύχτα της. Της χάιδευε τα μαλλιά κι εκείνη τον κοιτούσε λες και ήταν η ζωή της. Δεν μιλούσαν σχεδόν ποτέ, δεν είχαν τι να πουν. Τα σώματα τα έλεγαν όλα, ήξεραν καλύτερα να επικοινωνούν. Τρεις ματιές, δυο φιλιά, πέντε έξι αγκαλιές. Το λεπτό, ίσως το δευτερόλεπτο. Κι εκείνη η μέγαιρα, η μητέρα της που δεν υπολόγιζε αισθήματα είχε φροντίσει να τον πάρει μακριά, εκείνον το άξεστο, τον αγράμματο που δεν θα κρινόταν ποτέ άξιος να κάνει την κόρη της ευτυχισμένη.
Έπρεπε να τον δει. Έστω για τελευταία φορά. Να χαθεί στο χάος των ματιών του, να αγγίξει τα λακκάκια του. Ήταν τα αγαπημένα της άλλωστε και της είχαν λείψει. Ήταν δικά της. Σκούπισε το δάκρυ που έμελλε να κάψει το μάγουλό της και να καταστρέψει το γαμήλιο μακιγιάζ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ήξερε πού θα τον βρει, σ’ εκείνο το μπαρ που σύχναζαν παλιά και δεν πήγε ούτε μία φορά μετά τον χωρισμό τους. Ήταν σίγουρη, θα την περίμενε εκεί, είχε άλλωστε χρόνο μέχρι να ξεκινήσει η τελετή. Έτρεξε όσο δεν είχε τρέξει ποτέ της. Ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της, μία αλλοπαρμένη νύφη να τρέχει στους δρόμους σαν σαλεμένη. Πράγματι, παράξενο θέαμα. Κρατούσε την τιάρα να μην πέσει, όχι ότι την ένοιαζε, αλλά θα πίκραινε τη μητέρα που είχε ξοδέψει τόσα λεφτά.
Στάθηκε έξω από την πόρτα για λίγα λεπτά. Μήπως δεν ήταν έτοιμη; Τι θα του έλεγε, πως θα τον αντίκριζε; Τον είχε πληγώσει περισσότερο απ’ ό,τι είχε πληγωθεί η ίδια. Μπορούσε ν’ αντέξει τον πόνο της, τον είχε υποφέρει τόσα χρόνια, αλλά αδυνατούσε να παλέψει με το δικό του. Αυτός ξέσκιζε την καρδιά της σε χίλια κομμάτια και τα σκόρπιζε ώστε να μην καταφέρουν ποτέ να επανασυνδεθούν. Πήρε μία βαθιά ανάσα και λύγισε το πόμολο. Μπήκε μέσα. Το μπαρ ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν. Ακόμη και ο μπάρμαν ήταν ο ίδιος, αλλά με άσπρα πια μαλλιά αντί για ξανθιά. Το μοναδικό σημάδι που φανέρωνε το πέρασμα του χρόνου. Κοίταξε γύρω της. Δυο τρεις παρέες όλες κι όλες. Κάτι ξέμπαρκα κορίτσια στην πίστα. Κι εκεί στη γωνιά, τη δική τους γωνιά, ένας άντρας μόνος. Είχε μία παράξενη ομορφιά, ένα πρόσωπο τόσο λείο και όμορφο όπως ήταν και τότε. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σαν την πρώτη φορά, μόνο που τώρα ήταν φτιαγμένες από πίκρα κι όχι έρωτα. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια. Δεν της χαμογέλασε, ούτε που αντέδρασε. Έμεινε εκεί ακίνητος, καρφωμένος στα δυο σμαράγδια. Εκείνη κοκάλωσε στην θέση της. Ξαφνικά ξεχύθηκαν μέσα της χιλιάδες συναισθήματα. Σαν τσουβάλι που σκάει στο έδαφος και αδειάζει γρήγορα, μένοντας άδειο, κενό. Το σώμα της γέμιζε πολυκαιρισμένα αισθήματα, ξεχασμένες αναμνήσεις αφημένες στο πατάρι, σκονισμένες στιγμές τόσο βαριές που ήταν αδύνατο να τις αντέξει. Τα μάτια της πνίγηκαν σε δάκρυα, μα δεν τα σκούπισε, παρόλο που θα τις κατέστρεφαν το μακιγιάζ, κι άλλα λεφτά της μάνας της χαμένα. Τα άφησε εκεί, να κυλήσουν, να καψαλίσουν το δέρμα της να την τιμωρήσουν για όσα του έκανε. Και μην μπορώντας να αντέξει την πίεση της μνήμης, έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά που νόμιζε για μία στιγμή πως θα ξεκολλούσαν τα χέρια της από τη θέση τους. Εκείνος, άκαμπτος, ακίνητος. Έτσι έμειναν για λίγα λεπτά, αγκαλιασμένοι σφιχτά σαν ένα σώμα. Το σώμα που κάποτε αναγκάστηκε να σπάσει, να χωριστεί σε δύο κομμάτια.
Κάθισαν στις καρέκλες δίπλα δίπλα. Κοιτάχτηκαν για λίγο.
«Μου έλειψες τόσο πολύ.» του ψιθύρισε κρατώντας του σφιχτά το χέρι. Εκείνος την κοιτούσε επίμονα, μην μπορώντας να πιστέψει πως βρισκόταν μπροστά του. Είχε ανάγκη να τη χορτάσει, να τη νιώσει.
«Παντρεύεσαι βλέπω.» της απάντησε προσπαθώντας να κρύψει τον πόνο που του έσκιζε τα σωθικά.
«Μονοπάτι προς την κόλαση μοιάζει. Αυτό θα είναι το σπίτι μου πια. Μα πριν φτάσω, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Έχω ανάγκη να το κάνω. Δεν είναι αυτό μέρος για σένα. Τίποτα λιγότερο δεν σου αξίζει, παρά ένας ανθισμένος παράδεισος…»
«Με τριαντάφυλλα.» τη διέκοψε. «Κόκκινα, κίτρινα, λευκά. Σαν εκείνα που σου άφηνα κάθε πρωί στο μαξιλάρι και ξυπνούσες από τη μυρωδιά τους. Μύριζαν έρωτα αλήθεια.» της θύμισε. Τα ρουθούνια της ξαφνικά γεύτηκαν εκείνη τη μυρωδιά, μέθυσαν, θαρρείς πως γύρισε σ’ εκείνο το λευκό κρεβάτι που ήταν κάποτε δικό της και δικό του.
«Έχει χιούμορ η μάνα σου.» της πέταξε ειρωνικά, αγγίζοντας τα κεντημένα στο νυφικό της τριανταφυλλάκια, με φανερή απογοήτευση.
«Μην μιλάς έτσι…» του απάντησε με λυγμούς. Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα.
«Γιατί; Ακόμα κι αυτά του τα έδωσε.» Η σκληράδα του προσώπου του δεν έλεγε να φύγει. Λες και είχε φύγει όλη η αγάπη και είχε αφήσει στη θέση της πικρά γράμματα, ματωμένες αναμνήσεις.
«Θα είναι δικά σου. Ακούς; Θα είναι για πάντα δικά σου.» του φώναξε. Και του το ξαναφώναξε. Τόσο δυνατά που δεν πίστευε ποτέ ότι θα έφτανε η ένταση της φωνής της. Τόσο δυνατά, να τους ακούσει ο κόσμος όλος. Και συνέχισε να φωνάζει, μέχρι που είδε να μάτια του να μαλακώνουν. Ξάφνου τα δυο τους, σκληρό κούτσουρο, γλύκαναν, γαλήνεψαν. Θαρρείς πως έλιωσαν, μεταμορφώθηκαν σε ρευστό ξύλο και χύθηκαν στα μάγουλά του, μούσκεψαν τα λακκάκια του. Τότε εκείνη έσκυψε και τα φίλησε, όπως δεν τα είχε φιλήσει ποτέ ξανά. Ύστερα μετακινήθηκε λίγα εκατοστά. Έφτασε τα χείλη του. Ένιωσε την ανάσα του, μύριζε αλκοόλ. Ρούφηξε γερά με τα ρουθούνια της, να μην ξεφύγει ούτε λίγη. Πλησίασε λίγο ακόμα και η φωτιά άναψε πάλι, λες και δεν έσβησε ποτέ, τώρα πιο μεγάλη και ασυγκράτητη. Εκείνο το σώμα που τόσο βάναυσα είχε χωριστεί, τώρα είχε γίνει πάλι ακέραιο. Ενώθηκαν οι δυο ψυχές, έγιναν ένα.
Άνοιξε τα μάτια της και περιεργάστηκε το πρόσωπό του. Το πρόσωπο που τόσο αγαπούσε και θα έβλεπε για τελευταία φορά.
«Φρόντισε να είσαι ευτυχισμένος.» του είπε και άγγιξε τα χείλη του με την άκρη των δαχτύλων της. Εκείνα υγρά, καυτά, αναψοκοκκινισμένα. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.» του υπενθύμισε. Έμεινε να τον κοιτάζει, αναζητούσε στα μάτια του μία λέξη, μία επιβεβαίωση ότι την άκουσε. Είχε ανάγκη τη συγχώρεσή του. Ήξερε πως η ίδια είχε καταστρέψει τις ζωές τους. Όμως πάσχιζε για τη συγχώρεση που θα τη λύτρωνε, θα την εξιλέωνε, παρόλο που ήξερε πως δεν την άξιζε. Εκείνος σηκώθηκε, έτοιμος να φύγει.
«Πάντα θα σε αγαπάω», της ψιθύρισε και απομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα αφήνοντάς τη μόνη σ’ εκείνη τη γωνιά. Τη δική τους γωνιά.
Στο τσακ πρόλαβε το γάμο. Τη στιγμή που όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται και να ψάχνουν, εκείνη εμφανίστηκε από την πίσω πόρτα αναμαλλιασμένη με κατεστραμμένο μακιγιάζ. Δεν την ενδιέφερε. Ο παπάς μιλούσε, οι καλεσμένοι χειροκροτούσαν. Έτρωγαν κουφέτα, τσούγκριζαν ποτήρια. «Να ζήσετε!» φώναζαν. Εκείνη δεν τους άκουγε. Ένιωθε πια ευτυχισμένη. Έκλεισε τα μάτια και γέμισε τα ρουθούνια της αέρα. Ο κόσμος μύριζε τριαντάφυλλο…
Κατερίνα Γεωργοπούλου