Ο Δημήτρης ήταν έξι χρονών. Τον περασμένο μήνα γιόρτασε τα γενέθλιά του. Όλοι του έλεγαν ότι μεγάλωσε και αυτός καμάρωνε. Είχε όμως μια αδερφή που ήταν ακόμη πιο μεγάλη από αυτόν. Η Κατερίνα ήταν σχεδόν δώδεκα χρονών.
Τον Ιούνιο θα τελείωνε την έκτη δημοτικού. Ο Δημήτρης θα πήγαινε στην πρώτη το Σεπτέμβριο. Την αγαπούσε πολύ την Κατερίνα, περνούσαν πολύ χρόνο μαζί. Κάποιες φορές τον έπαιρνε και πήγαιναν στην κοντινή καφετέρια για παγωτό ή στον κινηματογράφο.
Όταν ρώταγε τους γονείς τους και οι απαντήσεις τους δεν τον ικανοποιούσαν ή ήταν πολύ απασχολημένοι και προσπαθούσαν να τελειώσουν γρήγορα την κουβέντα ή ακόμη και όταν ντρέπονταν να τους ρωτήσει, έτρεχε στο δωμάτιό της. Τον υποδέχονταν με ένα συνωμοτικό χαμόγελο και ήταν πρόθυμη να τον ακούσει με προσοχή. Του απαντούσε με σοβαρότητα λέγοντάς του όσα ήξερε. Καμιά φορά έκοβε την κουβέντα, τον κοίταζε σοβαρά και έλεγε: “Να ρωτήσουμε και τη γιαγιά Καίτη, να δούμε τί θα μας πει.”
Η γιαγιά Καίτη έμενε στο διπλανό σπίτι, την έβλεπαν κάθε μέρα και περνούσαν μαζί τις γιορτές και πολλά Σαββατοκύριακα. Ήταν η αγαπημένη τους γιαγιά. Τους πήγαινε βόλτες στη παραλία, στον παιδότοπο, στις κούνιες, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και τα καλοκαίρια για μπάνιο στις αμέτρητες παραλίες του Πηλίου. Κυρίως όμως η γιαγιά Καίτη μπορούσε να απαντάει σε όλες τους τις ερωτήσεις!
Πολλές φορές κοίταζαν και οι τρεις το ηλιοβασίλεμα στην Άφησσο, συνήθως ήταν αρχες Αυγούστου και δεν αποφάσιζαν να βγουν από τη θάλασσα.”Πού πάει, γιαγιά, ο ήλιος;” τη ρωτούσαν. Η γιαγιά τους έλεγε πως ο ήλιος θα επιστρέψει το πρωί της επόμενης μέρας. Θα τον δουν ανοίγοντας τα παράθυρα των δωματίων τους.
-Πού πάνε τα σύννεφα όταν φεύγουν;
-Σε άλλους τόπους μακρυνούς, αλλά κάποια άλλη μέρα ή νύχτα θα επιστρέψουν, ίσως λίγο διαφορετικά, για να φέρουν τη βροχή που είναι τόσο όμορφη!
Στη γιαγιά Καίτη άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Πάντα όταν επέστρεφε τους έφερνε δώρα που δεν τα περίμεναν, αλλά τους εντυπωσίαζαν τόσο πολύ! Τους είχε μάλιστα υποσχεθεί ότι μάζευε χρήματα για να πάνε οι τρεις τους ένα ταξίδι μαζί. Αυτό ήταν ένα όνειρο και για τους δυο, το περίμεναν με απίστευτο ενθουσιασμό και το κουβέντιαζαν πολλές φορές κάνοντας σχέδια ατελείωτα!
Πριν δεκαεφτά μέρες έφυγε πάλι, με μια φίλη της αυτή τη φορά, για ένα ταξίδι στην Ολλανδία. Ετοιμάζονταν από από πολλές μέρες με την ένταση μαθητριών Τρίτης Λυκείου για την πενταήμερη. Την τρίτη μέρα τους τηλεφώνησε πολύ ενθουσιασμένη! Ο καιρός την είχε συνεπάρει. “Είναι σαν να βρίσκομαι μέσα στο σύννεφο μιας παραμυθοχώρας” τους είπε. “Έχει παντού νερά, κανάλια, ποτάμια, θάλασσα… και όλα τυλιγμένα από την ομίχλη πολλές ώρες της ημέρας, σαν παραμύθι σας λέω “.
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τότε που έφυγε η γιαγιά τους για την Ολλανδία, ήταν Κυριακή απόγευμα, την επόμενη θα επέστρεφε. Ο Δημήτρης θυμάται καλά όλα τα γεγονότα από εκείνο το απόγευμα και μετά. Δεν θα ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια, όπως δεν θα ξεχάσει και τίποτα από όσα έζησε μαζί της, αλλιώς πιστεύει ότι θα είναι σα να την ξεχνάει, νομίζει ότι έτσι θα την χάσει πραγματικά.
Η Κατερίνα εμφανίστηκε στο δωμάτιό του τόσο ήσυχα, που σχεδόν δεν την άκουσε. Γύρισε προς τη μεριά της πόρτας και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. Πήγε γρήγορα κοντά της και ψήλωσε στις μύτες των ποδιών του για να την αγκαλιάσει. Τον πήρε από το χέρι και τον έφερε στο κρεβάτι. Κάθισαν εκεί έγηρε επάνω της και καθώς η αδερφή του έκλαιγε με αναφιλητά άρχισε και αυτός να κλαίει, επειδή ένοιωθε ότι ήταν πολύ λυπημένη, αλλά δεν ήξερε γιατί.
Μετά από πολλή ώρα, έτσι του φάνηκε, εκείνη ηρέμησε κάπως, σκούπισε τα μάτια της και του είπε με φωνή σιγανή: “Δεν θα ξαναδούμε τη γιαγιά μας”.
-Η γιαγιά γυρίζει αύριο, γιατί να μην την ξαναδούμε;
-Άκουσα τη μαμά να μιλάει στο τηλέφωνο με τη φίλη της που πήγαν μαζί στην Ολλανδία. Η μαμά έκλαιγε… Ο μπάμπας έσκυψε από πάνω της, δεν άκουγα τί της έλεγε. Ήμουνα στην κουζίνα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ούτε που με πρόσεξαν, ήταν πολύ χάλια. Με είδαν κάποια στιγμή, με φώναξαν να πάω κοντά τους και με έβαλαν να καθήσω ανάμεσά τους. Η μαμά είχε σταματήσει να κλαίει. Ο μπαμπάς είχε πάρει ένα πολύ σοβαρό ύφος, δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. “Στη γιαγιά συνέβη κάτι ξαφνικό και πολύ άσχημο, δεν θα μας ξαναμιλήσει πια, δεν θα μπορεί. Θα έρθει για λίγο από εδώ, θα την αποχαιρετήσουμε και μετά δεν θα την ξαναδούμε. Θα την θυμόμαστε, θα την έχουμε στην καρδιά μας και θα χαιρόμαστε με όσα ωραία ζήσαμε μαζί μέχρι τώρα. Ξεκίνησε για ένα μεγάλο μακρινό ταξίδι, πολύ πιο μακριά και από την Ολλανδία. Η γιαγιά πέθανε.” Νομίζω κόντευε να βάλει τα κλάματα, έτρεξα στο δωμάτιό μου, πήρα αγκαλιά την κούκλα που μου χάρισε η γιαγιά, την Καίτη, έβαλα τα κλάματα και της τα είπα όλα. Μετά σκέφτηκα ότι έπρεπε να τα πω και σε σένα.
-Δεν θα ξαναγυρίσει, όπως ο ήλιος που εξαφανίζεται το βράδυ ή όπως τα σύννεφα που γίνονται διαφορετικά αλλά εμφανίζονται πάλι;
– Τί να σου πω, μακάρι, αλλά αλλιώς μου τα είπε ο μπαμπάς και η μαμά φαίνεται να συμφωνούσε.
-Πάμε να τους ρωτήσουμε, δεν μπορεί να μην την ξαναδούμε, την αγαπάω πολύ, θέλω να γυρίσει.
-Κι εγώ… Δεν μπορεί, τί έγινε στο ταξίδι, τί έπαθε;
Οι γονείς τους ήταν στο δωμάτιό τους, η μαμά έκλαιγε πάλι. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και είπαν ότι θα πρέπει να ετοιμαστούν να υποδεχτούν τη γιαγιά και μετά να την αποχαιρετήσουν οριστικά.
Τις επόμενες μέρες έγιναν τόσα πολλά… Η γιαγιά δεν μιλούσε, είχε τα μάτια κλειστά και φορούσε το μπλε φόρεμα, που της άρεσε πολύ. Της ευχήθηκαν “καλό ταξίδι” , με σφιγμένη καρδιά και μάτια δακρυσμένα, τους έλειπε πολύ.
Μετά από εφτά μέρες, μια-μια τις μετρούσε ο Δημήτρης, λέει ο μπαμπάς καθώς έτρωγαν ένα μεσημέρι: “Η γιαγιά σας είχε υποσχεθεί ένα ταξίδι. Μήπως να το οργανώσουμε για φέτος το καλοκαίρι; Λέω να πάμε κάπου οι τέσσερις μας. Θα είναι πολύ ευχαριστημένη να μας βλέπει από εκείνη που είναι”.
-Να πάμε στην Ολλανδία. Να δούμε το κανάλι που έβλεπε από το παράθυρο του ξενοδοχείου της, από όπου ξεκίνησε και το τελευταίο της ταξίδι. Μας είπε ότι ήταν τόσο όμορφα εκεί. Την πόλη την λένε Λάιντεν. Τί λέτε; είπε η μαμά τους.
Όλοι χαμογέλασαν, ήθελαν πολύ να πάνε σε εκείνο ακριβώς το μέρος. Θα ήταν σα να πλησίαζαν τη γιαγιά Καίτη.
Άλλωστε είχαν αρχίσει να χαμογελούν πάλι… Τα δυο παιδιά ένοιωθαν ότι στις ζωές τους και στη ζωή του σπιτιού ο ρυθμός της καθημερινότητας είχε επιστρέψει, ήταν όμως διαφορετικός από πριν… όπως τα σύννεφα που επιστρέφουν, όπως έλεγε και η γιαγιά τους.