Πάνω κάτω τα βήματά του στο λιμάνι. Τα παντελόνια του ως τα γόνατα. Τα μανίκια τού πουκαμίσου του διπλωμένα ως τους αγκώνες. Ακάλυπτες οι φλέβες του, πάλλονται και τυλίγουν τα μαυρισμένα χέρια του σαν φίδια. Αμίλητος σηκώνει και κουβαλάει τα μπαγκάζια των ταξιδιωτών. Δυο φορές τη μέρα το πλοίο φέρνει και παίρνει κόσμο. Κι αυτός εκεί με τις βαλίτσες στο χέρι. Των άλλων. Πάει όπου πάνε. Σταματάει όπου σταματούν. Γεμίζουν οι χούφτες του κέρματα, τα ρίχνει στην ξεχειλωμένη τσέπη του. Δεν τα μετράει ποτέ.
Η νύχτα μια τεράστια μαύρη κηλίδα, μοιάζει κι αυτή με απειλή εγκατάλειψης.
Κατεβάζει την τραγιάσκα του ως τα φρύδια. Σκοτεινιάζει ακόμη πιο πολύ η ματιά του και στέκει να κοιτά το καράβι που μόλις σάλπαρε. Κάθεται στο παγκάκι. Κοιτάζει τη βάρκα να προσπαθεί να επιπλεύσει ανεβοκατεβαίνοντας στ’ απόνερα του καραβιού. Η μισή σκεπασμένη με θάλασσα και στο σώο φθαρμένο τμήμα της χαραγμένο μόνο το όνομά της: «ΠΡΟΣΜΟΝΗ».
Μια νύχτα σαν κι απόψε -πάει καιρός- γύρισε η Βγενιώ και του ’πε: «Όνομα κι αυτό για βάρκα» κι αμέσως μετά: «Πότε θα φύγουμε από δω;» κι ύστερα σιώπησε. Πρώτη φορά η επιθυμία της έγινε λέξεις.
Δυο χρόνια έχει να κατέβει εκείνη στο λιμάνι, να πλάσουν μαζί τ’ όνειρο του φευγιού τους, από κείνο το βράδυ δεν την ξανάδε, μήτε το επεδίωξε. «Θα σε περιμένω», του ’χε πει κι είχε δακρύσει.
Ο τόπος που ζει, χαμένος στο χρόνο και οι μέρες ίδιες μεταξύ τους. Ο ήλιος είχε από ώρα σβήσει. Οι σκιές άρχισαν να πέφτουν γρήγορα. Κοιτάζει άλλη μια φορά τον ουρανό και διαβάζει τα σημάδια του. Μικραίνουν οι μέρες. Το καλοκαίρι στέλνει μήνυμα στα πουλιά να ετοιμάζονται. Να γεμίσουν τον ουρανό με τους αυτοσχέδιους σχηματισμούς τους και να ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι.
Ρίχνει τη ματιά του στο σκούρο αζάρωτο νερό του λιμανιού, εκεί που λιμνάζει το φως του φεγγαριού. Μένει έτσι μέχρι ν’ ανάψει και το τελευταίο φανάρι της αποβάθρας.
Μαζεύει από κάτω το σακίδιό του. Δεν το ’χε ανοίξει καθόλου όλη μέρα. Ούτε για να βγάλει το τελευταίο κομμάτι πίτας, που του ’βαλε μαζί, η μάνα του το πρωί. Τραβάει από μέσα το τσίγκινο παγούρι του και το φέρνει στο στόμα. Καταπίνει χωρίς ανάσα μια-δυο γουλιές κονιάκ. Την τρίτη τη φτύνει. Το μαγαζάκι, με την κίτρινη λάμπα να κρέμεται στο χαμηλό του ταβάνι, ακόμη ανοιχτό. Να πάρει τσιγάρα, ύστερα από χρόνια που ’χει να καπνίσει. Μετράει τα ψιλά και δείχνει με το δάχτυλο το πλακέ πακέτο. Αυτό με την κοπέλα. Απλώνει τη χούφτα με τα κέρματα κι αφήνει το γέρο να πάρει όσα πρέπει.
Στο χωμάτινο σοκάκι τα βήματά του ακούγονται αγχωμένα.
Να προλάβει ξύπνια τη γριά μάνα του. Να της μιλήσει για την απόφασή του. Αύριο φεύγει. Πιο κάτω μια σαύρα τρέχει να περάσει το δρόμο. Δεν τα καταφέρνει. Λιώνει κάτω από τη βαριά περπατησιά του. Νιώθει το σάκο του να βαραίνει και να σέρνεται στο χώμα. Κοντοστέκεται. Γυρνάει πίσω απότομα. Ο σκύλος που τον ακολουθεί, φοβάται, βγάζει ένα πνιχτό ουρλιαχτό, αλλά δεν κουνιέται. Σκύβει, τον πλησιάζει και τον κοιτάζει ίσια στα μάτια. Του πετάει το κομμάτι της πίτας και μένει να τον κοιτάζει να την καταπίνει αμάσητη. Κι ενώ τραβάει την ανηφόρα για το σπίτι, κοντοστέκεται. Θα περάσει πρώτα από κείνη.
Που τον περιμένει χρόνια. Που τα μαλλιά της ξέβαψαν μαζί με τ’ όνειρο.
Θα της πει να ετοιμάσει τα πράγματά της.
Ήρθε η ώρα. Θα κάνει την υπόσχεση πράξη. Μήνες αποφεύγει να βρεθεί μπροστά της. Δεν το ‘χει ν’ αναζητά τις λέξεις. Σηκώνει το κεφάλι να του πάρει ο αέρας ό,τι τον φορτώνει. Φτάνει στο κατώφλι του σπιτιού της. Μπαίνει αθόρυβα στην αυλή. Μόνο ο μεντεσές της αυλόπορτας τρίζει. Στα κάτω δωμάτια κάποιος παίζει φυσαρμόνικα.
Ανεβαίνει, δειλά, τα τσιμεντένια σκαλιά. Το ένστικτο τού κάθεται κόμπος στο λαιμό και του κόβει την ανάσα. Η γλάστρα στο παράθυρο απότιστη κι η πόρτα μισάνοιχτη. Την έσπρωξε και βούτηξαν τα μάτια του στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του γέμισε κλωστές από το δίχτυ που υφαίνουν αράχνες, μήνες ή χρόνια, ποιος ξέρει. Σκόνταψε σε μια καρέκλα και την έριξε κάτω. Δυο μάτια γυάλισαν στο σκοτάδι και μια γάτα με το τρίχωμα και την ουρά όρθια γουργουρίζοντας τρομοκρατημένη όρμισε αγγίζοντάς τον, σχεδόν, στο στήθος και πετάχτηκε έξω. Οπισθοχώρησε κρύβοντας το πρόσωπο με το μπράτσο του. Έτριψε τα μάτια του με τις παλάμες του και βγήκε έξω. Τυλιγμένος από τον αέρα της εγκατάλειψης κατεβαίνει τρέμοντας τη σκάλα.
«Χρωστούσε νοίκια… κι έφυγε».
Η φωνή από το ανοιχτό παράθυρο της αυλής, τον χτυπάει στο πρόσωπο. Κατηφορίζει κι ανηφορίζει. Ψιλοβρέχει και δυναμώνει σιγά – σιγά. Οι χοντρές σταγόνες της βροχής πέφτουν επάνω του σαν τύψεις. Αδειάζει το υπόλοιπο κονιάκ με μια γουλιά. Πετάει πέρα το τσίγκινο, σκάει σ’ έναν τοίχο, ανοίγει στα δύο. Σκουπίζει τα μάτια με την ανάποδη του χεριού του. Βροχή και δάκρυα μαζί. Τ’ αγίνωτα όνειρα κι η βροχή να τον σκεπάζoυν, να τον πνίγoυν.
Ρίχνει το βλέμμα του στο ρολόι του σταθμού. Ο μεγάλος δείκτης με κόπο πλησιάζει το έντεκα κι ο άλλος τρεκλίζοντας προχωράει και στηρίζεται στα μικρά σημάδια των στιγμών προκειμένου να τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας το χρόνο.
Με βήμα δήθεν σταθερό και γρήγορο προσπαθεί να φτάσει. Να βρει και να φορτώσει στη μάνα του τον καημό και τις ευθύνες για τη ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Να τη χρεώσει για το σφιχταγκάλιασμά της. Για τα χέρια της που τυλίγονταν άγρια γύρω από το λαιμό του, στην προσπάθεια να κρατηθεί και να μη γλιστρήσει από την αγκαλιά του.
Έξω απ’ τις γρίλιες, μέσα στο σπίτι, τρεμόπαιζε το φως του καντηλιού μπρος στο κονοστάσι και τη φωτογραφία του πατέρα του. Πέθανε πριν να γεννηθεί. Αυτή η θολή, μοναδική φωτογραφία, μπρος στα εικονίσματα, όλα όσα ξέρει για κείνον. Και πως του φόρτωσε να ’ναι αυτός από τότε και νοικοκύρης και προστάτης και κουβαλητής.
Μπαίνει βρεμένος. Βρίσκει τη μάνα να κάθεται στην άκρη της καρέκλας, σκυφτή από το βάρος της κατάκοπης καρδιάς της, να κρατά τις δυο βελόνες του πλεχτού της σταυρωτά και τη θηλιά του μαλλιού να αιωρείται.
«Καλώς τονα!» θα του λέγε, αν την πρόφταινε.
Τραβάει μέχρι επάνω το σάλι της και παίρνει από τα χέρια τις ψηλόλιγνες βελόνες. Είναι ακόμη ζεστά. Ίσως αν δεν είχε περάσει από κείνη, να την έβρισκε ζωντανή. Ίσως αν είχε από χρόνια φύγει να μην της έκλεινε αυτός τα μάτια. Ίσως… Ίσως… Η μορφή της ατάραχη σηκώνει πάνω της το κρίμα. Έξω η βροχή να κλαίει.
Τον βρήκε το ξημέρωμα στην αυλόπορτα του σπιτιού καθισμένο.
Σαν να κοιμήθηκε μια στάλα και πετάχτηκε απότομα.
Το σκυλί, που αποβραδίς το τάισε, του γλείφει τώρα το χέρι. Πόσο καιρό έχει να δει ανθρώπους αυτό το σπίτι; Δεν είναι και πολλοί. Πέντε, ίσως έξι, γείτονες όλοι. Κι ανάμεσά τους οι νεκροθάφτες. Κι ο σκύλος από κοντά – και στο πήγαινε και στο έλα.
«Δεν έχει άλλη πίτα».
Μπαίνει στο σπίτι και γυρίζει στην αυλή μ’ ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Κάνει να του το δώσει και μαρμαρώνει.
«Ο Θεός να τη συγχωρέσει».
Η Βγενιώ έχει καλυμμένα τα μαλλιά της μ’ ένα άσπρο μαντήλι. Την πλησιάζει, η καρδιά του στέκει πιο πέρα. Την κοιτάζει μοναχά με απορία. Απλώνει το χέρι του που τρέμει και την προσπερνά γρήγορα. Ακουμπάει και χαϊδεύει το κεφαλάκι του παιδιού που κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της. Τραβάει από το λαιμό του ένα κορδόνι. Δεμένη στην άκρη του μια χάντρα αχάτη. Της το περνά στο στήθος. Στο λιμάνι του το ’δώσε κάποτε μια τσιγγάνα, για καλή τύχη και πηγή χαράς, ύστερα από μια χούφτα κέρματα που πέταξε στην ποδιά της.
Εκείνη το σφίγγει με τα δυο της χέρια και τα ακουμπά στα χείλη της. Ύστερα αφού υπέμεινε για λίγο ακόμη τη ματιά του, χαμηλώνει τα μάτια και σύρθηκε μακριά από το άγγιγμά του, αφήνοντας τις μνήμες να κατεβαίνουν υγρές και να τις χαράζουν το πρόσωπο.
Γυρίζει απότομα και μπαίνει στο σπίτι. Τραβάει κάτω από το κρεβάτι μια μικρή βαλίτσα και χώνει βιαστικά μέσα λίγα ρούχα. Θα συμφιλιωθεί με τη θάλασσα, θα καμωθεί πως δεν τη φοβάται και θα μπαρκάρει. Θα φύγει μακριά και θα γεμίσει τα μάτια του εικόνες από άλλα μέρη. Θα γνωρίσει κόσμο και θα γευτεί την αρμύρα της στο πετσί του. Τώρα είναι λεύτερος.
Απλώνει το χέρι του στα εικονίσματα και κατεβάζει την ξεθωριασμένη φωτογραφία του πατέρα του. Πνίγηκε λίγο πριν ξεμπαρκάρει. «Δεν θα μου πάρει εμένα δυο άντρες η θάλασσα!» του φώναξε η μάνα του όταν της έδειξε το φυλλάδιό του. Του το άρπαξε από τα χέρια και το ’κανε χίλια κομμάτια. Παίρνει τη βαλίτσα και τραβάει την πόρτα με δύναμη. Δεν τη σφαλίζει. Κατεβαίνει γρήγορα στο λιμάνι. Έχει νυχτώσει. Οι ναύτες λύνουν τους κάβους κι η χοντρή αλυσίδα ακινητοποιεί στο πλευρό του καραβιού, τη σκουριασμένη άγκυρα, ίδια γλάρος μ’ ανοιχτά φτερά.
Κατάπλωρά του, το ολόγιομο φεγγάρι μοιάζει να το ρυμουλκεί. Και κείνος εκεί, ασάλευτος, να το κοιτά. Στέλνει μπάρκο τα όνειρά του. Χωρίς αποσκευές. Μόνο τ’ απαραίτητα. Αποχαιρετιστήριες ματιές, κουνήματα χεριών, μυρωδιές δειλινών απ’ τις αυλές κι ελευθερία.
Η νύχτα χαμηλώνει κι άλλο. Σκεπάζει με μαύρο τη θάλασσα και δεν φαίνεται. Τα μάτια του βυθός χωρίς επιφάνεια.
Την αφουγκράζεται όμως και νιώθει την αλμύρα της. Ούτε καράβια υπάρχουν, ακούγονται παφλασμοί και τριξίματα. Κι η «ΠΡΟΣΜΟΝΗ», μπρος στα μάτια του, μια να βουλιάζει, μια ν’ ανεβαίνει. Ναυαγός της ίδιας του της ζωής ταμπουρώθηκε πίσω απ’ τα χαλάσματά της. Και το όνειρο που χρόνια κουβάλαγε μαζί με τα μπαγκάζια των άλλων στο λιμάνι, ν’ απομακρύνεται οριστικά επαναλαμβάνοντας την ίδια απορία. «Τι φταίει;» στριφογυρίζει τη φωτογραφία στο χέρι του. Την αφήνει να πέσει κι η παλάμη του μένει αναστραμμένη σαν μια φαντασία να του διαβάζει την τύχη.
Ρένια Παπαματθαίου
Πολύ καλο!
Εξαιρετική γραφή, μελαγχολικό κ υπέροχο! Μπράβο, Ρένια Παπαματθαίου!
Γλυκεια μελαγχολια…. υπεροχο….
Υπέροχο κείμενο, πολύ δυνατό, για άλλη μια φορά, μπράβο!
Πραγματικά υπέροχο…
Πολύ δυνατό κείμενο και ο τίτλος του ονειρικός.
Σαν τη βάρκα η ζωή του. Προσπαθεί να επιπλεύσει ανεβοκατεβαίνοντας στα απόνερα του καραβιού.μάνας-πατέρα. Και το σώο φθαρμένο τμήμα με το όνομα ”προσμονή”. Το διήγημα υπηρετεί πιστά το συμβολισμό. Ο σκύλος-ζητιάνος επιβίωσης , η γάτα που ξεφυτρώνει από τα ερείπια , η σαύρα λιώνει κάτω απ το βαρύ βήμα. Η καρδιά της μάνας σταματάει πάνω απ το πλεκτό, η ανάμνηση του πατέρα λιώνει στη θάλασσα. Λεπτές περιγραφές με ψυχολογικές προεκτάσεις που υπηρετεί μια γλώσσα ραφιναρισμένη με ευαισθησία . Μπράβο Ρένια Παπαματθαίου !
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!!!!!!!!ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΖΩΗ ΔΟΣΜΕΝΗ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΟΝΟ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥΣ. ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΣ ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ. ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΜΠΡΑΒΟ!!!!!
Λυρικότατο!
Excellent ! Bravo ! Hadn’t realized your well hidden writing talent !
Εξαιρετικό ταλέντο γραφής μπράβο!,
Με εντυπωσίασε. Καταπληκτικό, ειλικρινά καλό!!!
Λυρικότατο. Μπράβο!
Πολύ δυνατό. Ιδίως μου άρεσαν οι σκηνές με τη Βγενιώ.
Καταπληκτικό δείγμα γραφής. Ανυπομονουμε και για το επομενο! Συγχαρητήρια!
Θαυμάσιο κείμενο. Πολλά μπράβο!
Υπέροχο διήγημα με γλαφυρότατες περιγραφές.
Εξαιρετικη γραφη μιλησε παλι στην καρδια μας .Μπραβο σου!
Ρένια πάρα πολύ καλό και δυνατό κείμενο
Συνχαρητήρια περιμένω το επόμενο
Ρένια πάρα πολύ καλό και δυνατό κείμενο
Συγχαρητηρια περιμένω το επόμενο
Υπέροχο μπράβο!!!!!
Γλυκό και μελαγχολικό! Πολύ καλό!!!
Πολύ λυρικό!!!
Πραγματικά με συνεπήρε…
Φανταστικό!!! Αναμένω το επόμενο!!!
Ιδιαίτερη γραφή!! Πολύ καλό!
Υπεροχο Καταπληκτικο με συγκινησε το μονο που μπορω να σου πω ενα μεγαλο ΜΠΡΑΒΟ
Πολυ καλο
Εξαιρετικό δείγμα γραφής…Συγχαρητήρια κυρία Παπαματθαίου!!!!
Καταπληκτικο
Καταπληκτικό κείμενο. Ωραίος τρόπος γραφής. Συγχαρητήρια Ρένια Παπαματθαίου.
Καταπληκτικό κείμενο. Ωραίος τρόπος γραφής.
Συγχαρητήρια Ρένια Παπαματθαίου.
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΣΥΝΧΑΡΗΤΗΡΙΑ
Πολυ ωραιο
Ονειρικό, συγχαρητήρια!
Θαυμάσιο, σε κερδίζει από τις πρώτες γραμμές. Μπράβο στη συγγραφέα.
Τα όνειρα αχ τα όνειρα !Τι ωραίο πραμα μα όταν δεν γίνονται πραξη ξεχειλιζουν σαν θαλασσα και απειλουν να σε πνιξουν και γινονται προσμονή ….Μα τι να σου κάνει μια βαρκούλα προσμονή μπροστά στο μεγαλο καραβι που θες σαλπαρεις…Και η μανα! Αχ πάει κι αυτη και ποιος να φταιει τώρα?
Ρένια Παπαματθαίου,δεν σας γνωριζω και πρώτη φορά σας διαβάζω!Λυπάμαι και για τα δυο….Ένα μεγάλο μπράβο για τον τόσο γλαφυρό κείμενο!!!!!!!!!
Εικόνες μαγείας και ποίησης. Μπράβο!
Φανταστικές περιγραφές. Συγχαρητήρια!
Έργο Τέχνης! Μπράβο φιλενάδα! Περιμένουμε και άλλα.
Ωραίο λεξιλόγιο, δυνατός λόγος!
Πολύ καλό!
Ιδιαίτερη γραφή, βαθειά συναισθηματικό κείμενο, άγγιγμα ψυχής
Πολύ δυνατό! προκαλεί έντονα συναισθήματα. ΜΠΡΑΒΟ
Φοβερή αλληγορία με μηνύματα για μια καταπιεσμένη, γεμάτη ανεκπλήρωτα όνειρα και εξαρτημένη ζωή. ΥΠΕΡΟΧΟ!
Μεγάλη εκφραστική δεινότητα, ευαισθησία ψυχής. Συγχαρητήρια.
Δυνατή, κινηματογραφική ματιά! Μπράβο!