Κοίταζε μελαγχολικός την παραλία, αρχές Φθινοπώρου ήταν σχεδόν άδεια από κόσμο, αλλά εκείνος την προτιμούσε έτσι. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε από το σπίτι του μετά από μήνες και δεν ήθελε να ανταμώσει με κανέναν. Πέρασε το πιο λυπημένο καλοκαίρι της ζωής του. Μία πικρή σκέψη ήταν γαντζωμένη στο μυαλό και στην ψυχή του. «Όλα χάθηκαν».
Το χιλιοειπωμένο όνειρο του, το δρομολογημένο ταξίδι του στην Πρωτεύουσα, η πόρτα του Πανεπιστημίου που με περηφάνια θα διέσχιζε για να γραφτεί στο πρώτο έτος. Οι Πανελλήνιες τέλειωσαν, οι βαθμοί ανακοινώθηκαν, κι εκείνος δεν πέρασε στην Ιατρική που τόσο λαχταρούσε. Απογοήτευσε τους γονείς του που τα έφερναν δύσκολα βόλτα για να του πληρώνουν το φροντιστήριο, τους καθηγητές του που ήταν σίγουροι για την πρωτιά του, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, που του φύλαγαν γερό χαρτζιλίκι για τη νέα του ζωή.
Οι φίλοι του έφυγαν χθες χαρούμενοι με το πλοίο της γραμμής να νοικιάσουν σπίτι για να στεγάσουν τα πολύτιμα φοιτητικά τους χρόνια. Εκείνος έμεινε πίσω να νιώθει ντροπή, λύπη, να νιώθει ότι δεν θα μπορέσει να καταφέρει τίποτα στη ζωή του, ότι δεν είχε τη δύναμη να αλλάξει το μέλλον του. Θα έμενε για πάντα εκεί, ριζωμένος. Έσκυψε το κεφάλι του μέχρι που ένιωσε στα χείλη του την αλμύρα από τον παφλασμό των κυμάτων που έσκαγαν στα πόδια του ή μήπως ήταν τα δάκρυά του; Τίποτα δεν τον ένοιαζε, ήταν μεγάλος πια και ήξερε ότι και οι άντρες κλαίνε.
Πόση ώρα πέρασε καθόλου δεν κατάλαβε. Σηκώθηκε, τίναξε την άμμο από το παντελόνι του και τράβηξε για το σπίτι του. Στην άκρη της παραλίας συνάντησε τον κυρ Πέτρο έξω από την ταβέρνα του. Τον χαιρέτησε άκεφα και πήγε να προσπεράσει. Εκείνος τον σταμάτησε, του πρότεινε να τον κεράσει ένα ουζάκι τώρα που ενηλικιώθηκε και τελείωσε το σχολείο. Κάθισε για να μη του χαλάσει το χατίρι. Ήταν φίλος του πατέρα του ο κυρ Πέτρος, τον ήξερε από μικρό παιδί. Δεν τον ρώτησε για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, μόνο του εξιστορούσε περιστατικά από τα παιδικά του χρόνια, τα παιγνίδια, τα γέλια σε τούτη την παραλία. τα όνειρα που έκανε να γιατρέψει όλο το νησί όταν μεγάλωνε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό χαμογέλασε. Στο τέλος ο κυρ Πέτρος του πρότεινε να δουλέψει κοντά του το χειμώνα, να βγάζει χαρτζιλίκι για να μπορεί να πληρώνει και το φροντιστήριό του. «Γιατί, Παυλάκη μου, θα ξαναδώσεις εξετάσεις, έτσι δεν είναι; Και θα γίνεις ο γιατρός που πάντα ονειρευόσουνα, αγόρι μου, να μου το θυμηθείς!»
Τι τον είχε πιάσει, δάκρυσε για δεύτερη φορά, ναι θα γινόταν ο γιατρός που πάντα ονειρεύονταν, πώς μπόρεσε να το ξεχάσει;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ