Ξημερώματα του χειμώνα, πριν το χάραμα η πολιτεία φάνταζε μαγική: ισχνές σκιές αερικών, που επισκέπτονται τ’ ανθρώπινα μονάχα όταν το κρύο πέφτει βαρύ, τ’ απογυμνωμένα δέντρα· νεράιδες περήφανες, ντυμένες στ’ άσπρα αποκαλύπτουν σ’ ολάκερη την πλάση τις καλοσχηματισμένες καμπύλες τους, οι γύρω βουνοκορφές· και το φεγγάρι, αν και μισό, τιμώντας τη λιγοστή χαμηλή βλάστηση, την καλυμμένη με μικρούς κρυστάλλους, προσέδιδε νέες διαστάσεις στο τοπίο: κρύσταλλα-στολίδια κάθε μεγέθους και μορφής∙ στο καθρέφτισμά τους έβλεπες κάτι πέρα από το είδωλό σου, κάτι έξω από τον δεδομένο χώρο εκείνης της στιγμής.
Δεν είχε ύπνο. Άλλωστε ποτέ δεν τα πήγαινε πολύ καλά μαζί του, χάσιμο χρόνου τον θεωρούσε και ποιος έχει καιρό για χάσιμο; «Χρόνου φείδου» συμβουλεύουν οι παλιοί, «άδραξε τη μέρα» βροντοφωνάζουν με όλες τους τις δυνάμεις οι λυρικοί, «ο χρόνος είναι χρήμα» υιοθετούν αδέξια οι μπίζνεσμεν κι ο ποιητής συνετίζει: «σοφός είναι όποιος θυμώνει, όταν τον χρόνο τού κλέβουν».
Κατεβαίνει αθόρυβα τα σκαλιά για να βρεθεί στο σαλόνι του ξενοδοχείου, αυτή η αποπνικτική ζέστη του δωματίου την αναστάτωνε καθώς της προξενούσε μια αίσθηση ασφάλειας προσωρινής.
–Τι κι αν είναι προσωρινή; Υπάρχει! μονολόγησε, εκτιμώντας τη βαθιά, στο ψυχρό σκοτάδι που έλουζε τον χώρο.
–Λίγο τσιπουράκι -το αθάνατο νερό- θα ’ταν ό,τι έπρεπε! σκέφτηκε και σαν να εισακούσθηκε από δυνάμεις πέρα από τη θλιβερή λογική που τα γήινα ορίζουν, βρέθηκε να το γεύεται με αίσθημα πρωτόγνωρης λαγνείας και απέραντης ευγνωμοσύνης.
Τώρα ήθελε να σταματήσει τον χρόνο· μια τρύπα να σκάψει ήθελε στα σωθικά του και να κρυφτεί εκεί. Όχι για να χάσει ή να χαθεί απ’ το επιβλητικό τοπίο και την όασή του -το σαλέ- αλλά για να το διατηρήσει -και αυτό και την ίδια- στο απόλυτο κάλλος που απολάμβανε εκείνη ακριβώς η στιγμή. Γιατί σίγουρα αυτή που πρώτη το απολάμβανε ήταν η Στιγμή, η χρονική εκείνη βαθιά συνοπτική έννοια που καταβροχθίζει τον χώρο, παραδίδοντάς μας τη φθορά του και μόνο.
–Πολύτιμη κι αυτή ωστόσο! όφειλε να το παραδεχτεί.
Κι έπειτα βυθίστηκε στις σκέψεις της:
«Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα πιο εξωστρεφές από την ύπαρξη.
Στον αντίποδα ορθώνεται η απουσία της -η συχνότερα καλούμενη ως ανυπαρξία ή απεραντοσύνη- που δεν αφορά ούτε τον χρόνο, μα ούτε τον χώρο, πόσο μάλλον τα πρόσωπα.
Κι ας έρθουν όλα ανάποδα επιτέλους για μια φορά:
Ο χρόνος είναι που υπάρχει εξαιτίας της ύπαρξης.
Άλλωστε, χωρίς εκείνη -νοούμενης ως άθροισμα χώρου και προσώπων-
τι μένει να φθείρει;
Γιατί μόνο αυτό μπορεί, κι είναι στ’ αλήθεια ελάχιστος, μπροστά στην παντοδυναμία της.
Τόσο αυτοαναφορικός όσο και μόνος
αποδεικνύει περίτρανα την εσωστρέφειά του, όση κι αν είναι η επιμονή του για τ’ αντίστροφο, με την ύπαρξη, πάντα σε πρώτο πλάνο, να του δίνει αξία ανεκτίμητη:
ημερολόγια και ρολόγια
και μέρες και βδομάδες
και μήνες και χρονιές!»
–Προνόμιο να ζεις· τη φθορά τόσο του χώρου όσο και των προσώπων, ψέλλισε.
Κι η αγωνιώδης επιθυμία για καταφυγή, άρχισε να λιώνει, χαμένη στον χρόνο κι αυτή. Ευτυχώς.
Χριστίνα Κουτούβελα