Να γελάς πολύ και δυνατά.
Γιατί μπορεί ένα φύσημα του αέρα, ένα κύμα, μία ηλιαχτίδα να το φέρει μέχρι εδώ και ίσως κλέψω λίγη χαρά απ’ το γέλιο σου.
Να ακούς την καρδιά σου.
Γιατί μπορεί ένας ψίθυρος να χορέψει στα κύματα και ίσως τον πείσω να μου φυλάξει τα βήματά σου.
Να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι χρώματα.
Γιατί μπορεί το ουράνιο τόξο να πιτσιλίσει όλα τα σύννεφα κι ίσως καταφέρω να αγγίξω μια σταλιά απ’ τα όνειρά σου.
Να με σκέφτεσαι.
Γιατί μπορεί μια μέρα να μου λείψει η μυρωδιά σου, να νοσταλγήσω το βλέμμα σου.
Γιατί μπορεί, εκείνη τη μέρα, η σκέψη σου να με οδηγήσει σ’ εσένα.
Σε όσα άφησα να φύγουν.
Σε όσα δεν πάλεψα αρκετά για να κρατήσω.
Σε όσα με αγάπησαν μα ξέχασα να τ’ αγαπήσω.
Νοστάλγησα το δρόμο. Εκείνο το γλυκό μονοπάτι που τόσο άργησα να βρω.
Μου λείπεις. Το άγγιγμά σου μοιάζει ξεχασμένο σ’ αμπαρωμένο συρτάρι, η φωνή σου σκούριασε, ξεκούρδιστα πλήκτρα αναζητούν τον ήχο.
Στη μια πλευρά εσύ, εγώ στην άλλη,
μια ζωή περαστική, λησμόνησε τ’ όνομά σου.
Της το ’κλεψαν οι θάλασσες, το έκρυψαν, το κράτησαν σαν σπάνιο φυλαχτό.
Να γελάς πολύ και δυνατά.
Ώστε το γέλιο μου και το γέλιο σου να συναντιούνται στο πέλαγος.
Εκεί όπου ο Ατλαντικός χαϊδεύει το Αιγαίο.
Εκεί όπου οι θάλασσες χορεύουν Τανγκό.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ