Ποτέ δεν κατάλαβα αυτές τις διαφημίσεις με τους σκληροτράχηλους καουμπόηδες και τη «Χώρα του Marlboro». Για μένα αυτό το άσπρο- κόκκινο πακέτο μύριζε ταξίδια και θάλασσα. Έκρυβε ερωτικούς πόθους και μιλούσε ιταλικά! Με έκανε για πρώτη φορά να θέλω να καπνίσω…
Ήμουνα δέκα χρονών και γύριζα στην Ελλάδα από την Ιταλία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θα έμπαινα σε ένα μεγάλο καράβι. Πρώτη φορά θα κοιμόμουνα σε καμπίνα. Ενώ ακόμη δεν είχαμε ξεκινήσει, δήλωσα στους γονείς μου πως είχα…ναυτία. Ζαλιζόμουν και ήταν αδύνατον να κουνηθώ. Ετοιμαζόμουν να υποφέρω για μιάμιση μέρα. Μέχρι που έγινε η αναγγελία για την τραπεζαρία. Ως δια μαγείας σηκώθηκα από το κρεβάτι της καμπίνας και ως νέος Λάζαρος έσπευσα για το πρώτο μου γεύμα σε καράβι.
Γεμίσαμε τους δίσκους μας και διαλέξαμε ένα τραπέζι που μέχρι τότε ήταν άδειο. Ύστερα από λίγο, ένα ζευγάρι Ιταλών κάθισε μαζί μας. Μόλις σήκωσα το βλέμμα μου από τα αχνιστά μακαρόνια, έμεινα να κοιτάζω τη γυναίκα… Απείχα ακόμη από τα ερωτικά ξυπνήματα, όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν σαν κάτι να αφυπνίστηκε. Ένιωσα κάτι σαν φτερούγισμα. Έναν ίλιγγο.
Όταν μου χαμογέλασε και ρώτησε το όνομά μου, κοκκίνισα. Τα μάγουλά μου ήταν σαν να είχαν πάρει φωτιά. Το στόμα μου ξεράθηκε.
Προσπάθησα να βυθιστώ στο πιάτο με τα μακαρόνια, αλλά το βλέμμα μου αιχμαλωτίστηκε από το άσπρο-κόκκινο κουτί: Marlboro. Το έβλεπα για πρώτη φορά. Νόμιζα μάλιστα πως ήταν κάποια μάρκα ιταλικών τσιγάρων, μια πλάνη που πέρασε αρκετός καιρός για να διαλυθεί…
Τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές απαγορεύσεις για το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους κι έτσι, μόλις αποφάγαμε, η Ιταλίδα έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψε. Κοίταζα μαγεμένος τον καπνό να υψώνεται, οσφραινόμουν το άρωμά του και δεν μπορούσα παρά να κοιτάζω τα λεπτά της δάχτυλα, τα χείλη της και τα χαμογελαστά της μάτια…
Βλέπαμε συχνά το ζευγάρι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά δεν αποκτήσαμε κάποια ιδιαίτερη οικειότητα. Η τελετουργία του καπνίσματος, το ίδιο το πακέτο είχαν μια απίστευτη επιρροή πάνω μου. Ήθελα για πρώτη φορά να μεγαλώσω και να καπνίσω. Να ταξιδέψω εγώ με την Ιταλίδα. Ζήλευα κιόλας…Παράξενο.
Φτάσαμε στην Πάτρα και καθώς δεν ζούμε σε κάποιο μυθιστόρημα, δεν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες κάποιου βιβλίου, το ζευγάρι εξαφανίστηκε για πάντα από τη ζωή μας. Φαντάζομαι πως σήμερα -αν είναι καλά- θα είναι δυο αξιοπρεπείς ηλικιωμένοι. Ίσως και να έχουν κόψει το κάπνισμα…
Εγώ πάντως λίγα χρόνια αργότερα άρχισα να καπνίζω και υποδέχθηκα με χαρά την παραγωγή ελληνικών Marlboro, που έσπευσα από τους πρώτους να προμηθευτώ από τα περίπτερα.
Ενώ στη ζωή μου έχω ξεχάσει τόσα και τόσα -σημαντικά και ασήμαντα- η εικόνα της Ιταλίδας δεν έχει σβήσει από τη μνήμη μου. Φανταστείτε τότε, που χρονικά απείχαμε ελάχιστα. Με το πρώτο τσιγάρο που άναψα γύρισα πίσω στην τραπεζαρία του καραβιού. Ο Προυστ είχε τις μαντλέν του κι εγώ τα τσιγάρα μου…
Δεν άργησα να προδώσω τη μνήμη και να κάνω μια από τις πολλές αποστασίες μου, αλλάζοντας μάρκες τσιγάρων, όμως όποτε κάποιος είχε Marlboro, του ζητούσα να καπνίσω ένα, επιστρέφοντας έτσι, με αυτή την ιδιότυπη μηχανή του χρόνου, στα παιδικά μου χρόνια και στα ταξίδια…
Ο χρόνος πέρασε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Πάντα ο χρόνος περνάει και μας προσπερνάει. Οι δείκτες στο ρολόι γυρνάνε αδυσώπητα. Και ξαφνικά τα μάτια δεν βλέπουν τόσο καλά, το σώμα γίνεται κάπως πλαδαρό, οι ρυτίδες εμφανίζονται και πολλαπλασιάζονται…
Πολλές δεκαετίες μετά, έχοντας κόψει πια το κάπνισμα καθόμουνα σε ένα παγκάκι πλάι στη θάλασσα, μην έχοντας τι να κάνω τα χέρια μου. Η χθεσινή βροχή είχε ποτίσει το χώμα και από τα χωράφια πίσω μου ερχόταν αυτό το άρωμα του Σεπτέμβρη, γεμάτο ξεφτισμένες εικόνες σε σέπια…
Απαλά κύματα χτυπούσαν τα βράχια, ποτίζοντάς με, με αρμύρα. Η θάλασσα τραβούσε την άμμο και θόλωνε λίγο το γαλάζιο της στην άκρη… Ήμουνα απορροφημένος από το θέαμα κι έτσι άργησα να καταλάβω πως κάποιοι είχαν έρθει δίπλα μου: Δυο κοριτσάκια που με γάργαρα γέλια ετοιμάζονταν ανυπόμονα να μπουν στη θάλασσα και να παλέψουν με τα κύματα. Μια νοσταλγία χαμένων παραδείσων με κυρίευσε. Έμεινα να παρακολουθώ το παιχνίδι τους…
Μετά γύρισα δίπλα και χάθηκα πάλι σε ταξίδια στο χρόνο. Η μητέρα τους τα κοιτούσε χαμογελώντας. Κι εγώ ήμουνα σαν κεραυνοβολημένος: Η Ιταλίδα είχε ταξιδέψει κι αυτή στο χρόνο και στεκόταν δίπλα μου, φορώντας ένα κίτρινο μαγιό, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας με τον ίδιο γοητευτικό τρόπο που με είχε μαγέψει σχεδόν σαράντα χρόνια πριν. Δίπλα της αναπαυόταν ένα πακέτο Marlboro! Που ευτυχώς δεν ήταν light…
Τα είχα κάπως χαμένα, όταν άκουσα τη φωνή της… Δεν μίλησε Ιταλικά. Φώναξε κάτι στα παιδιά, έσβησε το τσιγάρο της κι έτρεξε γελώντας να παίξει μαζί τους στα κύματα.
Έμεινα με τον αέρα στ’ αυτιά μου μέσα στην απογευματινή ησυχία να παρακολουθώ τα παιχνίδια στη θάλασσα… Τα γέλια τους είχαν κάτι μαγικό. Μετά, τα παιδιά βγήκαν και τυλίχτηκαν στις πετσέτες τους. Η μητέρα έμεινε λίγο ακόμη να κολυμπά κι εγώ σκεφτόμουν τη Μοσχούλα από το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη. Θα ήθελα να είχα τις λέξεις του για να μιλήσω…
Κι όταν βγήκε, με τα μαλλιά να στάζουν, το κίτρινο μαγιό ταλαιπωρημένο από τα παιχνίδια με τα κύματα, μια λεπτή γραμμή στο γοφό, άσπρη σαν το γάλα, να μαρτυρά γλυκά μυστικά τράβηξε το βλέμμα μου και πάλι επικαλέστηκα τη βοήθεια του Σκιαθίτη…
Θα ήθελα και τις εικόνες του Ρίτσου, με χελιδόνια να βγαίνουν από χαμόγελα, θα ήθελα τους στίχους του Ελύτη για να γίνω ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου… Πάνω απ’ όλα, θα ήθελα το κουράγιο να πω κάτι. Μια κουβέντα. Τίποτα. Η αμηχανία με παρέλυε. Ούτε για τον καιρό είπα τίποτα, ούτε ρώτησα την ώρα.
Ύστερα από λίγο μάζεψαν τα πράγματά τους κι έφυγαν. Εκείνη για μια στιγμή γύρισε πίσω και σαν να με κοίταξε συνωμοτικά. Ανατρίχιασα…
Όλα τα επόμενα απογεύματα την ίδια πάντα ώρα, στεκόμουν στο ίδιο σημείο, περιμένοντας. Δεν ξαναφάνηκαν ποτέ. Κι εγώ, ξανάρχισα το κάπνισμα. Ρουφούσα πόντο-πόντο το κορμί της με κάθε τσιγάρο Marlboro…
Κωνσταντίνος Στοφόρος