Σκοτάδι.
Μόνος.
Τρέχω μες στο σκοτάδι.
Χτυπάω πόρτες για βοήθεια.
Αλλά καμία δεν ανοίγει.
Απελπισία.
Τρέχω ξανά.
Κανείς άλλος.
Ουρλιάζω.
Και οι κραυγές μου αντηχούν στους σκληρούς τοίχους.
Και νιώθω να με χτυπάνε.
Οι ίδιες μου οι λέξεις που δεν βρήκαν ανταπόκριση, μου επιτίθενται.
Σαν να είμαι εχθρός τους.
Σαν να θέλουν να μείνουν για πάντα μόνες τους,
ξεχνώντας ότι βγήκαν από μέσα μου.
Χωρίς να νιώσουν ευγνωμοσύνη που εγώ πόνεσα και αυτές απελευθερώθηκαν.
Και γονατίζω, χάνοντας κάθε ελπίδα.
Ώσπου οι φωνές σταματάνε.
Και ο μόνος ήχος είναι η καρδιά μου.
Οι παλμοί που αντηχούν μέσα μου.
Η καρδιά και η ψυχή μου είναι ακόμα ελεύθερες.
Και προσπαθούν να βρουν το φως.
Κι αν δεν το βρουν έξω, θα το βρουν μέσα μου.
Γιατί πάντα θα υπάρχει μία σπίθα ελπίδας,
ένα φως ζωής που δεν σβήνει εύκολα.
Αυτό το φως μπορεί να φωτίσει το δρόμο μου.
Και όντως έτσι έγινε.
Ήξερα, ένιωθα κάπως πως έπρεπε να συνεχίσω ευθεία.
Ήξερα πως στην επόμενη γωνία, τα πράγματα ήταν καλύτερα.
Ήδη έβλεπα περισσότερο φως.
Μόλις έστριψα, είδα έναν καθρέφτη.
Η αντανάκλαση έλαμπε.
Και η αντανάκλαση ήμουν εγώ.
Το ήξερα ότι είχα μέσα μου το φως, για να νικήσω το σκοτάδι.
Και το φως ήταν τόσο όμορφο…